Λίγα για την ιστορία της Αλβανίας.
Αλβανοί. Το όνομά τους είναι αρχαίο. Η καταγωγή τους τόσο παλιά όσο και των υπολοίπων Βαλκάνιων. Είναι δε οι πολυπληθέστεροι σ' αυτήν την περιοχή. Αν μάλιστα κάνουμε μια πρόσθεση των αλβανικών εποικιστικών κυμάτων, ίσως είναι και το πολυπληθέστερο κομμάτι στον ελλαδικό χώρο.
Τους Αλβανούς αναφέρει ο Πτολεμαίος από τον 2 μ.Χ. αιώνα. Ζούσαν ανάμεσα στο Durres και Debar και πόλη τους ήταν η Αλβανόπολη (130 μ.Χ.), σημερινό Ελμπασάν ή Κρόια (Kruja). Διοικητικά, η περιοχή τότε ονομάζεται Ιλλυρία και οι κάτοικοι Ιλλυριοί. Οι πληθυσμιακές μεταφορές για τις στρατιωτικές ανάγκες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας άδειασαν την περιοχή.1
Ένα άλλο όνομα που θα ξεπροβάλλει αργότερα είναι το Σκιπετάρ (από το αλβανικό Squip = αετός), που σημαίνει “γιοι του αετού”. Από τον 4ο αι. μ.Χ. ο εναπομείναντας ελάχιστος πληθυσμός της Αλβανίας δέχεται την εισβολή των Σλάβων και άλλων βόρειων λαών, όπως άλλωστε και όλη η βαλκανική χερσόνησος.2
Στα ορεινά, αναπτύσσεται ένας πρωτόγονος κτηνοτροφικός πολιτισμός, οργανωμένος σε φάρες με χαρακτηριστικά πολεμικής αγριότητας και δεξιοτεχνίας, οι οποίες συνεχώς μετακινούνται. Οι φάρες διεκδικούν την κυριαρχία στην περιοχή τους, η κάθε μια για λογαριασμό της, με αποτέλεσμα, σε περιόδους πληθυσμιακής αύξησης, η μετακίνηση να προχωρεί και εκτός ορίων.
Στους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι Αλβανοί διακρίνονται ως φύλο, κυρίως μέσω της κοινωνικής και στρατιωτικής τους οργάνωσης. Εγκαθίστανται σε περιοχές ανά φάρα. Ελέγχουν τον πληθυσμό και τα εδάφη και πουλάνε προστασία στον αυτοκράτορα, αποκτώντας δύναμη και προνόμια. Ονομάζονται και Αρβανοί ή Αρβανίτες, ενώ οι δυτικοί τους λένε Arbanenses ή Albanenses. Ήταν τόσο ταυτισμένοι με το συγκεκριμένο τρόπο διαβίωσης, που και αλλόφυλος να καταπιανόταν με αυτόν, λεγόταν αρβανίτης.3
Πολλοί έγιναν στρατιώτες του αυτοκράτορα με υψηλά αξιώματα αλλά και διοικητικοί αξιωματούχοι. Ο Αναστάσιος Α', καθώς και η οικογένεια του Ιουστινιανού, ήταν αλβανικής καταγωγής.
Το 1183, σχηματίζονται δύο ανεξάρτητα αλβανικά πριγκιπάτα από τη φάρα Γκιν (Γκίνη) και τη φάρα Προγκόνη. Αργότερα όμως υποτάσσονται στους δεσπότες της λατινικής αυτοκρατορίας (Δεσποτάτο της Ηπείρου).4
Η μεγάλη έξοδος των αλβανικών φύλων προς τον ελλαδικό χώρο συμβαίνει στο τέλος του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα. Βοσκοί-νομάδες, αυτόνομοι και άποροι, μετακινούμενοι από βουνά σε πεδιάδες, ληστεύουν ό,τι αγαθό συναντούν στο δρόμο τους (κυρίως γεωργικά προϊόντα). Ακολουθώντας κτηνοτροφικούς δρόμους, προσεγγίζουν τη Θεσσαλία. Συνάπτουν συμφωνίες με τις βυζαντινές αρχές, προσφέροντάς τους στρατιωτική βοήθεια, και σχεδόν εκτοπίζουν τους Βλάχους από την περιοχή. 1347... Η μαύρη πανώλη αποδεκατίζει ολόκληρους πληθυσμούς. Η Δυτική Ελλάδα ερημώνει (5).
Τα ακαλλιέργητα πλέον πεδινά και ορεινά της Ηπείρου και της Ακαρνανίας μετατρέπονται σε παράδεισο της κτηνοτροφίας από τους ολοένα αυξανόμενους Αλβανούς εποίκους. Έρχονται και από το Βορρά και από τη Θεσσαλία. Το 1360, έχουν πλέον κυριαρχήσει και στρατιωτικά, μη δεχόμενοι την υποταγή τους ούτε σε Ανδεγαυούς, ούτε σε Καταλανούς, ούτε σε κανέναν. Η φάρα του Πέτρου Μπούα στην Ακαρνανία είναι μάλλον η ηγετική και οι ιδιόμορφες πολεμικές ορδές τους επέδραμαν ακόμη και εναντίον των Καταλανών των Αθηνών, καθώς και άλλων ανατολικών περιοχών. Ο Γκιν Μπούα Σπάτα είναι η αμέσως επόμενη ηγετική μορφή των Αλβανών που, από το 1360 μέχρι το 1430 περίπου, εξαπλώνονται σε μία περιοχή από την Αιτωλία μέχρι και τη νότια Ήπειρο, με πυρήνες το Αγγελόκαστρο και την Άρτα (6).
Οι μονίμως εξεγερμένοι Αλβανοί της Ηπείρου, Αιτωλίας και Πελοποννήσου ήταν οι μόνοι που αντιτάχθηκαν στις εισβολές των Τούρκων, τους οποίους βεβαίως είχαν αντιμετωπίσει και παλιότερα, ως στρατιωτική δύναμη του παρηκμασμένου Βυζαντίου.
Υποτάχθηκαν όμως, τελικώς, για να αποτελέσουν στη συνέχεια το πληθυσμιακό στοιχείο με χριστιανική πίστη, το γνωστό μας ραγιά. Η μερική αυτονομία, που κάποια χωριά διατηρούσαν και επί Τουρκοκρατίας στον ελλαδικό χώρο, έχει ρίζες μάλλον στην ατιθάσευτη συμπεριφορά των προγόνων τους Αλβανών. Οι φάρες δεν επέτρεπαν εύκολα την υποταγή τους, δεν ανέχονταν εύκολα βασιλεία, αφού είχαν τον αρχηγό της φάρας, το γενάρχη. Αλβανούς αβασίλευτους, τους αποκαλούσε ο Καντακουζηνός (7).
Στους αιώνες που ακολούθησαν, στο ρυθμό της Οσμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αλβανοί προσαρμόστηκαν και συμμετείχαν στη ζωή της εποχής. Συμμετείχαν στη διαμόρφωση ενός πολιτισμού που έμελλε να είναι η μαγιά του σύγχρονου Νεοέλληνα. Ακολούθησαν τις θρησκευτικές συνήθειες της εποχής. Κάποιοι έγιναν μουσουλμάνοι, ενώ οι περισσότεροι ενστερνίστηκαν το χριστιανισμό. Η επιθετική συμπεριφορά τους συνεχίστηκε, και μεταξύ τους και ενάντια σε άλλους. Από το 17ο αιώνα, πολλοί αρχίζουν να καταπιάνονται με το εμπόριο. Χρησιμοποιώντας το θρησκευτικό φανατισμό κατά των Εβραίων, εισβάλλουν δυναμικά στον εμπορικό παράδεισο των παζαριών (βλ. CONTACT τ. 2, “Η σφαγή των Εβραίων στο Βραχώρι”) και, ολοκληρώνοντας έναν οικονομικό κύκλο κτηνοτροφία-γεωργία-εμπόριο, αποκτούν μια εκ νέου δύναμη και αυτονομία. Αυτό συμβαίνει και στη θάλασσα, με κυρίαρχους τους Αλβανούς από την Άνδρο, τις Σπέτσες, την Ύδρα κ.τ.λ. Οι εύποροι πλέον Αλβανοί μαθαίνουν ελληνικά και έρχονται σε επαφή με την Ευρώπη, αρχίζοντας να δέχονται το καινούργιο φαντασιακό του έθνους. Είναι αυτοί που θα εξεγερθούν κατά της αδυνατισμένης Οσμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι αυτοί που θα πρωτοστατήσουν στις βίαιες εξεγέρσεις του 1821 αλλά και στη σύσταση του νεοελληνικού κράτους από τη βάση μέχρι την κορυφή, τουλάχιστον όσον αφορά αυτό που εκείνη την εποχή ονομαζόταν “Κυρίως Ελλάδα” (8).
Με τη δημιουργία των εθνικών κρατών και την τοποθέτηση των κλειστών συνόρων, οι λαοί χωρίστηκαν, αποκτώντας μια εκ των άνω επιβεβλημένη εθνική συνείδηση. Τα γλωσσικά ιδιώματα χτυπήθηκαν και η εθνική συμπεριφορά έγινε το πρότυπο.
Σήμερα, ζούμε μια άλλη εποχή. Η λογική των συνόρων επαναπροσδιορίζεται και οι ανάγκες δημιουργούν μαζικά μεταναστευτικά κινήματα. Οι κάτοικοι της κακοτράχηλης Αλβανίας σκορπίζονται για ακόμη μια φορά αριστερά και δεξιά. Η Ελλάδα δέχεται το μεγαλύτερο όγκο Αλβανών μεταναστών, με έναν πολιτισμό τραχύ σαν τα εδάφη τους.
1. Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδος, κεφ. ΛΓ΄, σελ. 287.
2. ο.π., σελ. 288.
3. Απ. Βακαλόπουλος.
4. Γ. Κορδάτος, ο.π., σελ.289.
5. Β. Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, σελ. 67.
6. Β. Ψιμούλη, ο.π. και Γ. Κορδάτος, ο.π.
7. από τον Γ. Κορδάτο
σελ.290-291, Καντακουζηνός: “Διατριβόντα δε εν Θετταλία βασιλέα, οι τα ορεινά της Θεσσαλίας Αλβανοί αβασίλευτοι Μαλακάσιοι, Μπούϊοι και Μεσαρίται από των φυλάρχων προσαγορευόμενοι, περί δισχιλίους και μυρίους όντες, προσεκύνησαν ελθόντες και υπέσχοντο δουλεύσειν. Εδεδοίκεσαν γαρ μη, χειμώνος επελθόντος, διαφθαρώσιν υπό των Ρωμαίων (βυζαντινών), α τε πόλιν οικούντες ουδεμίαν, αλλά όρεσιν ενδιατρίβοντες και χωρίοις δυσπροσόδοις, ων αναχωρούντες του χειμώνος διά το κρύος και την χιόνα, άπιστόν τινα εν τοις όρεσιν εκείνοις νιφόμενην, ευεπιχείρητοι έσεσθαι εδόκουν (ΙΙ, 474)”.
8. από τον Γ. Κορδάτο, παραπομπές:
σελ. 289, παραπομπή 3: “Δεν είναι απίθανο πολύ πριν του 14ου αιώνα να ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο Αλβανοί. Αυτοί όμως δεν ήταν πολλοί, ώστε να επηρεάσουν τη σύνθεση του πληθυσμού, όπως έγινε αργότερα”. Π. Φουρίκης.
σελ. 289, παραπομπή 4: “οι Αλβανοί, εξόν από την Αττική και Μεγαρίδα, είχαν εγκατασταθεί στην Αργολιδοκορινθία, στη νότια Εύβοια, στην Άνδρο, Ύδρα, Σπέτσες, Σαλαμίνα, Αίγινα, στη βόρεια Αρκαδία και ανατολική Αχαΐα, στις πλαγιές του Ταΰγετου (Βαρδούνια), στον Κάβο Μαλιά (Βάτικα), στη βόρεια Καρύταινα και στην περιοχή της Πύλου και Κορώνης”. Σ. Λάμπρου.
σελ. 291, παραπομπή 1: “ Να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το χρόνο που κατέβηκαν οι Αλβανοί στη Θεσσαλία δεν είναι δυνατό, γιατί δεν έχουμε ξεκαθαρισμένες πηγές. Η παλαιότερη μαρτυρία είναι επιστολή του Μαρίνου Σανούδου, που γράφτηκε το 1325 και στην οποία γίνεται λόγος για τους Αλβανούς που εκτόπισαν τους Βλάχους από τη Θεσσαλία. Άλλη μαρτυρία είναι έγγραφο του δυνάστη του Φαναρίου (Θεσσαλίας), με χρονολογία 1342. Από τα όσα γράφει ο Καντακουζηνός, βγαίνει πώς οι πρώτοι Αλβανοί που εγκαταστάθηκαν στα θεσσαλικά βουνά ήρθαν γύρω στο 1315”.
σελ. 291- 292, παραπομπή 2: “Πλην δε των ποικίλλων τούτων μνηστήρων της κληρονομίας των Αγγέλων (της Ηπείρου) ενεφανίσθησαν τότε το πρώτον εν τη πεδιάδι της Θεσσαλίας και μεγάλα πλήθη Αλβανών μεταναστών αποτελεσάντων νέον και ακμαίον στοιχείον του πληθυσμού αυτής. Οι Αλβανοί εδήουν άπασαν την ύπαιθρον χώραν και επειδή έφερον μεθ' αυτών τας γυναίκας, ο αριθμός αυτών ηυξήθη ταχέως και ήρχισαν αντικαθιστάνοντες τους Βλάχους, οίτινες μέχρι εκείνου του χρόνου απετέλουν το μέγιστον πλήθος των εγκατοίκων της Θεσσαλίας, ήτις εξ αυτών είχεν ονομασθή Μεγαλοβλαχία. Οι δε Βενετοί ( του Πτελέου), εφρόνουν, ότι η αλβανική αυτή μετανάστευσις παρείχε το μέγα κέρδος, ότι δι' αυτής απησχολούντο οι Καταλάνιοι ούτως, ώστε δεν υηκαίρουν να επιτίθενται κατά των γειτόνων των”. Μίλλερ- Λάμπρου.
σελ. 293, παραπομπή 1: “οι Αλβανοί, οι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, υπολογίζονται στις αρχές του 19ου αιώνα, 200 χιλιάδες”. Φίνλεϋ.
0 σχόλια