ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ. Ο πλαστουργός της «ΝΙΑΣ ΖΩΗΣ»
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Ο ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ «ΝΙΑΣ ΖΩΗΣ»
Η ποίηση δεν στάθηκε αρκετή για το Βάρναλη. Δοκιμάστηκε και στην πεζογραφία. Μετά το Φως που καίει, ώριμος πια, αφήνει πίσω του την ιδεαλιστική φιλοσοφία και βλέπει τον κόσμο από τη ματιά των νέων φιλοσοφικών και πολιτικών εξελίξεων. Στο πεζογραφικό του έργο Ο Λαός των Μουνούχων μέσα από το σύμβολο ενός λαού ευνουχισμένων ανθρώπων, αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της «ευνουχισμένης» κοινωνικής μας οργάνωσης. Οι πεζογραφικές του, όμως, αρετές θα αναδειχτούν με θαυμαστή τελειότητα στην Αληθινή Απολογία του Σωκράτη.
«Μοναδικό και κορυφαίο κατόρθωμα της λογοτεχνίας μας, απόρθητο ταμπούρι της λαϊκής γλώσσας, που την προίκισε ο Βάρναλης με πλαστική ευλυγισία και παραστατική δύναμη» γράφει ο Στέλιος Γεράνης. Για τη συλλογή του υλικού του, ο ποιητής γνωρίζει όλες τις πηγές που μιλούν για τη ζωή του Σωκράτη, τη φιλοσοφία του, την ιστορία της εποχής. Ο λόγος του είναι αριστουργηματικός, η δημοτική γλώσσα στην πλήρη άνθισή της – «Παράδεισος λόγου» χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς. Τα χαρίσματα της μορφής συμπλέκονται δημιουργικά με το πρωτότυπο περιεχόμενο. Ο Σωκράτης απαρνιέται τις παλιές ιδεαλιστικές – αριστοκρατικές του ιδέες και με μια φιλοσοφία καινούρια εμφανίζεται στους κατάπληκτους δικαστές άλλος άνθρωπος, ο αληθινός Σωκράτης. Η Απολογία κορυφώνεται με όσα λέει ότι θα έκανε ο Σωκράτης, αν τον άφηναν να ζήσει: «Γι’ αυτά που δίδαξα, θα ‘πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνάτε. Γι’ αυτά που θα έκανα αν ζούσα θα ‘πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο δουδί, όπως ο τύραννος Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα και τον Ελεάτη, για να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων…». Στους Διχτάτορες ο Βάρναλης συγκεντρώνει ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία διαφόρων μονοκρατόρων. Μιλάει, για τη θηριωδία τους, τον ηθικό ξεπεσμό τους και για το πώς εκφυλίζουν και αποκτηνώνουν το λαό που θαυμάζει «τα θηρία του θρόνου και διασκεδάζει με τα θηρίου του αμφιθεάτρου». Ο Βάρναλης ως κριτικός είναι «ο εισηγητής της κοινωνιολογικής μεθόδου» όπως λέει ο Βαρίκας. Εξετάζει το υπό κρίση λογοτεχνικό έργο σε συνάρτηση με την κοινωνία και την ιστορία και αρνείται την απολυτότητα των αισθητικών κανόνων. Ο ποιητής Βάρναλης συντάχτηκε με τις νέες ιδέες που υπόσχονταν έναν αταξικό καλύτερο κόσμο. Με την τέχνη του πολέμησε το κοινωνικό κατεστημένο, κατήγγειλε τις αδικίες, την ανισότητα και τις αθλιότητές του.
Το κείμενο για το έργο του Κώστα Βάρναλη είναι εκτενές απόσπασμα από την εισήγηση στην εκδήλωση που διοργάνωσαν οι Οικολόγοι Εναλλακτικοί με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από το θάνατο του ποιητή και γράφτηκε από τη ΝΕΛΛΗ ΧΑΝΙΑ, κι ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο ΛΑΪΚΟ ΔΡΟΜΟ.
Συμπληρώνονται τριάντα χρόνια φέτος από το θάνατο του Κ. Βάρναλη, του ποιητή των Μοιραίων. Κι ενώ οι Μοιραίοι δειλοί και υποταγμένοι αναρωτιούνται ακόμη για το φταίχτη της «άδικης μοίρας» τους, οι δυνατοί της γης θρασείς και κυνικοί, στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, σφαγιάζουν τους λαούς.
Πολύπλευρη η προσωπικότητα του ποιητή που τιμάμαι σήμερα: Ποιητής, λυρικός και σατιρικός μαζί, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός. Πολλοί κριτικοί χωρίζουν το έργο του κατά τρόπο συμβατικό, μπορεί και δογματικό, σ’ αυτό που ανήκει στην προκοινωνιστική περίοδο 1905-’20 και στο καθαρά εθνικό-κοινωνικό. Και πράγματι, στα πρώτα του ποιήματα επιδιδόταν στην τέλεια επεξεργασία του στίχου κι αναζητούσε τα θέματά του στην αρχαιότητα. Η βαθιά αρχαιογνωσία του και η αρχαιολατρεία του μαζί, του ενέπνευσαν μερικά από τα πιο όμορφα ποιήματά του. Ορισμένα απ’ αυτά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Ηγησώ, που ο ίδιος ίδρυσε και αποπνέουν την ευγένεια του ομώνυμου αρχαίου μνημείου της θλιμμένης κόρης του Κεραμεικού.
Το 1904 θα κυκλοφορήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή τις Κηρήθρες που θα τις αποκηρύξει αργότερα σαν ιδεαλιστικό παραλήρημα. Ωστόσο, η κριτική θα αναγνωρίσει τη ρωμαλέα ποιητική του ιδιοσυγκρασία. Ο Ν. Καρβούνης θα πει για τις Κηρήθρες: «Φέρνει την υπόσχεση της φόρμιγγας του μεγάλου Πανός».
Το 1919 όμως ένα πολύστιχο (480 στίχοι) ποίημα Ο προσκυνητής, σύνθεση αριστουργηματική που μέσα της «αστράφτει η γλώσσα του λαού» θα σηματοδοτήσει τη νέα πορεία του ποιητή. Ο Βάρναλης θα συνταχθεί με τους πρωτοπόρους διανοούμενους, τους φοιτητές, τους εργάτες και η μαρξιστική ιδεολογία του θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην ποίησή του. Κι όπως ο Παλαμάς είναι το αστικοδημοκρατικό πρότυπο του ποιητή – πνευματικού οδηγού της φυλής, ο Βάρναλης γίνεται ο οδηγητής των προλεταρίων και της εργατικής τάξης. Ο ποιητής πλαστουργός μιας «νιας ζωής» που με το όραμα και τον αγώνα μεταμορφώνει τις συνειδήσεις και τις διαπαιδαγωγεί. Συνειδητή αγωγή δια της ποιήσεως.
Ο Βάρναλης ανήκει στη χορεία των εθνικών μας ποιητών όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς. Κι είναι μεγάλος εθνικός ποιητής, γιατί στην ποίησή του μέσα στη σφαίρα ενός παγκόσμιου ομογενούς πολιτισμού, ενώ κατεργάζεται κοινά συναισθήματα και πανανθρώπινες ιδέες, προβάλλει τους εθνικούς χαρακτήρες της που τους συνιστούν η εθνική παράδοση, η εθνική συνείδηση και η εθνική μας γλώσσα – η δημοτική που μέσα από την κατεργασία γενεών – εκφράζει και αισθητοποιεί τις ιδέες.
Η ποίηση του Βάρναλη είναι οικουμενική και πανανθρώπινη και συνάμα λαϊκή: «Γιατί η τέχνη», όπως γράφει ο ίδιος,«αποτείνεται στο μεγάλο σύνολο. Η μεγάλη τέχνη είναι Λαϊκή». Λαϊκή και ασυγκατάβατα «αριστοπρεπής» είναι η τέχνη του Βάρναλη. Η λαϊκότητα συνοδεύεται από ποιότητα που αποστρέφεται τη λογοκοπία της μπροσούρας και την οχλοποίηση. Οι ελληνικοί χαρακτήρες της τέχνης του είναι ανάγλυφοι στη μορφή και το περιεχόμενο. Σε καιρούς που άλλοι ποιητές στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη συμβατικότητα της παράδοσης φλυαρούν ασυγκράτητα στον ελεύθερο στίχο, με’ από τη δημιουργία του Βάρναλη οι παλιές φόρμες ξαναλούζονται στο ποτάμι της ζωής κι αναβλύζουν το τραγούδι της. Ο κόσμος μας στην προαιώνια και αγέραστη νιότη του. Ο ήλιος, η θάλασσα, το φεγγάρι σμίγουν με τον ανθρώπινο πόνο. Στους «ηλιοπάτητους δρόμους» σεργιανάει το μοιροόι της μάνας που με τη «μαύρη ομπόλια» κατεβασμένη στα μάτια θρηνεί μητροπρεπώς το γιο της. Παροιμιακοί τρόποι έκφρασης, φως, νεύρο, λυγεράδα συνθέτουν μια «καλλιγραφημένη κομψότητα» γράφει ο Λεκατσάς.
Απ’ αυτό το φως θα ξεπηδήσει το 1922 «το αριστούργημα της παγκόσμιας λυρικής» όπως αποκλήθηκε από τους κριτικούς Το Φως, που Καίει! Για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα η ιδεολογία της εργατικής τάξης αισθητοποιείται ποιητικά. Με ένα σοφό συνδυασμό πεζού και ποιητικού λόγου μεγάλες μορφές όπως ο Προμηθέας και ο Χριστός που χάραξαν την πορεία του κόσμου, θα γίνουν τα σύμβολα μιας «ακέραιης αισθητικής πράξης». Το Φως που Καίει είναι ο μονόλογος του Μώμου και τα διάφορα προσωπεία του – σύμβολα της πορείας της Ανθρωπότητας: Ο Προμηθέας, ο Ιησούς, ο οδηγητής είναι οι πρωτοπόροι. Η Αριστέα στις τρεις εξαϋλώσεις της αντιπροσωπεύει την αντίδραση. Ο Μώμος, Ωκεανίδες, Σεραφείμ, η Μάνα του Χριστού, η Μαγδαληνή, ο Λαός είναι οι φορείς των διαφόρων κοινωνικών τάσεων. Ο Μώμος γιος της Νύχτας και του Ύπνου προσωποποιεί το σαρκασμό και τον Ψόγο. Ο Προμηθέας – ευεργέτης της ανθρωπότητας, όπως το θέλει η παράδοση των τραγικών, απομυθοποιείται. Η κλοπή του φωτός δεν ήταν καθόλου ανιδιοτελής – αποσκοπούσε στην ανατροπή της ουράνιας κατεστημένης εξουσίας. Οι υλιστικές του αντιλήψεις που θέλουν τις χαρές μόνο για τον εαυτό του αντιστρατεύονται τον επιστημονικό υλισμό του Μώμου που τις θέλει δίκαια μοιρασμένες σ’ όλους τους ανθρώπους. Από τα χείλη του αλυσοδεμένου Τιτάνα ακούμε τα λόγια ενός γλεντοκόπου: «Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω, ύστερις από κάρφωμα, τόσων αιώνων – είναι οι αμαρτίες που έχω κάνει». Το ίδιο αναφωνεί ο πατέρας του Σαιξπηρικού Άμλετ: «Με σκότωσαν πάνω στο άνθος των αμαρτιών μου». Ο Χριστός βρίσκεται στην αντίπερα όχθη αντιπροσωπεύει τον ιδεαλισμό και την κατεστημένη εκκλησιαστική μεταφυσική. Ο Μώμος περνοδιαβαίνει ανάμεσά τους και σαρκάζει πότε την εξουσιαστική απληστία του Προμηθέα και πότε τους ευδαιμονικούς μακαρισμούς του Χριστού.
Με Το Φως που Καίει ο Βάρναλης καταλύει ότι κίβδηλο υπήρχε στους παλιούς πρωτοπόρους και τους αντιπαραθέτει με τον καινούριο τύπο ανθρώπου τον Οδηγητή. Στο δεύτερο μέρος μετά το «τετέλεσται», του Ιησού, ο ποιητής γεμίζει το χάσμα του παλιού κόσμου με τα λυρικά του τραγούδια: Τον απεγνωσμένο Προμηθέα που κινδυνεύει να ιδεί εχθρικά τον κόσμο τον σώζει ο χορός των Ωκεανίδων, με το ευφρόσυνο τραγούδι και τον Ιησού ο χορός των Σεραφείμ.
Μα ο Βάρναλης δεν είναι μόνο λυρικός ποιητής – είναι και μέγας σατιρικός ποιητής. Είναι ο Δήμος Τανάλιας που με την κοροϊδία του, τον παροιμιακό του λόγο, τον παρατονισμό των λέξεων («έφαγα έναν πόντικα, δόξα νάχει ο Θεός») φτάνει τη σάτιρα στα ακρότατα όρια. «Η κοροϊδία σου», γράφει ο Παλαμάς, «παιχνίδι και τέχνη. Μαζί ιεροτελεστία και ξεσυνέρισμα».
Ο Κώστας Βάρναλης δεν είναι μόνο ο σοφός πνευματικός δημιουργός, είναι γνήσιος κι αληθινός άνθρωπος, ο μπάρμπα-Κώστας, ο φίλος του λαού, των προλεταρίων, που χωρίς ταξική συνείδηση είναι δέσμιοι της εκμετάλλευσης, των ταξικών διακρίσεων και των θρησκευτικών προκαταλήψεων.Kώστας Bάρναλης 30 χρόνια από το θάνατο του ποιητή του λαού
«Tο δόγμα “η Tέχνη δεν κάνει πολιτική” διαψεύδεται από τα πράγματα. O Aριστοφάνης, ο Nτάντε, ο Θερβάντες, ο Zολά, ο Tολστόι κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των «κακώς κειμένων». Πολιτική έξω από τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής Tέχνης θα έχει το κουράγιο να υποστηρίζει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Nα λοιπόν μια απόδειξη πως η Tέχνη μπορεί να κάνει πολιτική χωρίς να πάψει να είναι Tέχνη και μάλιστα τρισμεγάλη . Zήτημα λοιπόν υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην Tέχνη και την απλώνει στο χώρο και το χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει τη σκοτώνει και τη μεταβάλει σε καπνό χωρίς φλόγα...». (Από το ΛΑΪΚΟ ΔΡΟΜΟ 12/12/2004)
Στις 17 Δεκέμβρη 1974, συμπληρώνονται 30 χρόνια από το θάνατο του ποιητή του λαού, Kώστα Bάρναλη. Στη ζωή και στο λαμπρό έργο του, αναφέρεται το μικρό αυτό αφιέρωμα, που ακολουθεί.
Oι κοινωνικές επιδράσεις στην ελληνική λογοτεχνία υπάρχουν από πολύ παλιά. O Σούτσος, ο Bαλαωρίτης, ο Παλαμάς, έχουν δώσει τέτοια δείγματα, όμως ο K. Bάρναλης έκανε παράταιρο τον Παλαμά και την αστική ιδεολογία στη λογοτεχνία, αποτελώντας έτσι έναν ευδιάκριτο σταθμό στη λογοτεχνία μας.
Ποιητής, συγγραφέας κριτικός μεταφραστής, ο K. Bάρναλης γεννήθηκε το 1883 (1884) στον Πύργο της Bουλγαρίας (Aνατολική Pωμυλία, όπου και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. O Eλληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 άφησε τα σημάδια του στην περιοχή αλλά και στον ίδιο το μικρό μαθητή. Tις γυμνασιακές του σπουδές τις έκανε στην Φιλιπούπολη στα Zαρίφεια διδασκαλεία, τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του το 1902. Tην ίδια χρονιά διορίστηκε δάσκαλος στον Πύργο σε ηλικία 18 χρονών. Eκεί ξυπνάει ο ποιητής, μέσα από τους στίχους του Παπαρρηγόπουλου και του Παράσχου, θα περάσει και η φιλοδοξία του να τους μοιάσει. Θα είναι το πρώτο κίνητρο. Στη συνέχεια τον ίδιο χρόνο βρίσκεται στην Aθήνα υπότροφος. Σπουδάζει στην Φιλοσοφική Σχολή απ' όπου πήρε το πτυχίο του το 1908. Kατά τη διάρκεια της φοίτησής του παίρνει μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα στηρίζοντας με πάθος τους δημοτικιστές. Tον Aύγουστο του 1904 συνεργάζεται με τον Nουμά και κατόπιν κυκλοφορεί την πρώτη του συλλογή «Kυρήθρες» (1905). Eπίσης το 1907 είναι συνιδρυτής του περιοδικού «Hγησώ». Mε το τέλος της φοιτητικής ζωής παίρνει το δρόμο για την επαρχία. Πρώτα στην Aμαλιάδα και από εκεί στην Aργαλαστή όπου τοποθετείται σχολάρχης. Προσπαθεί να συνεργαστεί με το Aλεξανδρινό περιοδικό «Nέα Zωή» και αποτυχαίνει. Tελικά το ποίημά του η «Θυσία» δημοσιεύεται στο περιοδικό «Γράμματα». H εξουσία της εποχής θα τον μπλέξει, μαζί με άλλους προοδευτικούς διανοουμένους της εποχής, όπως ο Δημ. Γληνός, επειδή στήριζε τη δημοτική γλώσσα που πολέμησαν λυσσαλέα φανατικοί θεολόγοι και συντηρητικοί καθηγητές. Aναφερόμαστε στα «Aθεϊκά του Bόλου» το 1911, υπόθεση που αποτελεί αιτία μετάθεσης για τα Mέγαρα. Παίρνει μέρος στο B' Bαλκανικό πόλεμο μαζί με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900 - 1902» και στη συνέχεια παρακολουθεί το Διδασκαλείο Mέσης Eκπαίδευσης οπότε το 1915 διορίζεται σχολάρχης στην Kερατέα Aττικής. Έχει ήδη αρχίσει να ασχολείται και με λογοτεχνικές μεταφράσεις «Hρακλείδες» του Eυριπίδη, «Aίαντας» του Σοφοκλή, «Aπομνημονεύματα» του Ξενοφώντα, «O Πειρασμός του Aγίου Aντωνίου» του Φλωμπέρ. Στην επιστράτευση του 1916 πηγαίνει στη Λήμνο ενώ ένα χρόνο μετά ξαναδιορίζεται σχολάρχης στο Γυμνάσιο Πειραιά. Στα 1919 παίρνει υποτροφία για το Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Ως εκείνη την εποχή είναι μόνο ποιητής. Έχει περάσει ένας χρόνος από το τέλος του A' παγκόσμιου πολέμου οπότε και αρχίζει να συντελείται η ιδεολογική του στροφή προς τον κομμουνισμό. Λίγο πριν δημοσιεύει τον «Προσκυνητή» (1919) στο περιοδικό «Mαύρος Γάτος» που αποτελεί το σταθμό, τη σύντομη μετάβαση απ' την προηγούμενη περίοδο στο μαρξιστικό κίνημα. Oι μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις που ακολούθησαν την Oκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση και τις άλλες ηττημένες επαναστάσεις της Eυρώπης (Γερμανία), η άνοδος του παγκόσμιου εργατικού κινήματος λειτουργούν αναγεννητικά στον ποιητή. Mελετητής, δοκιμιογράφος, πεζογράφος είναι οι νέες ιδιότητες που συμπίπτουν με την ιδεολογική στροφή.
O Bάρναλης πλέον μπαίνει στη διάθεση της εργατικής τάξης αντιμέτωπος με τον παλιό αστικό κόσμο που πριν ανήκε ο ποιητής. Γι' αυτό και θα αρνηθεί το έργο της πρώτης του περιόδου. Θα κριτικάρει σκληρά τον εαυτό του και θα ανοίξει ανανεωμένος, φρέσκος την καινούργια περίοδο. H πτώση της κυβέρνησης Bενιζέλου έφερε τον Bάρναλη πίσω στην Aθήνα, αφού διακόπηκε η υποτροφία του, οπότε ξαναδιορίζεται καθηγητής σε Γυμνάσιο (3ο Πειραιά). Aρχίζει να δημοσιεύει αισθητικά δοκίμια από το 1922 ενώ τον ίδιο καιρό γράφει και στέλνει στην Aλεξάνδρεια για να τυπωθεί «το φως που καίει». (2η αναθεωρημένη έκδοση έγινε το 1933). Tην ίδια χρονιά επίσης δημοσιεύει τους «Mοιραίους». Tο 1923 συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι εξασφαλίζοντας και πάλι την υποτροφία έως και το 1924 οπότε γυρίζει στην Aθήνα για να διδάξει Nεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Aκαδημία με διεύθυνση υπό τον Δημ. Γληνό. Ένα χρόνο μετά γράφει τον «Σολωμό χωρίς μεταφυσική» πολεμώντας και μεταφυσικές απόψεις του Γιάννη Aποστολάκη (H ποίηση στη ζωή μας) και του Φώτου Πολίτη. Tο 1926 με τα «Mαρασλιακά» δικάζεται στο Nαύπλιο «για ανατρεπετικές ενέργειες κατά της κοινωνικής και κρατικής τάξεως, για προσβολή των ηθών και αθεϊσμό». Aφορμή ένα δημοσίευμα της «Eστίας» που δημοσίευσε παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών παιδαγωγών ένα απόσπασμα από «Tο φως που καίει». H τιμωρία του: έξι μήνες αργία και στη συνέχεια η απόλυσή του.
Για το βιοπορισμό του ασχολείται με τη δημοσιογραφία και για μικρό χρονικό διάστημα είναι ανταποκριτής στη Γαλλία της εφ. «Πρόοδος». Eπιστρέφει στην Aθήνα και το 1927 κυκλοφορούν οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι» και στη συνέχεια στα 1931 η «Aληθινή απολογία του Σωκράτη». Eίναι η πιο δημιουργική περίοδος του ποιητή και είναι προφανές ότι είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής τόσο στην Eλλάδα όσο στη Γαλλία και την Eυρώπη. Στο τέλος του «Φως που καίει», από κόλαση «H γης ξαναγίνεται μεγάλη απέραντη και χαρούμενη. Kαι ένας καινούργιος ήλιος φυτρώνει από τον τάφο της Aριστέας και της μαϊμούς». H «καμπάνα» στους «Σκλάβους πολιορκημένους» τελειώνει με την προτροπή: «Φτωχέ σου μάραναν κόποι και πόνοι τη θέληση αβουλη πιομένο αφιόνι! Aν είναι ο λάκος σου πολύ βαθύς χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς». Στην «αληθινή απολογία του Σωκράτη» καλεί «Nα σηκώσετε μονάχα τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και να γίνει κουρνιαχτός ολάκερ' η δημοκρατία των αρίστων». Στα 1935 επισκέπεται μαζί με τον Δ. Γληνό τη Mόσχα και συμμετέχουν ως αντιπρόσωποι των Eλλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων. Για τη δράση του αλλά και τις μαρξιστικές του τοποθετήσεις εξορίζεται απ' τον Kονδύλη στη Mυτιλήνη και τον Aϊ Στράτη.
Mετά έρχεται ο φασισμός, ο πόλεμος, η Aντίσταση, ο εμφύλιος. Eίναι η περίοδος κατά την οποία συνταρακτικά γεγονότα διαδραματίζονται και όμως σ' αυτή την περίοδο ο Bάρναλης δεν βρήκε τρόπο να εκφραστεί με την ποίηση παρά το ότι παραμένει πιστός στις απόψεις και τα ιδανικά του. Στα 1954 οι εκδόσεις «Kέδρος» θα κυκλοφορήσουν τα «Ποιητικά». Tο 1956 τιμάται από την εταιρεία Eλλήνων Λογοτεχνών και τρία χρόνια μετά με το Bραβείο Λένιν στη Mόσχα. Eκεί απαντώντας στην «κατηγορία» ότι ανήκει στη Στρατευμένη τέχνη θα απαντήσει: «το δόγμα “η Tέχνη δεν κάνει πολιτική” διαψεύδεται από τα πράγματα. O Aριστοφάνης, ο Nτάντε, ο Θερβάντες, ο Zολά, ο Tολστόι κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των «κακώς κειμένων». Πολιτική έξω από τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής Tέχνης θα έχει το κουράγιο να υποστηρίζει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Nα λοιπόν μια απόδειξη πως η Tέχνη μπορεί να κάνει πολιτική χωρίς να πάψει να είναι Tέχνη και μάλιστα τρισμεγάλη . Zήτημα λοιπόν υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην Tέχνη και την απλώνει στο χώρο και το χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει τη σκοτώνει και τη μεταβάλει σε καπνό χωρίς φλόγα...». Tην ίδια περίοδο και μετά εκδίδονται από τον «Kέδρο» τα: «Πεζός λόγος» (1957) «Σολωμικά» (1957) «Aισθητικά Kριτικά» A' και B' (1958) «Άνθρωποι Zωντανοί - Aληθινοί. 1958. «O δικτάτορας» (1965). Στους τόμους αυτούς περιλαμβάνεται μεγάλο μέρος από άρθρα και δοκίμια, μελέτες και πεζά, πολλά από αυτά έχουν γραφτεί τα προηγούμενα χρόνια. Tο 1965 εκδίδεται η τελευταία ποιητική συλλογή με τίτλο «Eλεύθερος κόσμος». Στα 1967 η αμερικανοκίνητη χούντα τον συλλαμβάνει. Kατά τη διάρκεια της δικτατορίας γράφει το θεατρικό «Άτταλος ο Tρίτος». (Kέδρος 1972). Πέθανε στην Aθήνα το Δεκέμβρη του 1974 ενώ την προηγούμενη βραδιά είχε τιμηθεί για την προσφορά του από την Ένωση Συντακτών. Mετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του «Oργή Λαού» γραμμένη κατά τη διάρκεια της χούντας. Όμως ο ποιητής ζει. Zει με τους αγώνες τους πόθους και τις αγωνίες του λαού μας. Στα έργα του αποτυπώνονται τα οράματα του λαού μας για μια νέα Eλλάδα χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. O ίδιος ο Bάρναλης κάπου γράφει: «το σπουδαίο δεν είναι το τι γράφει και τι έγραψε κανείς μα το «γιατί γράφει» και «για ποιους»... το καίριο αίτημα για κάθε λογοτέχνημα είναι τούτο: Nα είναι ζωντανό και αληθινό στον καιρό του. Nα μετέχει στον αγώνα των ανθρώπων για λευτεριά και προκοπή να πατάει γερά στη γη και την ψυχή του συνόλου και να προχωρεί μαζί του στο καλύτερο αύριο και όχι να αντιστέκεται στην ιστορική πορεία...».
Ο ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ «ΝΙΑΣ ΖΩΗΣ»
Η ποίηση δεν στάθηκε αρκετή για το Βάρναλη. Δοκιμάστηκε και στην πεζογραφία. Μετά το Φως που καίει, ώριμος πια, αφήνει πίσω του την ιδεαλιστική φιλοσοφία και βλέπει τον κόσμο από τη ματιά των νέων φιλοσοφικών και πολιτικών εξελίξεων. Στο πεζογραφικό του έργο Ο Λαός των Μουνούχων μέσα από το σύμβολο ενός λαού ευνουχισμένων ανθρώπων, αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της «ευνουχισμένης» κοινωνικής μας οργάνωσης. Οι πεζογραφικές του, όμως, αρετές θα αναδειχτούν με θαυμαστή τελειότητα στην Αληθινή Απολογία του Σωκράτη.
«Μοναδικό και κορυφαίο κατόρθωμα της λογοτεχνίας μας, απόρθητο ταμπούρι της λαϊκής γλώσσας, που την προίκισε ο Βάρναλης με πλαστική ευλυγισία και παραστατική δύναμη» γράφει ο Στέλιος Γεράνης. Για τη συλλογή του υλικού του, ο ποιητής γνωρίζει όλες τις πηγές που μιλούν για τη ζωή του Σωκράτη, τη φιλοσοφία του, την ιστορία της εποχής. Ο λόγος του είναι αριστουργηματικός, η δημοτική γλώσσα στην πλήρη άνθισή της – «Παράδεισος λόγου» χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς. Τα χαρίσματα της μορφής συμπλέκονται δημιουργικά με το πρωτότυπο περιεχόμενο. Ο Σωκράτης απαρνιέται τις παλιές ιδεαλιστικές – αριστοκρατικές του ιδέες και με μια φιλοσοφία καινούρια εμφανίζεται στους κατάπληκτους δικαστές άλλος άνθρωπος, ο αληθινός Σωκράτης. Η Απολογία κορυφώνεται με όσα λέει ότι θα έκανε ο Σωκράτης, αν τον άφηναν να ζήσει: «Γι’ αυτά που δίδαξα, θα ‘πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνάτε. Γι’ αυτά που θα έκανα αν ζούσα θα ‘πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο δουδί, όπως ο τύραννος Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα και τον Ελεάτη, για να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων…». Στους Διχτάτορες ο Βάρναλης συγκεντρώνει ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία διαφόρων μονοκρατόρων. Μιλάει, για τη θηριωδία τους, τον ηθικό ξεπεσμό τους και για το πώς εκφυλίζουν και αποκτηνώνουν το λαό που θαυμάζει «τα θηρία του θρόνου και διασκεδάζει με τα θηρίου του αμφιθεάτρου». Ο Βάρναλης ως κριτικός είναι «ο εισηγητής της κοινωνιολογικής μεθόδου» όπως λέει ο Βαρίκας. Εξετάζει το υπό κρίση λογοτεχνικό έργο σε συνάρτηση με την κοινωνία και την ιστορία και αρνείται την απολυτότητα των αισθητικών κανόνων. Ο ποιητής Βάρναλης συντάχτηκε με τις νέες ιδέες που υπόσχονταν έναν αταξικό καλύτερο κόσμο. Με την τέχνη του πολέμησε το κοινωνικό κατεστημένο, κατήγγειλε τις αδικίες, την ανισότητα και τις αθλιότητές του.
Το κείμενο για το έργο του Κώστα Βάρναλη είναι εκτενές απόσπασμα από την εισήγηση στην εκδήλωση που διοργάνωσαν οι Οικολόγοι Εναλλακτικοί με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από το θάνατο του ποιητή και γράφτηκε από τη ΝΕΛΛΗ ΧΑΝΙΑ, κι ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο ΛΑΪΚΟ ΔΡΟΜΟ.
Συμπληρώνονται τριάντα χρόνια φέτος από το θάνατο του Κ. Βάρναλη, του ποιητή των Μοιραίων. Κι ενώ οι Μοιραίοι δειλοί και υποταγμένοι αναρωτιούνται ακόμη για το φταίχτη της «άδικης μοίρας» τους, οι δυνατοί της γης θρασείς και κυνικοί, στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, σφαγιάζουν τους λαούς.
Πολύπλευρη η προσωπικότητα του ποιητή που τιμάμαι σήμερα: Ποιητής, λυρικός και σατιρικός μαζί, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός. Πολλοί κριτικοί χωρίζουν το έργο του κατά τρόπο συμβατικό, μπορεί και δογματικό, σ’ αυτό που ανήκει στην προκοινωνιστική περίοδο 1905-’20 και στο καθαρά εθνικό-κοινωνικό. Και πράγματι, στα πρώτα του ποιήματα επιδιδόταν στην τέλεια επεξεργασία του στίχου κι αναζητούσε τα θέματά του στην αρχαιότητα. Η βαθιά αρχαιογνωσία του και η αρχαιολατρεία του μαζί, του ενέπνευσαν μερικά από τα πιο όμορφα ποιήματά του. Ορισμένα απ’ αυτά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Ηγησώ, που ο ίδιος ίδρυσε και αποπνέουν την ευγένεια του ομώνυμου αρχαίου μνημείου της θλιμμένης κόρης του Κεραμεικού.
Το 1904 θα κυκλοφορήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή τις Κηρήθρες που θα τις αποκηρύξει αργότερα σαν ιδεαλιστικό παραλήρημα. Ωστόσο, η κριτική θα αναγνωρίσει τη ρωμαλέα ποιητική του ιδιοσυγκρασία. Ο Ν. Καρβούνης θα πει για τις Κηρήθρες: «Φέρνει την υπόσχεση της φόρμιγγας του μεγάλου Πανός».
Το 1919 όμως ένα πολύστιχο (480 στίχοι) ποίημα Ο προσκυνητής, σύνθεση αριστουργηματική που μέσα της «αστράφτει η γλώσσα του λαού» θα σηματοδοτήσει τη νέα πορεία του ποιητή. Ο Βάρναλης θα συνταχθεί με τους πρωτοπόρους διανοούμενους, τους φοιτητές, τους εργάτες και η μαρξιστική ιδεολογία του θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην ποίησή του. Κι όπως ο Παλαμάς είναι το αστικοδημοκρατικό πρότυπο του ποιητή – πνευματικού οδηγού της φυλής, ο Βάρναλης γίνεται ο οδηγητής των προλεταρίων και της εργατικής τάξης. Ο ποιητής πλαστουργός μιας «νιας ζωής» που με το όραμα και τον αγώνα μεταμορφώνει τις συνειδήσεις και τις διαπαιδαγωγεί. Συνειδητή αγωγή δια της ποιήσεως.
Ο Βάρναλης ανήκει στη χορεία των εθνικών μας ποιητών όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς. Κι είναι μεγάλος εθνικός ποιητής, γιατί στην ποίησή του μέσα στη σφαίρα ενός παγκόσμιου ομογενούς πολιτισμού, ενώ κατεργάζεται κοινά συναισθήματα και πανανθρώπινες ιδέες, προβάλλει τους εθνικούς χαρακτήρες της που τους συνιστούν η εθνική παράδοση, η εθνική συνείδηση και η εθνική μας γλώσσα – η δημοτική που μέσα από την κατεργασία γενεών – εκφράζει και αισθητοποιεί τις ιδέες.
Η ποίηση του Βάρναλη είναι οικουμενική και πανανθρώπινη και συνάμα λαϊκή: «Γιατί η τέχνη», όπως γράφει ο ίδιος,«αποτείνεται στο μεγάλο σύνολο. Η μεγάλη τέχνη είναι Λαϊκή». Λαϊκή και ασυγκατάβατα «αριστοπρεπής» είναι η τέχνη του Βάρναλη. Η λαϊκότητα συνοδεύεται από ποιότητα που αποστρέφεται τη λογοκοπία της μπροσούρας και την οχλοποίηση. Οι ελληνικοί χαρακτήρες της τέχνης του είναι ανάγλυφοι στη μορφή και το περιεχόμενο. Σε καιρούς που άλλοι ποιητές στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη συμβατικότητα της παράδοσης φλυαρούν ασυγκράτητα στον ελεύθερο στίχο, με’ από τη δημιουργία του Βάρναλη οι παλιές φόρμες ξαναλούζονται στο ποτάμι της ζωής κι αναβλύζουν το τραγούδι της. Ο κόσμος μας στην προαιώνια και αγέραστη νιότη του. Ο ήλιος, η θάλασσα, το φεγγάρι σμίγουν με τον ανθρώπινο πόνο. Στους «ηλιοπάτητους δρόμους» σεργιανάει το μοιροόι της μάνας που με τη «μαύρη ομπόλια» κατεβασμένη στα μάτια θρηνεί μητροπρεπώς το γιο της. Παροιμιακοί τρόποι έκφρασης, φως, νεύρο, λυγεράδα συνθέτουν μια «καλλιγραφημένη κομψότητα» γράφει ο Λεκατσάς.
Απ’ αυτό το φως θα ξεπηδήσει το 1922 «το αριστούργημα της παγκόσμιας λυρικής» όπως αποκλήθηκε από τους κριτικούς Το Φως, που Καίει! Για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα η ιδεολογία της εργατικής τάξης αισθητοποιείται ποιητικά. Με ένα σοφό συνδυασμό πεζού και ποιητικού λόγου μεγάλες μορφές όπως ο Προμηθέας και ο Χριστός που χάραξαν την πορεία του κόσμου, θα γίνουν τα σύμβολα μιας «ακέραιης αισθητικής πράξης». Το Φως που Καίει είναι ο μονόλογος του Μώμου και τα διάφορα προσωπεία του – σύμβολα της πορείας της Ανθρωπότητας: Ο Προμηθέας, ο Ιησούς, ο οδηγητής είναι οι πρωτοπόροι. Η Αριστέα στις τρεις εξαϋλώσεις της αντιπροσωπεύει την αντίδραση. Ο Μώμος, Ωκεανίδες, Σεραφείμ, η Μάνα του Χριστού, η Μαγδαληνή, ο Λαός είναι οι φορείς των διαφόρων κοινωνικών τάσεων. Ο Μώμος γιος της Νύχτας και του Ύπνου προσωποποιεί το σαρκασμό και τον Ψόγο. Ο Προμηθέας – ευεργέτης της ανθρωπότητας, όπως το θέλει η παράδοση των τραγικών, απομυθοποιείται. Η κλοπή του φωτός δεν ήταν καθόλου ανιδιοτελής – αποσκοπούσε στην ανατροπή της ουράνιας κατεστημένης εξουσίας. Οι υλιστικές του αντιλήψεις που θέλουν τις χαρές μόνο για τον εαυτό του αντιστρατεύονται τον επιστημονικό υλισμό του Μώμου που τις θέλει δίκαια μοιρασμένες σ’ όλους τους ανθρώπους. Από τα χείλη του αλυσοδεμένου Τιτάνα ακούμε τα λόγια ενός γλεντοκόπου: «Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω, ύστερις από κάρφωμα, τόσων αιώνων – είναι οι αμαρτίες που έχω κάνει». Το ίδιο αναφωνεί ο πατέρας του Σαιξπηρικού Άμλετ: «Με σκότωσαν πάνω στο άνθος των αμαρτιών μου». Ο Χριστός βρίσκεται στην αντίπερα όχθη αντιπροσωπεύει τον ιδεαλισμό και την κατεστημένη εκκλησιαστική μεταφυσική. Ο Μώμος περνοδιαβαίνει ανάμεσά τους και σαρκάζει πότε την εξουσιαστική απληστία του Προμηθέα και πότε τους ευδαιμονικούς μακαρισμούς του Χριστού.
Με Το Φως που Καίει ο Βάρναλης καταλύει ότι κίβδηλο υπήρχε στους παλιούς πρωτοπόρους και τους αντιπαραθέτει με τον καινούριο τύπο ανθρώπου τον Οδηγητή. Στο δεύτερο μέρος μετά το «τετέλεσται», του Ιησού, ο ποιητής γεμίζει το χάσμα του παλιού κόσμου με τα λυρικά του τραγούδια: Τον απεγνωσμένο Προμηθέα που κινδυνεύει να ιδεί εχθρικά τον κόσμο τον σώζει ο χορός των Ωκεανίδων, με το ευφρόσυνο τραγούδι και τον Ιησού ο χορός των Σεραφείμ.
Μα ο Βάρναλης δεν είναι μόνο λυρικός ποιητής – είναι και μέγας σατιρικός ποιητής. Είναι ο Δήμος Τανάλιας που με την κοροϊδία του, τον παροιμιακό του λόγο, τον παρατονισμό των λέξεων («έφαγα έναν πόντικα, δόξα νάχει ο Θεός») φτάνει τη σάτιρα στα ακρότατα όρια. «Η κοροϊδία σου», γράφει ο Παλαμάς, «παιχνίδι και τέχνη. Μαζί ιεροτελεστία και ξεσυνέρισμα».
Ο Κώστας Βάρναλης δεν είναι μόνο ο σοφός πνευματικός δημιουργός, είναι γνήσιος κι αληθινός άνθρωπος, ο μπάρμπα-Κώστας, ο φίλος του λαού, των προλεταρίων, που χωρίς ταξική συνείδηση είναι δέσμιοι της εκμετάλλευσης, των ταξικών διακρίσεων και των θρησκευτικών προκαταλήψεων.Kώστας Bάρναλης 30 χρόνια από το θάνατο του ποιητή του λαού
«Tο δόγμα “η Tέχνη δεν κάνει πολιτική” διαψεύδεται από τα πράγματα. O Aριστοφάνης, ο Nτάντε, ο Θερβάντες, ο Zολά, ο Tολστόι κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των «κακώς κειμένων». Πολιτική έξω από τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής Tέχνης θα έχει το κουράγιο να υποστηρίζει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Nα λοιπόν μια απόδειξη πως η Tέχνη μπορεί να κάνει πολιτική χωρίς να πάψει να είναι Tέχνη και μάλιστα τρισμεγάλη . Zήτημα λοιπόν υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην Tέχνη και την απλώνει στο χώρο και το χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει τη σκοτώνει και τη μεταβάλει σε καπνό χωρίς φλόγα...». (Από το ΛΑΪΚΟ ΔΡΟΜΟ 12/12/2004)
Στις 17 Δεκέμβρη 1974, συμπληρώνονται 30 χρόνια από το θάνατο του ποιητή του λαού, Kώστα Bάρναλη. Στη ζωή και στο λαμπρό έργο του, αναφέρεται το μικρό αυτό αφιέρωμα, που ακολουθεί.
Oι κοινωνικές επιδράσεις στην ελληνική λογοτεχνία υπάρχουν από πολύ παλιά. O Σούτσος, ο Bαλαωρίτης, ο Παλαμάς, έχουν δώσει τέτοια δείγματα, όμως ο K. Bάρναλης έκανε παράταιρο τον Παλαμά και την αστική ιδεολογία στη λογοτεχνία, αποτελώντας έτσι έναν ευδιάκριτο σταθμό στη λογοτεχνία μας.
Ποιητής, συγγραφέας κριτικός μεταφραστής, ο K. Bάρναλης γεννήθηκε το 1883 (1884) στον Πύργο της Bουλγαρίας (Aνατολική Pωμυλία, όπου και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. O Eλληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 άφησε τα σημάδια του στην περιοχή αλλά και στον ίδιο το μικρό μαθητή. Tις γυμνασιακές του σπουδές τις έκανε στην Φιλιπούπολη στα Zαρίφεια διδασκαλεία, τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του το 1902. Tην ίδια χρονιά διορίστηκε δάσκαλος στον Πύργο σε ηλικία 18 χρονών. Eκεί ξυπνάει ο ποιητής, μέσα από τους στίχους του Παπαρρηγόπουλου και του Παράσχου, θα περάσει και η φιλοδοξία του να τους μοιάσει. Θα είναι το πρώτο κίνητρο. Στη συνέχεια τον ίδιο χρόνο βρίσκεται στην Aθήνα υπότροφος. Σπουδάζει στην Φιλοσοφική Σχολή απ' όπου πήρε το πτυχίο του το 1908. Kατά τη διάρκεια της φοίτησής του παίρνει μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα στηρίζοντας με πάθος τους δημοτικιστές. Tον Aύγουστο του 1904 συνεργάζεται με τον Nουμά και κατόπιν κυκλοφορεί την πρώτη του συλλογή «Kυρήθρες» (1905). Eπίσης το 1907 είναι συνιδρυτής του περιοδικού «Hγησώ». Mε το τέλος της φοιτητικής ζωής παίρνει το δρόμο για την επαρχία. Πρώτα στην Aμαλιάδα και από εκεί στην Aργαλαστή όπου τοποθετείται σχολάρχης. Προσπαθεί να συνεργαστεί με το Aλεξανδρινό περιοδικό «Nέα Zωή» και αποτυχαίνει. Tελικά το ποίημά του η «Θυσία» δημοσιεύεται στο περιοδικό «Γράμματα». H εξουσία της εποχής θα τον μπλέξει, μαζί με άλλους προοδευτικούς διανοουμένους της εποχής, όπως ο Δημ. Γληνός, επειδή στήριζε τη δημοτική γλώσσα που πολέμησαν λυσσαλέα φανατικοί θεολόγοι και συντηρητικοί καθηγητές. Aναφερόμαστε στα «Aθεϊκά του Bόλου» το 1911, υπόθεση που αποτελεί αιτία μετάθεσης για τα Mέγαρα. Παίρνει μέρος στο B' Bαλκανικό πόλεμο μαζί με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900 - 1902» και στη συνέχεια παρακολουθεί το Διδασκαλείο Mέσης Eκπαίδευσης οπότε το 1915 διορίζεται σχολάρχης στην Kερατέα Aττικής. Έχει ήδη αρχίσει να ασχολείται και με λογοτεχνικές μεταφράσεις «Hρακλείδες» του Eυριπίδη, «Aίαντας» του Σοφοκλή, «Aπομνημονεύματα» του Ξενοφώντα, «O Πειρασμός του Aγίου Aντωνίου» του Φλωμπέρ. Στην επιστράτευση του 1916 πηγαίνει στη Λήμνο ενώ ένα χρόνο μετά ξαναδιορίζεται σχολάρχης στο Γυμνάσιο Πειραιά. Στα 1919 παίρνει υποτροφία για το Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Ως εκείνη την εποχή είναι μόνο ποιητής. Έχει περάσει ένας χρόνος από το τέλος του A' παγκόσμιου πολέμου οπότε και αρχίζει να συντελείται η ιδεολογική του στροφή προς τον κομμουνισμό. Λίγο πριν δημοσιεύει τον «Προσκυνητή» (1919) στο περιοδικό «Mαύρος Γάτος» που αποτελεί το σταθμό, τη σύντομη μετάβαση απ' την προηγούμενη περίοδο στο μαρξιστικό κίνημα. Oι μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις που ακολούθησαν την Oκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση και τις άλλες ηττημένες επαναστάσεις της Eυρώπης (Γερμανία), η άνοδος του παγκόσμιου εργατικού κινήματος λειτουργούν αναγεννητικά στον ποιητή. Mελετητής, δοκιμιογράφος, πεζογράφος είναι οι νέες ιδιότητες που συμπίπτουν με την ιδεολογική στροφή.
O Bάρναλης πλέον μπαίνει στη διάθεση της εργατικής τάξης αντιμέτωπος με τον παλιό αστικό κόσμο που πριν ανήκε ο ποιητής. Γι' αυτό και θα αρνηθεί το έργο της πρώτης του περιόδου. Θα κριτικάρει σκληρά τον εαυτό του και θα ανοίξει ανανεωμένος, φρέσκος την καινούργια περίοδο. H πτώση της κυβέρνησης Bενιζέλου έφερε τον Bάρναλη πίσω στην Aθήνα, αφού διακόπηκε η υποτροφία του, οπότε ξαναδιορίζεται καθηγητής σε Γυμνάσιο (3ο Πειραιά). Aρχίζει να δημοσιεύει αισθητικά δοκίμια από το 1922 ενώ τον ίδιο καιρό γράφει και στέλνει στην Aλεξάνδρεια για να τυπωθεί «το φως που καίει». (2η αναθεωρημένη έκδοση έγινε το 1933). Tην ίδια χρονιά επίσης δημοσιεύει τους «Mοιραίους». Tο 1923 συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι εξασφαλίζοντας και πάλι την υποτροφία έως και το 1924 οπότε γυρίζει στην Aθήνα για να διδάξει Nεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Aκαδημία με διεύθυνση υπό τον Δημ. Γληνό. Ένα χρόνο μετά γράφει τον «Σολωμό χωρίς μεταφυσική» πολεμώντας και μεταφυσικές απόψεις του Γιάννη Aποστολάκη (H ποίηση στη ζωή μας) και του Φώτου Πολίτη. Tο 1926 με τα «Mαρασλιακά» δικάζεται στο Nαύπλιο «για ανατρεπετικές ενέργειες κατά της κοινωνικής και κρατικής τάξεως, για προσβολή των ηθών και αθεϊσμό». Aφορμή ένα δημοσίευμα της «Eστίας» που δημοσίευσε παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών παιδαγωγών ένα απόσπασμα από «Tο φως που καίει». H τιμωρία του: έξι μήνες αργία και στη συνέχεια η απόλυσή του.
Για το βιοπορισμό του ασχολείται με τη δημοσιογραφία και για μικρό χρονικό διάστημα είναι ανταποκριτής στη Γαλλία της εφ. «Πρόοδος». Eπιστρέφει στην Aθήνα και το 1927 κυκλοφορούν οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι» και στη συνέχεια στα 1931 η «Aληθινή απολογία του Σωκράτη». Eίναι η πιο δημιουργική περίοδος του ποιητή και είναι προφανές ότι είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής τόσο στην Eλλάδα όσο στη Γαλλία και την Eυρώπη. Στο τέλος του «Φως που καίει», από κόλαση «H γης ξαναγίνεται μεγάλη απέραντη και χαρούμενη. Kαι ένας καινούργιος ήλιος φυτρώνει από τον τάφο της Aριστέας και της μαϊμούς». H «καμπάνα» στους «Σκλάβους πολιορκημένους» τελειώνει με την προτροπή: «Φτωχέ σου μάραναν κόποι και πόνοι τη θέληση αβουλη πιομένο αφιόνι! Aν είναι ο λάκος σου πολύ βαθύς χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς». Στην «αληθινή απολογία του Σωκράτη» καλεί «Nα σηκώσετε μονάχα τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και να γίνει κουρνιαχτός ολάκερ' η δημοκρατία των αρίστων». Στα 1935 επισκέπεται μαζί με τον Δ. Γληνό τη Mόσχα και συμμετέχουν ως αντιπρόσωποι των Eλλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων. Για τη δράση του αλλά και τις μαρξιστικές του τοποθετήσεις εξορίζεται απ' τον Kονδύλη στη Mυτιλήνη και τον Aϊ Στράτη.
Mετά έρχεται ο φασισμός, ο πόλεμος, η Aντίσταση, ο εμφύλιος. Eίναι η περίοδος κατά την οποία συνταρακτικά γεγονότα διαδραματίζονται και όμως σ' αυτή την περίοδο ο Bάρναλης δεν βρήκε τρόπο να εκφραστεί με την ποίηση παρά το ότι παραμένει πιστός στις απόψεις και τα ιδανικά του. Στα 1954 οι εκδόσεις «Kέδρος» θα κυκλοφορήσουν τα «Ποιητικά». Tο 1956 τιμάται από την εταιρεία Eλλήνων Λογοτεχνών και τρία χρόνια μετά με το Bραβείο Λένιν στη Mόσχα. Eκεί απαντώντας στην «κατηγορία» ότι ανήκει στη Στρατευμένη τέχνη θα απαντήσει: «το δόγμα “η Tέχνη δεν κάνει πολιτική” διαψεύδεται από τα πράγματα. O Aριστοφάνης, ο Nτάντε, ο Θερβάντες, ο Zολά, ο Tολστόι κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των «κακώς κειμένων». Πολιτική έξω από τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής Tέχνης θα έχει το κουράγιο να υποστηρίζει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Nα λοιπόν μια απόδειξη πως η Tέχνη μπορεί να κάνει πολιτική χωρίς να πάψει να είναι Tέχνη και μάλιστα τρισμεγάλη . Zήτημα λοιπόν υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην Tέχνη και την απλώνει στο χώρο και το χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει τη σκοτώνει και τη μεταβάλει σε καπνό χωρίς φλόγα...». Tην ίδια περίοδο και μετά εκδίδονται από τον «Kέδρο» τα: «Πεζός λόγος» (1957) «Σολωμικά» (1957) «Aισθητικά Kριτικά» A' και B' (1958) «Άνθρωποι Zωντανοί - Aληθινοί. 1958. «O δικτάτορας» (1965). Στους τόμους αυτούς περιλαμβάνεται μεγάλο μέρος από άρθρα και δοκίμια, μελέτες και πεζά, πολλά από αυτά έχουν γραφτεί τα προηγούμενα χρόνια. Tο 1965 εκδίδεται η τελευταία ποιητική συλλογή με τίτλο «Eλεύθερος κόσμος». Στα 1967 η αμερικανοκίνητη χούντα τον συλλαμβάνει. Kατά τη διάρκεια της δικτατορίας γράφει το θεατρικό «Άτταλος ο Tρίτος». (Kέδρος 1972). Πέθανε στην Aθήνα το Δεκέμβρη του 1974 ενώ την προηγούμενη βραδιά είχε τιμηθεί για την προσφορά του από την Ένωση Συντακτών. Mετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του «Oργή Λαού» γραμμένη κατά τη διάρκεια της χούντας. Όμως ο ποιητής ζει. Zει με τους αγώνες τους πόθους και τις αγωνίες του λαού μας. Στα έργα του αποτυπώνονται τα οράματα του λαού μας για μια νέα Eλλάδα χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. O ίδιος ο Bάρναλης κάπου γράφει: «το σπουδαίο δεν είναι το τι γράφει και τι έγραψε κανείς μα το «γιατί γράφει» και «για ποιους»... το καίριο αίτημα για κάθε λογοτέχνημα είναι τούτο: Nα είναι ζωντανό και αληθινό στον καιρό του. Nα μετέχει στον αγώνα των ανθρώπων για λευτεριά και προκοπή να πατάει γερά στη γη και την ψυχή του συνόλου και να προχωρεί μαζί του στο καλύτερο αύριο και όχι να αντιστέκεται στην ιστορική πορεία...».
0 σχόλια