Μνημονεύοντας τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου
«Αγγούρι η παγκόσμια χρηματαγορά»
Μνημονεύοντας τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου Ηταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αγωνιστής της Αριστεράς -και ως άνθρωπος, στις προσωπικές του σχέσεις, ευφυής, ετοιμόλογος, ευχάριστος.
Είναι ο Δημήτρης Χριστοδούλου, που έφυγε από τη ζωή πριν από είκοσι χρόνια, 5 Μαρτίου 1991, στα 67 του, από καρκίνο του αίματος. Κι αυτός, όπως ο ομότεχνός του Νίκος Καρούζος (που πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1990 στα 64 του), χωρίς σύνταξη και ιατρική περίθαλψη. Στην αρχή σε κάποιο ράντσο στο «Λαϊκό Νοσοκομείο» και στη συνέχεια, έπειτα από παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη (υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη), στο «Υγεία», όπου και κατέληξε.
Ο ποιητής
Ακουστός πριν από τη δικτατορία (από τότε και η προσωπική γνωριμία) κυρίως από τους θαυμάσιους στίχους που είχαν μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης («Βράχο βράχο», «Βραδιάζει», «Καημός», «Γωνιά γωνιά»), ο Μάνος Λοΐζος («Καλημέρα ήλιε»), ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Λίνος Κόκοτος. Βρεθήκαμε και στο Παρίσι, στη χούντα (σε κάτι ατελείωτες συζητήσεις στον Κήπο του Λουξεμβούργου) -είχε εξοριστεί στον Εμφύλιο- προτίμησε την αυτοεξορία. Μετά στις εφημερίδες (κυρίως στην παρούσα) να φέρνει τα βιβλία του, να κουβεντιάζουμε -είτε για κάποια συνέντευξη είτε στο έτσι, καθώς ήταν γλαφυρότατος συνομιλητής. («Δες κατάντημα αυτής της πόλης, αυτής της χώρας: τα περισσότερα πνευματικά και καλλιτεχνικά στέκια έχουν γίνει τράπεζες!», σχολίαζε σε κάποιο περίπατό μας Πανεπιστημίου και Σταδίου).
Οντας άρρωστος, σε επίσκεψη στο νοσοκομείο είχαμε μιλήσει (συνέντευξη στην «Κυριακάτικη Ε», 21 Οκτωβρίου 1990), με αφορμή τόσο τη δική του περίπτωση όσο και του φίλου και ομοτέχνου του Νίκου Καρούζου που είχε νοσηλευτεί με χαρτί απορίας, για τη μοίρα του απροστάτευτου ποιητή:
«Δεν είναι κρίμα ένας άνθρωπος που έχει χαρίσει την ευαισθησία του στην κοινωνία να δοκιμάζεται τόσο σκληρά; Απορος, ποιος; Ο Νίκος Καρούζος! Εδώ αρχίζει η πρόκληση, εδώ πρέπει να καταλάβουμε ότι είμαστε κοινωνία η οποία ενδιαφέρεται για την ύπαρξη όντων πίσω από τα φαινόμενα ή είμαστε μια απλοϊκή κοινωνία, επίπεδη, της οποίας δεν αξίζουν λιβάδια, αλλά κόντρα πλακέ. Ποιος θα σώσει τη γλώσσα; Ποιος τη συνέχεια της παράδοσης και της σκέψης; Ποιος την ταυτότητα του έθνους; Δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να πω: ακόμα και ο έσχατος των πνευματικών ανθρώπων αυτής της χώρας. Τι μπορεί να γίνει; Βεβαίως θα ήταν αστείο να προτείνω πως μέσα στον προϋπολογισμό του υπουργείου Εθνικής Αμυνας πρέπει να ενταχθεί κι ένα ποσοστό για τον πολιτισμό. Ωστόσο σοβαρεύομαι, διότι τα μέτωπα άμυνας μπροστά σ' αυτό το σκοτάδι το σημερινό είναι πολλαπλά και χρειάζονται πολλαπλή παρέμβαση».
Οι τοκογλύφοι
Και περνάμε στην προσφιλή του ενασχόληση:
«Αλλά ευτυχώς υπάρχει η ποίηση. Το ποιητικό φαινόμενο σαν ένα φαινόμενο ουσιαστικής συντήρησης και γλώσσας, σαν συνεκτικό στοιχείο των ιστορικών και των νεότερων κοινωνικών μονάδων, πέρασε την εντονότερη φάση του τον 19ο αιώνα, για ν' αποδείξει την ύπαρξη του έθνους. Μετά τον 20ό αιώνα δεν πέρασε κρίση η ποίηση, πέρασε η γλώσσα. Μια γλώσσα που είχε φτιαχτεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο -ψεύτικη, ανακόλουθη, ρητορική. Ωστόσο η ποίηση παράγεται και θα παράγεται. Το ζητούμενο είναι αν λειτουργεί κι αν θα συνεχίσει να λειτουργεί. Είναι αμφίβολο. Τι μέλλει γενέσθαι; Αλλοι θα την αντιμετωπίζουν σαν μουσειακό είδος κι άλλοι σαν το άλας της γης. Κι ας πούμε ότι εδώ κρίνεται μια ελπίδα για την πνευματική μας ζωή».
Υπάρχει φυσικά και το τραγούδι:
«Είναι βέβαια αστείο να πούμε πόσο πανάρχαιος φίλος και σύντροφος είναι. Ομως υπέστη κι αυτό τις μεταστάσεις, τις καταστροφές, "το φάγωμα των μαλαμάτων από το πρόσωπό της", όπως λέει κι ο ποιητής, από την εμπορευματοποίηση και τη συνακόλουθη υπερπαραγωγή, με τις εταιρείες, στις οποίες εν μέρει οφείλεται η αποβλάκωση της χώρας».
Και η έγνοια του -προφητική- για το αύριο του τόπου:
«Η αναζήτηση κεφαλαίων στην παγκόσμια χρηματαγορά είναι ένα αγγούρι, που βρήκε το χωράφι ν' αναφυεί. Συνεπώς δίνουμε τη μάχη με τους τοκογλύφους, με απρόβλεπτες συνέπειες. Από εδώ κι εμπρός η πολιτική μας ζωή, εάν δεν καταλάβουμε, θα είναι περιστασιακή και άκρως επικίνδυνη. Δηλαδή ξέφραγο αμπέλι. Αυτή είναι η αγωνία μου».
Λίγες ημέρες μετά την κουβέντα μας, μιλούσαμε από το τηλέφωνο για τον Ρίτσο και τον Μινωτή που πέθαναν την ίδια ημέρα, αλλά και για τον Τάσο Βουρνά που τον βρήκε ο θάνατος στον ύπνο.
Ωραίος θάνατος, λέω.
«Τι ωραίος; Είναι δυνατό να πεθάνεις και να μην ξέρεις ότι πέθανες;».
Εγινε όμως και έφυγε κι ο ίδιος στον ύπνο του.
0 σχόλια