Ενα, δύο, τρία, πολλά ονόματα.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ "ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ" ΣΤΟΥΣ "ΣΚΟΠΙΑΝΟΥΣ"
Ενα, δύο, τρία, πολλά ονόματα
Το ακούσαμε τόσες φορές, που στο τέλος θα το πιστέψουμε κιόλας: από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα, η Μακεδονία ήταν μία και ελληνική, οι δε Μακεδόνες αποκλειστικά Ελληνες. Ευτυχώς που υπάρχουν αρχεία και βιβλιοθήκες, για να μας θυμίζουν ότι η "εθνική γραμμή" στο ζήτημα "του ονόματος" ήταν κατά καιρούς πολύ διαφορετική.
Η πρόσφατη αναζωπύρωση του Μακεδονικού με αφορμή τις προτάσεις Νίμιτς μπορεί να ήταν βραχύβια, επιτρέπει όμως την εξαγωγή δύο βασικών συμπερασμάτων.
Το πρώτο αφορά τη στρατηγική ήττα της πολιτικής των συλλαλητηρίων. Χάρη στην "εθνικά υπερήφανη" αδιαλλαξία που υπαγόρευσαν οι εγχώριοι εθνικόφρονες κι έσπευσε να υιοθετήσει η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, η γειτονική μας χώρα κατοχυρώθηκε πια στην παγκόσμια συλλογική συνείδηση ως Δημοκρατία της Μακεδονίας. Πολύ αργά για δάκρυα: η ρευστότητα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, που επέτρεπε την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής ονομασίας βασισμένης στην πραγματικότητα (όπως η "Νέα Μακεδονία" των προτάσεων Πινέιρο το 1992) ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Οπως στο παρελθόν ανήκει και η Γιουγκοσλαβία, όπου παραπέμπει η (αιωνίως "προσωρινή") ακροστιχίδα ΠΓΔΜ.
Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά τις εγχαράξεις της εθνικιστικής υστερίας του 1992-94 στην εγχώρια συλλογική συνείδηση. Η προσαρμογή της κοινής γνώμης στην ιδέα ενός συμβιβασμού υπακούει μεν στην ανάγκη συμβίωσης με τους γείτονές μας, ουδόλως όμως αναθεωρεί τα κυρίαρχα στερεότυπα για το υπόβαθρο του ζητήματος - με αποτέλεσμα, η όλη ρεαλιστική στροφή να κουκουλώνει απλώς έναν "αδικαίωτο" εθνικισμό, αναζωπυρώσιμο σε κάθε ευκαιρία.
Δύο πάγια στοιχεία της επιχειρηματολογίας, ακόμη και όσων αντιπαρατίθενται δημόσια με τους βραδυπορούντες "μακεδονομάχους", επιβεβαιώνουν αυτή την απουσία ουσιαστικής και εκ βάθρων επανεξέτασης του όλου ζητήματος:
1. Η γενικευμένη πεποίθηση ότι "Μακεδονία" και "Μακεδόνες" πρωτοεμφανίστηκαν στα βόρεια σύνορά μας μόλις το 1944, βάσει πολιτικών σχεδιασμών του Τίτο και χωρίς να έχει προηγηθεί η μακροχρόνια εκείνη διαδικασία αποκρυστάλλωσης μιας συλλογικής συνείδησης που αποκαλούμε "εθνογένεση". Η "αυθαίρετη" κατασκευή της νέας εθνότητας θεωρείται δεδομένη -αυτό που μένει, μισόν αιώνα μετά, είναι ν' αποδεχθούμε το "τετελεσμένο" των επιπτώσεών της.
2. Η αποδοχή του "γεωγραφικού" χαρακτηρισμού της ΠΓΔΜ ως (μιας ακόμη) Μακεδονίας, με παράλληλη διατήρηση της θεωρίας περί "ψευτοέθνους". Εντυπωσιακή είναι επ' αυτού η πρόσφατη στροφή του ΚΚΕ, του μόνου πολιτικού κόμματος που δικαιούται να καμαρώνει για την έγκαιρη αντίστασή του στις εθνικιστικές κορόνες την εποχή των συλλαλητηρίων. "Εφόσον τελικά φθάσουν τα πράγματα να υπάρχει μια συμφωνία που περιέχει τον όρο 'Μακεδονία'", δήλωσε χαρακτηριστικά η Αλέκα Παπαρήγα μετά τη συνάντησή της με τον Πέτρο Μολυβιάτη, "είναι φανερό ότι θα είναι ένας όρος με καθαρά γεωγραφική έννοια, χωρίς καμία εθνοτική διάσταση" ("Ριζοσπάστης" 9.4.05). Η χώρα μπορεί ν' αποκτήσει όνομα, οι κάτοικοί της όμως όχι.
Κι όμως, η μελέτη του παρελθόντος θα είχε πολλά να μας διδάξει για την αυθαιρεσία των παραπάνω θεωρημάτων. Δεν χρειάζεται να πάμε μέχρι το Μεγαλέξανδρο -αρκεί η επισκόπηση των δυο τελευταίων αιώνων, αφότου δηλαδή (με τη μεταλαμπάδευση της "αρχής των εθνικοτήτων" στην "καθ' ημάς Ανατολή") γεννήθηκε το Μακεδονικό ζήτημα. Ούτε είναι ανάγκη να καταφύγουμε σε κείμενα ύποπτης προέλευσης: οι καλύτερες αποδείξεις της εθνικής μας τύφλωσης, όταν με στεντόρεια φωνή απευθύναμε στην Οικουμένη την προτροπή "Study History!", βρίσκεται εδώ, στα ίδια τα ντοκουμέντα της κατά καιρούς "εθνικά ορθής" ιστοριογραφίας και πολιτικής φιλολογίας.
Η ονομασία των σλαβόγλωσσων χριστιανών της ευρύτερης Μακεδονίας έχει γνωρίσει στη χώρα μας μια πλειάδα επίσημες ή ημιεπίσημες παραλλαγές, καθεμιά απ' τις οποίες αντιστοιχούσε σε διαφορετική συγκυρία και φιλοδοξούσε να ανταποκριθεί σε διαφορετικές διπλωματικές ανάγκες και συσχετισμούς. Δεν πρόκειται για "ιστορικά λάθη" ή "αβλεψίες", όπως θέλει μια πρωθύστερη (κι ολοκληρωτικά αντί-ιστορική) προσέγγιση. Απλά, οι εθνικές ανάγκες που έπρεπε να υπηρετηθούν κάθε φορά, εμφανίζουν μια εξαιρετική ρευστότητα στο πέρασμα του χρόνου -όπως άλλωστε και αυτό καθαυτό το "Μακεδονικό". Με αποτέλεσμα, η χθεσινή "εθνική γραμμή" να ισοδυναμεί με σημερινή "εθνοπροδοσία" και τούμπαλιν.
Ας δούμε, λοιπόν, με τη σειρά πώς "έπρεπε" να ονομάζονται κάθε φορά οι ακατανόμαστοι βόρειοι γείτονές μας (και, με κατά καιρούς διαφοροποιήσεις, οι ομόγλωσσοί τους συμπολίτες μας.
"Ελληνοβούλγαροι" και "Βουλγαροσλάβοι"
Μέχρι τα μέσα του ΙΘ΄ άι., οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας ήταν γνωστοί στους ελληνόφωνους γείτονές τους (και στην ελληνική φιλολογία) ως "Βούλγαροι". "Οι Βούλγαροι από τας όχθας του Ιστρου ή του Δουνάβεως φθάνουν από τον έν μέρος μέχρι Κων/λεως και από το άλλο μέχρι της Ηπείρου και Θεσσαλίας", διαβάζουμε π.χ. στην "Απολογία" του Ιγνάτιου Ουγγροβλαχίας (1815). "Εις τα βόρεια της Μακεδονίας και της Θράκης είναι και πολλοί Βούλγαροι", σημειώνουν το 1791 στη "Νεωτερική Γεωγραφία" τους οι Δημητριείς, "Βουλγάρους" βρίσκει η "Χρονογραφία" του Παναγιώτη Αραβαντινού (1857) στις περιοχές Πελαγονίας, Φλώρινας, Πρεσπών, Ναούσης και Οχρίδας.
Δεν πρόκειται για "εθνικό" χαρακτηρισμό, με τη σημερινή έννοια του όρου, αλλά για την υποδήλωση μιας γλωσσοπολιτισμικής κατηγορίας που υπάγεται στο ευρύτερο "γένος των Ρωμαίων". Ενας "Βούλγαρος" μπορεί να είναι ταυτόχρονα "Ελληνας", χωρίς την παραμικρή αντίφαση. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται άλλωστε αδιαφοροποίηστα για να περιγράψει το σύνολο των βαλκάνιων Σλάβων. Σέρβοι αγωνιστές του '21, όπως ο βελιγραδινός Χατζηχρήστος Ντάνκοβιτς, θα περάσουν έτσι στη χρονογραφία του Αγώνα ως "Βούλγαροι", όπως και ουκ ολίγοι Μακεδόνες συμπολεμιστές τους.
Η πρώτη αναπροσαρμογή της ορολογίας ακολουθεί την εμφάνιση ενός "σλαβοβουλγαρικού" εθνικού κινήματος, με στόχο την απόσπαση των σλαβόφωνων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την κηδεμονία του ελληνόγλωσσου Πατριαρχείου. Καθώς όμως αντίπαλος του ελληνικού εθνικισμού δεν θεωρείται ο βουλγαρικός ομόλογός του αλλά ο "πανσλαβισμός", η "βουλγαρική" ταυτότητα της επίμαχης πληθυσμιακής ομάδας δεν αμφισβητείται. Για τις ελληνικές προξενικές εκθέσεις της δεκαετίας του 1870, η διάκριση αφορά από τη μια τους "Ελληνοβουλγάρους" ή "ελληνοφρονούντας" των "φιλελληνικών κοινοτήτων", κι από την άλλη τους "βουλγαροσλαύους" ή "βουλγαριστάς" των "πανσλαβικών σπειρών".
"Βούλγαροι" και "Βουλγαρόφωνοι"
Η επόμενη αλλαγή θα έρθει με τη σύσταση του βουλγαρικού κράτους (1878). Στο εξής, στη Μακεδονία η λέξη "Βούλγαρος" δεν υποδηλώνει το σλαβόφωνο χριστιανό εν γένει, αλλά τον δεδηλωμένο οπαδό της Βουλγαρικής Εξαρχίας, του εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού μηχανισμού που ανταγωνίζεται το Πατριαρχείο και το Ελληνικό Βασίλειο στη μάχη για την κατάκτηση "του εδάφους των ψυχών" των αλύτρωτων Μακεδόνων. Οσοι από τους τελευταίους παραμένουν στο Πατριαρχείο, αποκαλούνται πια από τον ελληνικό μηχανισμό απλώς "Βουλγαρόφωνοι" -επιθετικός προσδιορισμός που υπονοεί, όταν δεν υποδηλώνει ρητά, το ουσιαστικό "Ελληνες".
Πέρα από τον προπαγανδιστικό της χαρακτήρα, η νέα ορολογία αντιστοιχεί σε μια νέα πραγματικότητα: το μετασχηματισμό ενός μέρους της επίμαχης γλωσσοπολιτισμικής ομάδας σε εθνική. Για τους απέναντι εθνικιστές, πάλι, όλοι οι σλαβόφωνοι είναι Βούλγαροι -κι όσοι αρνούνται να προσχωρήσουν στην Εξαρχία, απλά "ελληνομανείς" (γρεκομάνοι).
Παρά τη γενικευμένη χρήση της, η διάκριση "Βουλγάρων" και "βουλγαροφώνων" δεν υπήρξε πάντως απόλυτη. Στον καθημερινό λόγο των ελληνόφωνων πληθυσμών, οι σλαβόφωνοι εξακολουθούν συνήθως ν' αποκαλούνται "Βούλγαροι", ονομασία που κάποτε παρεισφρέει και στα επίσημα έγγραφα. Κατά το Προξενείο Θεσ/νίκης λ.χ., "το Ασβεστοχώριον είναι χωρίον κατοικούμενον υπό Βουλγάρων οίτινες αναγνωρίζουσι το Πατριαρχείον και δι' ελληνικών γραμμάτων εκπαιδεύουσι τα τέκνα των, αποκρούσαντες μέχρι τούδε την σύστασιν βουλγαρικών σχολείων" (Εν Θεσ/νίκη 9.9.1886, αρ.144 εμπ.). Το Προξενείο Μοναστηρίου, πάλι, κατατάσσει στις "εν ενεργεία βουλγαρικάς συμμορίας" ακόμη και την ομάδα του σλαβόφωνου μακεδονομάχου καπετάν Κώττα (Εν Μοναστηρίω 18.2.1904, αρ.109).
"Μακεδόνες" και "μακεδονίζοντες"
Η τρίτη αναθεώρηση θά 'ρθει στις αρχές του εικοστού αιώνα, ως συνέπεια δύο διαφορετικών παραγόντων. Ο ένας είναι η συνεχιζόμενη "ρευστότητα" των εθνικών προσανατολισμών μεγάλης μερίδας του επίμαχου πληθυσμού. Ο άλλος, η προσφυγή του ελληνικού μηχανισμού στη γοητεία της αρχαιομακεδονικής κληρονομιάς, με την επιστράτευση του Μεγαλέξανδρου και την προσπάθεια να πειστούν οι σλαβόφωνοι γηγενείς πως είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων (η δε γλώσσα τους, μια "σλαβοφανής" μετεξέλιξη της αρχαίας μακεδονικής). Τελικό αποτέλεσμα: η μετονομασία των "Βουλγαρόφωνων" σε "Μακεδόνες".
Η εξωστρεφής χρήση του όρου είναι περισσότερο ορατή, με ακραίες εκδοχές την εκτύπωση σλαβόγλωσσων "Προφητειών του Μεγαλέξανδρου" από τους μακεδονομάχους επιτελείς της Θεσσαλονίκης ή την έκδοση προκηρύξεων του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου της Αθήνας "προς τους αδελφούς μας Μακεδόνας" ("Ζα νάσητε μπράτε Μακεντόντση").
Εντελώς άγνωστος παραμένει, αντίθετα, ο ενδοϋπηρεσιακός προβληματισμός της εποχής, με πρωταγωνιστή μάλιστα το κατεξοχήν αρμόδιο στέλεχος: τον στρατιωτικό ακόλουθο της ελληνικής πρεσβείας στην Κων/λη και βασικό χαρτογράφο του ελληνικού μηχανισμού, Πάτροκλο Κοντογιάννη. Δημιουργός των πασίγνωστων χαρτών του 1904 με τα σχολεία της Μακεδονίας κι επιφορτισμένος με την κατάρτιση ενός "εθνογραφικού" χάρτη που να αντανακλά τις ελληνικές θέσεις, ο Κοντογιάννης θα εκφράσει την αδυναμία του να χαράξει "εθνολογικές" διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό ενός ενιαίου σλαβόφωνου πληθυσμού. Τα συμπεράσματά του καταλήγουν σε διατυπώσεις που σήμερα θα θεωρούνταν μάλλον επιλήψιμες:
"Εν τοις χωρίοις της Μέσης Μακεδονίας δεν είναι δυνατόν να γίνη εθνογραφική διαφορά, αφού εθνογραφικώς δεν είναι δυνατόν εκ δύο αδελφών να είναι ο μεν Ελλην ο δε Βούλγαρος, δεν είναι δυνατόν δύο αδελφοί ν' ανήκωσι εις φυλάς διαφόρους. Ούτω η διάκρισις εις σχισματικούς και ορθοδόξους δεν δύναται να δικαιολογήση πράγματι διάκρισιν εθνοτήτων, Βουλγαρικής και Ελληνικής. Της φυλετικής δε υποστάσεως ούσης ενιαίας εν τοις χωρίοις της Μέσης Μακεδονίας, ήθελον είναι κατ' εμέ ορθότερον εάν οι κάτοικοι αυτών απεκαλούντο οι μεν ορθόδοξοι Βουλγαρόφωνοι, Μακεδόνες Ελληνίζοντες, ως ακολουθούντες την Ελληνικήν Εκκλησίαν και στέλλοντες τα τέκνα αυτών εις τα ελληνικά σχολεία, οι δε σχισματικοί Μακεδόνες Βουλγαρίζοντες, ως ακολουθούντες την βουλγαρικήν εκκλησίαν και πέμποντες τα τέκνα αυτών εις τα βουλγαρικά σχολεία. Η εθνότης δε είναι η αυτή και εις τας δύο ταύτας κατηγορίας, ήτοι η Μακεδονική" ("Εκθεσις περί Μακεδονίας Β΄. Θεσσαλονίκη-Σκόπεια", Εν Κων/λει 26.8.1905).
Διακριτικότερη ήταν η υιοθεσία αυτής της ορολογίας απ' τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της κυβέρνησης Βενιζέλου την επόμενη δεκαετία. Καλεσμένος να βεβαιώσει την καλή μεταχείριση των μειονοτήτων στις "Νέες Χώρες", ο ελβετός καθηγητής Ρούντολφ Ράις θα εισηγηθεί το 1915 την αντικατάσταση του όρου "βουλγαρόφωνοι" από την ονομασία "Μακεδόνες" ("Rapport sur la situation des bulgarophones et des musulmans dans les nouvelles provinces grecques", σ.3-4). Η έκθεσή του εκδόθηκε το 1918 στο Παρίσι, με ελληνικά έξοδα και τροποποιημένο τον αρχικό τίτλο: αντί για "την κατάσταση των βουλγαροφώνων στις νέες ελληνικές επαρχίες", οι αναγνώστες πληροφορούνταν πια για "την κατάσταση των Μακεδόνων".
Υπηρεσιακές εκθέσεις της ίδιας περιόδου επισημαίνουν την εμφάνιση ενός "μακεδονικού κόμματος" στο εσωτερικό των τοπικών κοινοτήτων. Προϊόν της κρίσης και των διαδοχικών διασπάσεων του αυτονομιστικού κινήματος των κομιτατζήδων, αλλά και των τάσεων "ξενηλασίας" που επιδεικνύει ένας πληθυσμός κουρασμένος από την αλληλοσφαγή του Μακεδονικού Αγώνα, το φαινόμενο δεν περνά απαρατήρητο. Καταγράφοντας την άνοιξη του 1913 τις εθνικές προτιμήσεις του πληθυσμού, ο μακεδονομάχος Κων/νος Μαζαράκης δεν θα παραλείψει να σημειώσει τα "μακεδονίζοντα χωρία" και κωμοπόλεις ("Γενικαί πληροφορίαι περί του εθνικού φρονήματος των εν τη ζώνη των επιχειρήσεων κατοίκων", Αρχείο Κ. Μαζαράκη, φ.7α, εγγρ.2β).
"Μακεδονοσλάβοι" και "Σλαυομακεδόνες"
Η πολιτική της διαφοροποίησης των Σλαβομακεδόνων από Σέρβους και Βουλγάρους συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια. Ο εθνολογικός χάρτης του καθηγητή Σωτηριάδη, που τυπώθηκε το 1918 στο Λονδίνο από την κυβέρνηση Βενιζέλου, υιοθετεί τον χαρακτηρισμό "Μακεδονοσλάβοι" (Macedonian Slavs), μόνον όμως για τους πρώην εξαρχικούς. Τη γαλλική εκδοχή του όρου (Slaves Macedoniens) θα προβάλει την επόμενη χρονιά το βιβλίο του διπλωμάτη Βασιλείου Κολοκοτρώνη, με αναδρομική αναφορά ώς το μεσαιωνικό βασίλειο του Σαμουήλ ("La Macedoine et l' Hellenisme", σ.206-31 & 484-504).
Σε γενικές γραμμές, πάντως, η επίσημη ορολογία του Μεσοπολέμου εμφανίζει τις ίδιες τάσεις παλινδρόμησης με τις διπλωματικές επιλογές της εποχής. Αυτή η παλινδρόμηση είναι λιγότερο ορατή στο χαρακτηρισμό των κατοίκων της "σερβικής Μακεδονίας" (οι προτεραιότητες της ελληνοσερβικής συμμαχίας επιβάλουν σεβασμό της εκεί επίσημης γραμμής, που στην "επαρχία του Βαρδάρη" δεν βλέπει παρά μόνο Σέρβους) και περισσότερο στις αναζητήσεις για την ονομασία των σλαβόφωνων πληθυσμών της Ελλάδας. Οι τελευταίοι αναγνωρίζονται αρχικά ως Βούλγαροι (1924), αργότερα ως Σέρβοι (1926) και τελικά, με την απογραφή του 1928, ως "ομιλούντες την μακεδονοσλαυϊκήν".
Για τη συνάρθρωση "εσωτερικών" και "εξωτερικών" παραγόντων, εύγλωττη είναι η αντίδραση του σερβικού Υπ.Εξ. στο ελληνοβουλγαρικό σύμφωνο του 1924: "Δεν είναι δυνατόν να παραδεχθώμεν ότι μέχρι μεν της μεθορίου γραμμής οι Σλαύοι είναι Σέρβοι και πέραν αυτής είναι Βούλγαροι. Αναγνωρίζοντες ότι οι Σλαύοι των Βοδενών και της Φλωρίνης είναι Βούλγαροι, κρημνίζομεν την βάσιν της πολιτικής μας ως προς την σερβικήν Μακεδονίαν", τουτέστιν "το δόγμα του σερβικού χαρακτήρος του σλαυϊκού πληθυσμού της" (Π. Πιπινέλης, "Ιστορία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής", Αθήνα 1948, σ.28).
Το μήνυμα ελήφθη: μιλώντας τον Ιούνιο του 1928 στην Κοινωνία των Εθνών, ο έλληνας Υπ.Εξ. Αργυρόπουλος, θα ξεκαθαρίσει ότι, παρόλο που "η μακεδονική θεωρία δεν είναι τελείως αβάσιμος", η Αθήνα "δεν δύναται να επέμβη εις τας εσωτερικάς αυτάς διαμάχας της σλαυϊκής οικογενείας" ("Ιστορικαί και διπλωματικαί μελέται", Αθήνα 1929, σ.83).
Ελεύθερη από διπλωματικούς καταναγκασμούς, η μεσοπολεμική λογοτεχνία θα τονίσει τη διακριτότητα της επίμαχης πληθυσμιακής ομάδας. "Δε θέλουν να είναι μήτε 'Μπουλγκάρ', μήτε 'Σρρπ', μήτε 'Γκρρτς'. Μονάχα 'μακεντόν ορτοντόξ'", διαπιστώνει π.χ. ο Μυριβήλης στη "Ζωή εν τάφω" για τους κατοίκους του χωριού Βελούσινα (Αθήνα 1924, σ.104-5 και 1930, σ.206). Εγκαταλείποντας το 1934 το "βαλκανικό" νότο για τον "ευρωπαϊκό" βορρά, ο Κώστας Ουράνης αποχαιρετά απ' την πλευρά του όχι μόνο "τα τσαρούχια του Ελληνα, τα γουρουνοτσάρουχα του Βουλγάρου, το άσπρο φέσι του Αλβανού, την προβατόσκουφια του Σέρβου" αλλά και "το μαύρο καλπάκι του Μακεδόνα" ("Γλαυκοί δρόμοι - Βορεινές θάλασσες", σ.59). Ως και η Πηνελόπη Δέλτα κάνει λόγο, και μάλιστα στα "Μυστικά του Βάλτου" (1937), για πληθυσμούς που "εθνική συνείδηση είχαν τη μακεδονική μονάχα" (Αθήνα 1977, σ.44).
"Σλαυόφωνοι" και "Σλαύοι"
Οι δραματικές ανατροπές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, με κυριότερη τη δημιουργία της ομόσπονδης Λ.Δ. Μακεδονίας, θα ακυρώσουν πλήρως αυτή τη συλλογιστική. Χαρακτηριστική του νέου κλίματος μπορεί να θεωρηθεί η κίνηση του (εθνικόφρονος πλέον) Μυριβήλη, να αφαιρέσει από την επανέκδοση της "Ζωής εν Τάφω" (1956) τη φράση περί "μακεντόν ορτοντόξ" (σ.228). Λιγότερο απλό θα είναι το έργο των διπλωματών, που καλούνται να συμμαζέψουν τα αποκαΐδια των εμπνεύσεων ενός ολόκληρου αιώνα.
Σε κείμενο προβολής των ελληνικών θέσεων που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο την άνοιξη του 1949, ο Α.Α. Πάλλης κάνει λόγο για "Σλαβόφωνους Μακεδόνες" (Slavophone Macedonians). Ενδιαφέρων είναι ο ορισμός που, επικαλούμενος "την τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων", δίνει στον όρο "Μακεδόνας": "κάτοικος της Μακεδονίας, ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής ή γλώσσας" ("Macedonia and the Macedonians", σ.16 & 13).
Την ίδια χρονιά, ο εμπειρογνώμων Χρ. Χρηστίδης αναφέρεται γενικά σε "Σλάβους" της ελληνικής και γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, αποφεύγοντας να αποφανθεί για τον εθνικό χαρακτήρα τους -με μόνη εξαίρεση τους "γρεκομάνους", που θεωρούνται "αναμφισβήτητα ελληνικής συνειδήσεως" ("Le camouflage Macedonien", σ.68-9).
Για "Σλαβομακεδόνες", "Μακεδονοσλάβους" και "Σλάβους της Μακεδονίας που αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες" μιλά τα επόμενα χρόνια ο εκπαιδευτής της ΚΥΠ, καθηγητής Γιώργος Ζωτιάδης, προτείνοντας τελικά στους γείτονές μας "να αυτοαποκληθούν Βουλγαρομακεδόνες ή Γιουγκοσλαβομακεδόνες" ("The macedonian controversy", Θεσ/νίκη 1961, σ.61-4). Ο γλωσσολόγος Νικόλαος Ανδριώτης θα προτιμήσει αντίθετα την περιφραστική αναφορά σε "Σλάβους του νεότευκτου κράτους των Σκοπίων" ("Το Ομόσπονδο κράτος των Σκοπίων και η γλώσσα του", Θεσ/νίκη 1960, σ.11).
Σαφέστερη υπήρξε η καθιέρωση ενιαίας επίσημης ορολογίας για την "εσωτερική" διάσταση του Μακεδονικού. Ειδική σύσκεψη του ΓΕΣ με επώνυμους εθνικούς παράγοντες κι εκπροσώπους των Υπουργείων Εξωτερικών, Εσωτερικών και Δημ. Τάξεως αποφάσισε στις 23.3.1949 "όπως οι εν Β. Ελλάδι έχοντες ως μητρικήν γλώσσαν και ομιλούντες συνήθως το γλωστόν σλαυομακεδονικόν ιδίωμα αποκαλούνται του λοιπού επισήμως 'Σλαυόφωνοι', αποκλειομένου παντός άλλου όρου". Οι κρατικές υπηρεσίες διατάχθηκαν να συμμορφωθούν για την "τήρησιν ενιαίας στάσεως επί του ζητήματος".
"Μακεδόνες ίσον Ελληνες"
Η επόμενη τομή θα σημειωθεί επί χούντας. Με απόφαση του "Συμβουλίου Εθνικής Πολιτικής" (14.10.1969), ύστερα από εισήγηση του Παπαδόπουλου, διατάχθηκε "να χρησιμοποιούνται του λοιπού οι πραγματικοί όροι 'Μακεδονία' 'Μακεδόνες'" για τους έλληνες πολίτες, χωρίς την παραμικρή αναφορά σε "Σλαυόφωνες" [sic] -έτσι ώστε οι επισήμως "ανύπαρκτοι" να καταστούν εντελώς αόρατοι, ακόμη και στους αναγνώστες των άκρως απόρρητων υπηρεσιακών φακέλων. Αντίστοιχη προσαρμογή υπέστη και η γενικότερη ορολογία: ο όρος "Ψευδομακεδονικόν" αντικαταστάθηκε με τον ελληνοπρεπέστερο "Επιβουλή κατά της Μακεδονίας", τον οποίο συναντάμε σε υπηρεσιακά έγγραφα ώς το 1982 (για να αντικατασταθεί στη συνέχεια με τον ακόμη πιο ανώδυνο "Βορειοελλαδικά θέματα").
Ως εποικοδομητικές παρουσιάστηκαν, αντίθετα, οι αντίστοιχες εισηγήσεις της δεκαετίας του '80. "Αν η Γιουγκοσλαβία υιοθετούσε τον όρο 'Γιουγκοσλάβος-Μακεδόνας' ή 'Σλαβομακεδόνας' για τους κατοίκους της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν θα υπήρχε λόγος αντιδράσεων", διαβάζουμε λ.χ. σε υπηρεσιακό μνημόνιο του 1983 (Θ. Σκυλακάκης, "Στο όνομα της Μακεδονίας", Αθήνα 1995, σ.27). Παρόμοια διατύπωση χρησιμοποιεί το 1985 ο εμπειρογνώμων του ΥΠΕΞ, Ευάγγελος Κωφός ("The Macedonian Question: the politics of mutation", σ.15) και αντιγράφει αυτολεξί το 1989 η μπροσούρα "Μακεδονία. Ιστορία και πολιτική" της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (σ.45-6).
Ωσπου, το 1992, θα επιστρέψουμε εν μία νυκτί στο ανιστόρητο παπαδοπουλικό δόγμα της "μιας (και αποκλειστικά ελληνικής) Μακεδονίας". Με εισηγητή, και τούτη τη φορά, τον (ξεπλυμένο στην εθνική κολυμπήθρα) αντιπρόεδρο της χουντικής "Συμβουλευτικής"...
Μια έκθεση του 1944
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση της εθνικής ταυτότητας των Σλαβομακεδόνων συναντάμε σε αδημοσίευτη έκθεση που συνέταξε το 1944 ο παλαίμαχος διπλωμάτης (αργότερα Υπ.Εξ. της χούντας) Παναγιώτης Πιπινέλης. Πρόκειται για ένα 30σέλιδο κείμενο στα γαλλικά, με τίτλο "Το ζήτημα μιας αυτόνομης Μακεδονίας" και στόχο την προβολή των ελληνικών θέσεων. Απευθυνόμενη στις συμμαχικές ηγεσίες κι όχι στο εγχώριο κοινό, η έκθεση διακρίνεται για το ρεαλισμό της επιχειρηματολογίας της. Η διεύθυνση του Ιστορικού Αρχείου του Υπ.Εξ. έχει αποκλείσει εδώ και χρόνια την πρόσβαση των ερευνητών στον οικείο φάκελο, αντίγραφο της "εξαφανισμένης" έκθεσης εντοπίσαμε ωστόσο στο αρχείο του ίδιου του Πιπινέλη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη:
"Η εθνικότητα των πληθυσμών που θα καλούνταν ενδεχομένως να αποτελέσουν τμήμα ενός Μακεδονικού κράτους παρουσιάζει, εξάλλου, παρόμοια πολυπλοκότητα.
Αν αφαιρέσουμε τους ελληνικούς, τουρκικούς και αλβανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, βρισκόμαστε όντως μπροστά σ' ένα σημαντικό αριθμό σλαβικών στοιχείων, ο εθνοτικός χαρακτήρας των οποίων αποτέλεσε στη διάρκεια των τελευταίων γενεών το αντικείμενο μακρών αντιπαραθέσεων και παθιασμένων αγώνων. Δεν χρειάζεται καθόλου να ξαναρχίσουμε εδώ αυτή τη φιλονικία για να διαπιστώσουμε ότι, τη στιγμή της ενσωμάτωσής τους στα διάφορα γειτονικά κράτη, οι σλαβικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας δεν διέθεταν ακόμη πλήρως μια επαρκώς καθορισμένη εθνική συνείδηση. Σέρβοι, Ελληνες και Βούλγαροι διεκδικούσαν καθένας για λογαριασμό του την εθνοτική τους προέλευση και μια φλογερή διαπάλη διεξήχθη πάνω σ' αυτό το ζήτημα, άλλοτε διά της πολιτισμικής προπαγάνδας και της εκκλησίας, και άλλοτε με λιγότερο καλοπροαίρετα μέσα, όπως οι ένοπλες συμμορίες και η εξολόθρευση των αντιπάλων.
Αυτός καθεαυτός ο πικρός ανταγωνισμός για την εθνική συνείδηση των Μακεδόνων αποδεικνύει την αδυναμία των απαρχών και των συστατικών του στοιχείων. Στην πραγματικότητα, ο αγώνας διεξήχθη σχεδόν αποκλειστικά απ' το εξωτερικό, με τον ιθαγενή πληθυσμό να περνά διαδοχικά στην επιρροή των συμμοριών που ήταν κάθε φορά περισσότερο δραστήριες στην περιοχή. [...]
Σταθεροποιώντας τα καινούρια σύνορα των βαλκανικών κρατών, οι συνθήκες του 1919 έθεσαν ωστόσο τέλος σ' αυτό τον ένοπλο αγώνα για τη μακεδονική ψυχή. Με την επέλευση της τάξης ανανεώθηκαν οι ανθρώπινες, οικονομικές και πολιτιστικές επαφές. Νέες συνήθειες, συνθήκες ζωής και τρόποι σκέψης διείσδυσαν σιγά σιγά μεταξύ των πρόσφατα ενσωματωμένων πληθυσμών, έτσι που η άμορφη κι αναποφάσιστη μάζα των σλαβικών πληθυσμών της Μακεδονίας άρχισε ν' αποκτά μορφή. Ενστικτωδώς προσανατολιζόταν στα πολιτικά κέντρα του Βελιγραδίου, της Σόφιας ή της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών. Αυτή η διαδικασία πολιτικής και ηθικής αποκρυστάλλωσης δεν μπορούσε φυσικά να ακολουθηθεί παρά μονάχα με ειρηνικές μεθόδους. Τα βίαια καταπιεστικά μέτρα που συχνά τη συνόδευσαν, αν δεν επιβράδυναν αυτή τη διαδικασία εθνογραφικής και ηθικής αποκρυστάλλωσης, οπωσδήποτε δεν συνέβαλαν και πολύ σ' αυτή. Αναπόφευκτα σε μια μεταβατική περίοδο, τα αυστηρά μέτρα δεν μπορούσαν στην πραγματικότητα να έχουν άλλο αποτέλεσμα από την απογοήτευση των δυστροπούντων και την καθυστέρηση της αφομοίωσής τους. Η προοδευτική αφομοίωση στο νέο εθνοτικό και πολιτικό περιβάλλον επιτυγχανόταν ωστόσο περισσότερο χάρη στη φυσιολογική έλξη που ασκούσαν τα νέα πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα, γύρω από τα οποία επρόκειτο να κινείται στο εξής ο μακεδονικός λαός. Κι αυτό τόσο πιο εύκολα, όσο η εθνική συνείδηση και η εθνολογική προέλευση των μακεδονικών πληθυσμών στερούνταν, όπως έχουμε δει, σε μεγάλο βαθμό έναν ξεκάθαρα καθορισμένο χαρακτήρα: η μάζα των σλαβικών πληθυσμών της Μακεδονίας μπόρεσε έτσι χωρίς μεγάλη καθυστέρηση ν' αποκτήσει γιουγκοσλαβική ή βουλγαρική φυσιογνωμία, ανάλογα με το νέο κράτος στο οποίο αυτοί είχαν συγχωνευθεί. Δεν ήταν παρά ένα υποδεέστερο τμήμα των Σλάβων της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, και οι Σλάβοι των περιοχών της Φλώρινας και της Καστοριάς στην Ελλάδα, που διατήρησαν άθικτο το πνεύμα τους της ανεξαρτησίας, καμαρώνοντας για τη 'μακεδονική' εθνικότητά τους".
(Αρχείο Π. Πιπινέλη [Γεννάδειος Βιβλιοθήκη], φ.2, P. Pipinelis, "La question d' une Macedoine autonome" [1944], σ.5-6 & 17-19).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Τάσος Κωστόπουλος, "Το όνομα του 'Αλλου': από τους 'ελληνοβούλγαρους' στους 'ντόπιους Μακεδόνες'" (στο συλλογικό "Μειονότητες στην Ελλάδα", Αθήνα 2004, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού). Αναλυτική καταγραφή της επίσημης και ημιεπίσημης ορολογίας με την οποία υποδηλώνονταν κατά καιρούς οι σλαβόφωνοι χριστιανοί της Μακεδονίας, σε συσχετισμό με τις αντίστοιχες αλλαγές στον εθνικό και πολιτικό χάρτη της περιοχής.
H.R. Wilkinson, "Maps and politics. A review of the ethnographic cartography of Macedonia" (Λίβερπουλ 1951, εκδ. Liverpool Univeristy Press). Η πληρέστερη μέχρι σήμερα επισκόπηση της χαρτογραφικής διάστασης του Μακεδονικού, με πολλές πληροφορίες για την κατά καιρούς επικρατούσα -ή προτεινόμενη- "εθνολογική" ορολογία.
Σπύρος Καράβας, "Οι χαρτογραφικές περιπέτειες του ελληνισμού' (1876-1878)" (περ. "Τα Ιστορικά", τχ. 36 [6.2002], σ.23-74 και 38 [6.2003], σ.49-112). H διαδικασία παραγωγής των κυριότερων "ευρωπαϊκών" χαρτών ελληνικής έμπνευσης, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να εικονογραφούν τον εθνικιστικό λόγο περί Μακεδονικού.
Athena Skoulariki, "Au nom de la nation. Le discours publique en Grece sur la question macedonienne et le role des medias (1991-1995)" (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Universite Paris II, Μάρτιος 2005). Εξαιρετική ανατομία του δημόσιου λόγου κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης για το "Σκοπιανό".
ΔΕΙΤΕ
Το λεωφορείο της συμφοράς (Koto tamo peva) του Σλόμπονταν Σίζαν (1981). Παρωδία της Γιουγκοσλαβίας, σαν ακυβέρνητο λεωφορείο με επιβάτες-εκπροσώπους των συστατικών εθνοτήτων της χώρας. Οταν το 1983 η ταινία προβλήθηκε στην Αθήνα, ο (στερεοτυπικός) "Μακεδόνας" της παρέας μεταμορφώθηκε από τη μετάφραση σε "Βούλγαρο".
ΙΟΣ (Ελευθεροτυπία, 5/6/2005)
Ο μπακλαβάς του Χαρίλαου
Την ίδια ώρα που ανακοινωνόταν ο θάνατος του Χαρίλαου Φλωράκη, το απόγευμα της περασμένης Κυριακής, μια διαδήλωση μελών και οπαδών του ΚΚΕ στη Φλώρινα κατέληγε σ' ένα χωράφι, όπου βρίσκονται θαμμένοι οι πεσόντες του Δημοκρατικού Στρατού από τη μάχη που έγινε στην πόλη το Φεβρουάριο του 1949. Μαζί με τους διαδηλωτές, στην εκδήλωση μετείχαν αντιπροσωπείες των κομμουνιστικών κομμάτων της Αλβανίας (ΚΚΑ) και της ΠΓΔΜ (ΚΚΜ).
Πάνω από μισός αιώνας πέρασε από τη μάχη της Φλώρινας και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Εχουν από τότε ψηφιστεί όλες οι δυνατές ρυθμίσεις «αποκατάστασης» των πληγών του εμφυλίου και έχουν αναγνωριστεί από το κράτος και την κοινωνία και οι δύο παρατάξεις που διεκδίκησαν με τα όπλα την εξουσία στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Εχουν αναγνωριστεί σε όλη την Ελλάδα. Εκτός από εκείνη την περιοχή των συνόρων στη Δυτική Μακεδονία, όπου αναμίχθηκε η υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης που επαγγέλθηκε το ΕΑΜ και το ΚΚΕ με την προοπτική της εθνικής χειραφέτησης των σλαβομακεδόνων κατοίκων.
Θλιβερό απομεινάρι αυτής της εποχής, το χωράφι-νεκροταφείο της Φλώρινας, πολύ κοντά στο επίσημο στρατιωτικό νεκροταφείο όπου τιμούνται κάθε χρόνο οι νεκροί της εθνικής παράταξης. Οχι μόνο μνημείο δεν υπάρχει -όπως ζητάει τώρα το ΚΚΕ- αλλά ούτε μια απλή ένδειξη ότι σ' αυτόν το χώρο είναι θαμμένοι άνθρωποι.
Αλλά υπάρχουν και οι ζωντανοί μάρτυρες της επιβίωσης του εμφυλιοπολεμικού κλίματος σ' εκείνη την άλλη Ελλάδα. Είναι οι πολιτικοί πρόσφυγες που έχουν εξαιρεθεί από το νόμο περί επαναπατρισμού με τη δικαιολογία ότι δεν είναι Ελληνες «το γένος».
Ο Χαρίλαος Φλωράκης είχε τολμήσει να θέσει το ζήτημα την περίοδο της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα, σε μια ιστορική κοινή συζήτηση των τότε τριών πολιτικών αρχηγών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (12/3/ 1990). Ο Φλωράκης εκπροσωπούσε τότε τον ενιαίο Συνασπισμό και καθόταν δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Με τη γνωστή του απλότητα είχε εξηγήσει ότι τα μειονοτικά ζητήματα προκύπτουν από τον αυθαίρετο χωρισμό τον συνόρων (με «μπακλαβά» τα παρομοίωσε) και είχε μιλήσει και γι' αυτό το δύσκολο θέμα: «Για φανταστείτε! Υπάρχουν πολιτικοί πρόσφυγες που γεννήθηκαν στην περιοχή αυτή. Εκεί μεγάλωσαν, εκεί έχουν τους συγγενείς τους και να μην τους επιτρέπουν να επαναπατριστούν γιατί είναι σλαβικής καταγωγής!»
Ο Φλωράκης το γνώριζε από πρώτο χέρι το θέμα. Αλλωστε δικός του φρουρός ήταν ο νεαρός τότε Αλεξάντερ Πόποφσκι, ο σημερινός πρόεδρος της «Ενωσης Μακεδόνων του Αιγαίου με έδρα τα Μπίτολα», γνωστός στους αναγνώστες της στήλης και ένας από τους ανθρώπους στους οποίους το ελληνικό κράτος αρνείται ακόμα και την απλή είσοδο, επειδή -λεει- το διαβατήριό του αναφέρει ως τόπο γέννησης το χωριό Κότορι, ενώ έπρεπε να λέει το εθνικώς ορθό «Υδρούσα». Μερικές εκατοντάδες συμπολεμιστές του Φλωράκη και του Πόποφσκι βρίσκονται στην ίδια μαύρη λίστα του ελληνικού κράτους. Οσες προσπάθειες έγιναν να αντιμετωπιστεί το ανθρωπιστικό ζήτημα (με τελευταία την απόπειρα Λοβέρδου το καλοκαίρι του 2003) προσέκρουσαν στην άρνηση των «υπηρεσιών» και τον ξεσηκωμό των επαγγελματιών της εθνικοφροσύνης.
Αν λοιπόν οι σύντροφοι του Φλωράκη -αλλά και όσοι από όλο το πολιτικό φάσμα εκθειάζουν αυτές τις μέρες την πολιτική σοφία του- θέλουν να τιμήσουν πραγματικά τον κομμουνιστή ηγέτη, ας αναλάβουν μια πρωτοβουλία για την τελική επίλυση του απάνθρωπου αυτού κατάλοιπου του εμφυλίου πολέμου προτού οι τελευταίοι ηλικιωμένοι πολιτικοί πρόσφυγες ανταμώσουν τους συντρόφους τους που κείτονται νεκροί και ατιμασμένοι στο χορταριασμένο χωράφι της Φλώρινας.

You Might Also Like

0 σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημοφιλείς 30 ημέρες

Δημοφιλείς 7 ημέρες