Ρατσισμός σήμερα, εθνικισμός αύριο, σοσιαλισμός πάντοτε!
Τι είδους λόγο μπορεί κανείς να εκφέρει για το ρατσισμό, τη μάστιγα αυτή της ανθρωπότητας, που αφήνει άφωνους ακόμα και όσους αρνούνται να έχουν ιστορική μνήμη; Σε τι έγκειται το «ανυπόφορο», εκείνο δηλαδή που (σύμφωνα με τον Raul Ricoeur) διαρρηγνύει τη συναίνεση ως προς τα αποδεκτά όρια των αντιθέσεων και συγκρούσεων; Ποιος είναι ο λόγος που καθιστά τις ρατσιστικές κτηνωδίες πιο φρικαλέες από τις οποιεσδήποτε άλλες; Και πώς εξηγείται το ότι η «ανυπόφορη» αυτή έκφραση του σύγχρονου πολιτισμού (εξίσου ανυπόφορη με την ανθρωποφαγία) είναι πάντοτε παρούσα;
Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι, νομίζω, ότι το «ανυπόφορο», το πολιτισμικά βδελυρό του ρατσισμού οφείλεται στη συνεχή και κρυφή παρουσία του. Η ανθρωποφαγία έχει σχεδόν εκλείψει, αλλά ο ρατσισμός εμμένει, υπάρχει γύρω μας δίπλα μας, μέσα μας. Στο βάθος, όλοι μας, είμαστε ή μπορούμε να είμαστε, υπό ορισμένες συνθήκες ρατσιστές. Και το «ανυπόφορο» έγκειται στο ότι εκείνο που θέλουμε να καταγγείλουμε συνδέεται άμεσα με τις δικές μας τρέχουσες ιδεολογικές και πρακτικές επιλογές, συνδέεται άμεσα με την τρέχουσα κοινωνική λογική.
Και εδώ ακριβώς επικεντρώνεται το μείζον πολιτικό αλλά και συνειδησιακό πρόβλημα, όταν το «ανυπόφορο» και το «αποδεκτό» είναι πρακτικά δυσδιάκριτα μεταξύ τους, όταν εκείνο που ξεχωρίζει τις εσωτερικές φαντασιώσεις και την υλοποίησή τους, είναι ισχνό και δυσεντόπιστο, όταν μείζονες πολιτισμικές σταθερές λειτουργούν ως μόνιμα εφαλτήρια για τον αποτρόπαιο ρατσιστικό λόγο, αναπόφευκτα, οι πρακτικές και οι λόγοι εμφανίζονται αντιφατικοί και συγκεχυμένοι. Οι περισσότεροι από μας δεν θα μπορούσαμε ποτέ να είμαστε ανθρωποφάγοι, αιμομίκτες ή τρομοκράτες. Η κοινωνική αποστροφή μας είναι γνήσια, απλή, απροβλημάτιστη. Ο ρατσισμός, όμως, μας περιμένει και εμάς στη γωνία, έτοιμος να μας διαβρώσει, να μας αλλοιώσει, ίσως και να μας πείσει, άθελά μας. Ο «ανυπόφορος ρατσισμός» λειτουργεί, λοιπόν, περισσότερο σαν ονομαστικό ταμπού παρά ως εσωτερικοποιημένη απαγόρευση. Ο Κάλιμπαν δεν μπορεί να δει το πρόσωπό του σ’ έναν καθρέπτη που αρνείται να αντικατοπτρίζει εκείνα που ενοχλούν.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ίδια η επικαιρότητα του προβλήματος καθιστά την διαπραγμάτευσή του δυσκολότερη. Και γι’ αυτό και θα έπρεπε, ακριβώς τώρα, να επιχειρήσουμε να εισδύσουμε βαθύτερα, παραγνωρίζοντας τις αρνητικές θωρακίσεις μας σε σχέση με όλα εκείνα που μας είναι αυτονόητα αποδεκτό. Μπορεί βέβαια, και πρέπει κανείς να καταγγείλει τα έκτροπα απαιτώντας την αυστηρή εφαρμογή των νόμων. Μπορεί, βέβαια και πρέπει, προχωρώντας περισσότερο, να επεκταθεί στην ανάλυση των ειδικών κοινωνικών και οικονομικών αιτιών που βρίσκονται πίσω από τα ρατσιστικά κινήματα. Να επισημαίνει δηλαδή, ότι η οικονομική κρίση, η αύξουσα ανασφάλεια, η κατάρρευση των κοινωνικών προταγμάτων, η πρωτοφανής κινητικότητα των πληθυσμών ή η επιδέξια χρησιμοποίηση των ρατσιστικών φαινομένων από επίδοξους δημεγέρτες και δημαγωγούς, προκαλούν και εντείνουν τις ρατσιστικές εκρήξεις.
Τέτοιες καταγγελίες και αναλύσεις είναι προφανώς και αναγκαίες και χρήσιμες. Η ίδια όμως η τοποθέτηση του προβλήματος με όρους συγκυριακούς αποδυναμώνει τον προβληματισμό και ίσως συντελεί στην αποσιώπηση του προβλήματος. Αν η συγκυριακή κρίση είναι σαφώς υπαίτια για την έξαρση της φρίκης, το ερώτημα για τη «δυνατότητα του αποτρόπαιου» παραμένει ανοικτό. Διότι ο ρατσισμός δεν είναι πρόβλημα συγκυρίας. Είναι παράγωγος και απότοκος της κοινωνικής οργάνωσης όπως την ξέρουμε την αποδεχόμαστε και την καταξιώνουμε μέσα από τους θεμελιακούς κοινωνικούς μας θεσμούς. Ο ρατσισμός είναι το νόθο παιδί του εθνισμού, το προπατορικό αμάρτημα της κοινωνίας των εθνών, το αναγκαίο στίγμα που παρακολουθεί το νεώτερο κόσμο από την εποχή που οργανώθηκε σε παγκόσμιο σύστημα εθνικών κρατών. Αν δεχτούμε ότι ο κόσμος διέρχεται μια μεταβατική περίοδο που αρχίζει από το κλειστό και αυτονοηματοδοτούμενο Εμείς της Φατρίας και της Φυλής, στο επερχόμενο – ίσως Εμείς της Οικουμένης των ανθρώπων, ο ρατσισμός θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στη μακρά διάρκεια, ως εγγενές «πρόβλημα» της μετάβασης αυτής.
Οι ρατσισμοί όλων των αποχρώσεων, ήπιοι ή στυγεροί, ρητοί ή σιωπηροί, απροκάλυπτοι ή συγκαλυμμένοι, συνδέονται λοιπόν, με τη μορφή-έθνος στο πλαίσιο μιας δύσκολης αντιφατικής και αβέβαιης επώασης ενός μετά-εθνικού οικουμενισμού, ο οποίος θα αποτελέσει κάποτε, νομίζω, με βεβαιότητα την οργανωτική μορφή της οικουμένης. Όμως, η αργή και καθόλου ευθύγραμμη διαδικασία της οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής ενοποίησης του κόσμου, η οποία δεν μπορεί παρά να αποτελεί αξιακό ιδεώδες, προσκρούει όχι μόνο στο παγκόσμιο σύστημα των οικονομικών ανισοτήτων και εξαρτήσεων, αλλά και στις πολιτικές συντεταγμένες που το στηρίζουν. Έτσι η αύξουσα αντιπαλότητα και σύγκρουση των οργανωμένων εθνικών κοινωνιών στο πλαίσιο του διεθνούς πολιτικού και οικονομικού ανταγωνισμού δεν μπορεί παρά να εκφράζεται με μια αύξουσα ιδεολογική αντιπαλότητα ανάμεσα στους φερόμενους, ως φορείς-ιστορικά υποκείμενα του ανταγωνισμού αυτού. Μ’ αυτή την έννοια, ο ρατσισμός είναι ίσως μια από τις ιστορικά αναπόφευκτες μορφές αντίστασης εκείνων που νοιώθουν πως απειλούνται από τις δονήσεις που προκαλεί η αποδυνάμωση των αυτονόητων και αυτονομιμοποιούμενων μορφών δόμησης και συνείδησης του αυτεξούσιου και αυτόνομου Συλλογικού.
Μέσα από τα σημερινά προβλήματα, αναδεικνύεται, λοιπόν, σε όλη της την έκταση, η τεράστια σημασία της κρίσης της «κοινότητας», που είναι ομόλογη με την κρίση μιας πρόσληψης του κοινού πολιτισμού ή της κουλτούρας, εν γένει η οποία για να αναφερθούμε στον ορισμό της UNESCO, αποτελείται από το σύνολο των γνώσεων και των αξιών, που χωρίς να αποτελεί αντικείμενο εθνικής διδασκαλίας, το «γνωρίζουν» όλα τα μέλη της κοινότητας. Με άλλα λόγια το υφέρπον ανοικτό ζήτημα μπορεί να συνοψιστεί στο ζήτημα των ιστορικών και κοινωνικών προϋποθέσεων με τις οποίες ορίζουμε, σημασιολογούμε και φορτίζουμε συναισθηματικά και δεοντολογικά το «Εμείς».
Το ζήτημα αυτό δεν είναι βέβαια νέο. Ήδη από την εποχή του Herder, τουλάχιστον, οι αξιακές θεμελιώσεις της κοινότητας είναι στο επίκεντρο της νεωτερικής προβληματικής. Το ζήτημα, όμως, φάνηκε να λύνεται με αξιοπρόσεκτη ιστορική λυσιτέλεια. Με την εγκαθίδρυση και καταξίωση του συστήματος των Εθνικών-Κρατών η ιστορική πραγματικότητα φάνηκε να αποκτά την «οριστική» αξιακή της θεμελίωση. Το «εμείς», περιχαρακωνόταν οριστικά μέσα από τη συνειδητή και εν πολλοίς βίαιη ομογενοποίηση των πληθυσμών και μέσα από την συνειδητή κατασκευή των αμετάθετα κοινών πολιτισμικών προτύπων. Στο πλαίσιο αυτό η αναγνώριση και προστασία των «μειονοτήτων» δεν συγκροτεί παρά τα «απόνερα» της δεδομένης αξιωματικής παραδοχής ότι οι εθνικές κοινότητες αποτελούν το μόνο αποδεκτό και αναγνωρίσιμο συλλογικό υποκείμενο.
Η συγκρότηση των εθνικών κρατών υπήρξε λοιπόν, η ιστορική έκφραση της οικουμενικά αποδεκτής αναγωγής της συλλογικής ελευθερίας και αυτοδιάθεσης των λαών, οριζομένων μέσω του ειδικού και ανεπανάληπτου πολιτισμού τους. Μέσα από την κοινωνία των εθνών και των ειρηνικών σχέσεων ανάμεσά τους θα μπορούσε να οικοδομηθεί η νέα δημοκρατική οικουμένη των ελεύθερων ανθρώπων. (Φρούδα ελπίδα! Ούτε ο διαφωτισμός, ούτε τα ιδεώδη της δημοκρατίας και της ελευθερίας, ούτε οι ανθρωπιστικές ιδέες, και φυσικά ακόμη λιγότερο οι διάφορες θεσμικές και οργανωτικές προσπάθειες όπως το Διεθνές Δίκαιο, η Κ.τ.Ε., ο ΟΗΕ ήταν φυσικά δυνατόν να καταστήσουν ανεργές τις προεκτάσεις του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Η αποικιοκρατία, οι οικονομικοί και πολιτικοί πόλεμοι και η άνιση ανάπτυξη ανάπτυξη προσδιόρισαν τις αδυσώπητες ανταγωνιστικότητες ανάμεσα στα εθνικά κράτη. Η Εθνική πολιτισμική κοινότητα στο πλαίσιο αυτό αυτοπροσδιορίζεται μεν ως συνάρτηση ενδογενών συνιστωσών, ορίζει, όμως, το συλλογικό τους πρόταγμα με όρους εγγενώς συγκρουσιακούς σε σχέση με όλους τους άλλους).
Όμως, τη στιγμή ακριβώς που εμφανίζεται στο προσκήνιο το αίτημα ή η ανάγκη εκκόλαψης πολύ-πολιτισμικών ή πολύ-εθνικών πολιτειακών συνειδήσεων, τη στιγμή ακριβώς που το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έχει υπερβεί τις επικρατειακές του βάσεις, τη στιγμή που οι επικοινωνιακές τεχνικές έχουν καταστήσει αδιανόητη και φαντασματική την παραδοσιακή εθνική πολιτισμική αυτοτέλεια, τη στιγμή που το μείζον πολιτισμικό πρόβλημα σε όλες τις χώρες του κόσμου επικεντρώνεται στην «επινόηση» πρωτόγνωρων θεσμών και μεθόδων «σύνθεσης» ανάμεσα στο ιθαγενές και στο επείσακτο, τη στιγμή που οι πολιτισμικές και επικοινωνιακές τεχνολογίες είναι πια και ανάγκη διεθνείς, το πρόβλημα του ορισμού της σημασίας της συμβολικής φόρτισης και της πολιτικής προέκτασης της εθνικής κουλτούρας ως κυρίαρχης και βαρύνουσας πολιτισμικής επιλογής εμφανίζεται από πολλές απόψεις ανυπέρβλητο. Το μείζον πολιτικό διακύβευμα της επόμενης εκατονταετίας είναι να φανταστεί λύσεις για το πρόβλημα αυτό, που απειλεί ήδη να προκαλέσει ανελέητες εκρήξεις και να κατεδαφίσει τα οποιαδήποτε συλλογικά προτάγματα στηρίζονται στην ελευθερία και στη δημοκρατία. Ακόμα μια φορά η ιστορία αποδείχτηκε πονηρότερη από τους προγραμματιστές της.
Πράγματι, το αίτημα της φυλετικής ή πολιτισμικής καθαρότητας (ή κάθαρσης) είναι ευθεία συνάρτηση των εθνικών κρυσταλλώσεων. Και αν το έθνος βέβαια δεν οδηγεί αναγκαία σε φαινόμενα που σήμερα αποκαλούμε ρατσιστικά, αποτελεί σχεδόν πάντοτε την αφετηρία τους. Ο ρατσισμός πάντοτε επικαλείται το έθνος, τη φυλή και την αγνότητα του πολιτισμού. Και με αυτή την έννοια, αν δεν είναι επαρκής προϋπόθεση για τη ρατσιστική παραφροσύνη, αποτελεί πάντοτε την αναγκαία προϋπόθεση. Θα προχωρήσω μάλιστα περισσότερο. Ο φετιχισμός της εθνικής ομοιογένειας δεν μπορεί παρά να εκφυλίζεται σε ρατσισμό όταν οι συνθήκες ευνοούν την εμφάνισή του, όταν δηλαδή το έθνος εμφανιστεί απειλούμενο. Κατά τούτο δε ακριβώς, αλλά μόνο κατά τούτο, ο ρατσισμός είναι φαινόμενο συγκυριακό. Είναι ο εθνικισμός «εντός των επικρατειακών τειχών», ο εθνικισμός της πλειοψηφούσας εθνότητας σε βάρος των κατασκευασμένων εσωτερικών εχθρών. Και αντίθετα με τον «εξωτερικό ρατσισμό», ο οποίος δεν χρειάζεται αναγκαία να στηριχτεί πάνω σε ουσιαστικά επιχειρήματα, ο «εσωτερικός εθνικισμός» εξωθείται αδυσώπητα προς τον απροκάλυπτα ρατσιστικό λόγο.
Η απειλή κατά του έθνους δεν χρειάζεται να είναι πραγματική. Στο μέτρο ακριβώς που φορείς των ρατσιστικών ιδεών είναι συνήθως οι απόκληροι, οι αβέβαιοι και οι απειλούμενοι είναι σαφές ότι απειλή κατά του έθνους νοείται η οποιαδήποτε συγκυρία όπου το κράτος, η κοινωνία, η κοινότητα εμφανίζεται ως ανίκανη να παίξει το ρόλο της ως προστάτης. Και εδώ εντοπίζεται η σημασία του γεγονότος ότι ακριβώς αυτή είναι η τρέχουσα μορφή με την οποία εμφανίζεται η αναγκαιότητα της συνέχειας του έθνους ως συλλογικούς Υποκειμένου, που υπάρχει έχοντας κατά καιρούς νικήσει την ιστορία και τους «εχθρούς» του. Αντίθετα με τις περισσότερες άλλες αφηρημένες έννοιες, το έθνος αποδεικνύει την ιστορική του αντοχή μέσω μιας αφήγησης, που προσδίδει στην εθνική οντότητα την επίφαση της συνέχειας ενός Υποκειμένου. Είναι μάλιστα το κατ’ εξοχήν ιστορικό Υποκείμενο που παράγει σημασίες και αξίες που αντέχουν στο χρόνο και επομένως πρέπει να γεννιέται, να αναπτύσσεται, να έχει συνείδηση, γνώση και βούληση. (Ως διαχρονικό Υποκείμενο πρέπει να έχει παρελθόν και μνήμη για να μπορεί να εμφανίζεται ως φορέας σχεδίων, προταγμάτων και πεπρωμένων. Έτσι και μόνο μπορεί να εμφανίζεται ως διϊστορική ουσία με ιδιότητες που αντέχουν στο χρόνο και στη φθορά. Η εθνική αφήγηση είναι, με την έννοια αυτή η βασική κοινωνική τεχνική που επέτρεψε την ολοκληρωμένη κρυστάλλωση των εθνικών συνειδήσεων του εθνικισμού).
Η διαδικασία αυτή υπήρξε βέβαια, ίσως η αναγκαία ιστορική προϋπόθεση για να αντιμετωπισθούν οι τάσεις αποδιάρθρωσης της κοινότητας που προέκυψαν από την κυριαρχία του ατομισμού. Πράγματι, η αποδυνάμωση των προφιλελεύθερων συμβολικών αλλά και οικονομικών σχέσεων που όριζαν τη παραδοσιακή κοινότητα απειλούσε άμεσα την κοινωνική συνοχή. Υπό την αιγίδα του εθνικού κράτους κρυσταλλώθηκε η εθνική αφήγηση, κύριο ίσως μέλημα των ιδεολογικών μηχανισμών που εκβίασαν μια πολιτισμική ομοιογένεια – μιαν ομοιογένεια που υπήρξε χαρακτηριστικά αδιάφορη για όλες τις προφιλελεύθερες πολιτειακές μορφές (όπως είχε πει ο Καβούρ: «Κατασκευάσαμε την Ιταλία. Απομένει να κατασκευάσουμε τους Ιταλούς»).
Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την επώαση των ρατσιστικών ιδεολογημάτων και πρακτικών. Η φορτισμένη αφήγηση της συνεχείας της εθνικής ουσίας και του εθνικού πολιτισμού εκτρέπεται αναπόφευκτα στη φόρτιση της συνέχειας των ονομάτων των γενεών, του αίματος. Η πάντοτε ακαθήλωτη εθνική υπόσταση που αναζητάει την ουσία της πρέπει να εφεύρει την ιδιαιτερότητά της, δηλαδή την αυθεντική της αγνότητα, και όταν η συγκυρία το επιβάλλει, όταν η αβεβαιότητα ενταθεί, όταν η πατρίδα δεν φαίνεται να μπορεί να προστατευθεί και να προστατεύσει, ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι πρόχειρος. Είναι οι αλλογενείς, οι «άλλοι». Επιπλέον η συγκυρία αυτή εγκυμονεί ακόμα περισσότερους κινδύνους εκτροπής όταν, όπως συμβαίνει, στις πιο μεγάλες χώρες σήμερα η «φυλετική» διαφοροποίηση αποκτά και ευθέως ταξικές προεκτάσεις. Είναι σαφές ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι αλλογενείς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία καταλαμβάνουν τις έσχατες, πιο υποβαθμισμένες, περιθωριακές και αβέβαιες κοινωνικές θέσεις. Ο «φυλετικός» αυτός καταμερισμός της εργασίας δεν μπορεί παρά να ερεθίσει το φαντασιακό των απειλουμένων ιθαγενών με συνεχείς ρατσιστικές ενέσεις. (Η παρουσία όμως των αλλογενών είναι τόσο αναγκαία όσο και ενοχλητική. Εκείνοι θα αναλάβουν τις αναγκαίες «βρώμικες» δουλειές που δεν καταδέχονται οι ιθαγενείς άνεργοι, εκείνοι θα επανδρώσουν τις παράνομες μαύρες απασχολήσεις που υποθάλπονται στις παρυφές του μεγάλου κεφαλαίου, εκείνοι θα παράσχουν στην κλυδωνιζόμενη κοινωνία τις εικόνες του «κακού» που προκαλεί αλλά και απειλεί. Ακόμα μια φορά, η αντίφαση ανάμεσα στο αίτημα της συσσώρευσης και της αύξησης της παραγωγικότητας και στο αίτημα της Εθνικής ομοιογένειας προσκρούει στα όρια που επιβάλλονται από την συγκυρία).
Υπεραμυνόμενοι, λοιπόν, των εθνικών αξιών, και της εθνικής ουσίας, εξορκίζουμε τις οποιεσδήποτε δυσκολίες, αντιφάσεις και ανομοιογένειες. Ως ύπατες κανονιστικές αρχές, η παράδοση, η εθνική κουλτούρα, η εθνική αξιοπρέπεια αναδεικνύονται σε ύστατες εκλογικεύσεις. (Και εδώ ακριβώς εμφιλοχωρεί η έσχατη λογική μυθοποίηση. Για να υπάρχει το έθνος πρέπει να υπάρχει πάντοτε όπως έχει υπάρξει (δηλαδή ως προϊόν της εθνικής αφήγησης). Η παρελθούσα ουσία του αποτελεί τη μόνη δικαίωση της μελλοντικής του επιβίωσης. Υψιστα βέβαια εσχατολογική αντίληψη, αφού παραγνωρίζει όχι μόνο ότι κάθε γενιά ξαναγράφει την ιστορία ξανααφηγείται το παρελθόν της, αλλά κυρίως διότι επιχειρεί να δεσμεύσει τις σημερινές προταγματικές φαντασιώσεις σε παρελθούσες υποστασιώσεις. Η πάση θυσία συντήρηση του Φαντασιακού ιστορικού Υποκειμένου επιχειρεί να φιμώσει την δυνατότητα συλλογικής ανασύνταξης. Επιχειρώντας να παγώσει και να παγιώσει την εθνική αφήγηση, ο εθνικισμός προσπαθεί να εγκλωβίσει το σήμερα σ’ ένα παρελθόν ιστορικό Υποκείμενο).
Το παράδοξο (και το πρωθύστερο) είναι προφανές: αν επιμείνουμε στην ύπαρξη ενός ιστορικού Υποκειμένου, το υποκείμενο αυτό θα πρέπει να είναι ιστορικό (δηλαδή εξορισμού αναπροσαρμόσιμο, αβέβαιο και ακαθήλωτο). Στην έσχατη περίπτωση που η δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία των ανθρώπων θα αποφάσιζε ότι θα πρέπει να ανατρέψει ή να μεταβάλλει την ιδεολογικοποιημένη εθνική αφήγηση, θα έπρεπε να μπορεί να το κάνει. Με αυτήν την έννοια, τα έθνη ως απόλυτα ιστορικά Υποκείμενα είναι και πρέπει να είναι, αυτό-αναιρέσιμα και αυτοσχετικοποιήσιμα. Αυτό ακριβώς το (λογικό και ιστορικό) ενδεχόμενο θέλει να αποκλείσει ο ρατσιστικός λόγος. Η ουσιοκρατική και μεταφυσική αντίληψη του έθνους και της εθνικής κουλτούρας (ως υποστασιοποιημένων και διϊστορικών οντοτήτων) επιτρέπει τον αποκλεισμό του οποιουδήποτε αναπροσδιορισμού των συλλογικών προτεραιοτήτων. Σ’ αυτό ακριβώς κατατείνουν οι «ευγενέστερες» και «ευφυέστερες» σύγχρονες υποστασιώσεις που επαγγέλλονται την ανάγκη να «προστατευθεί» η εθνική κουλτούρα και το έθνος από τους παρείσακτους ξένους που απειλούν την ιδιαιτερότητα. Συχνά δε, στο ουσιαστικό αυτό επιχείρημα προστίθεται και η πραγματική και πολιτική προέκταση ότι, με δεδομένη την πολιτισμική ετερότητα των «άλλων» ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν η βία και η σύγκρουση είναι να οχυρωθεί ο εθνικός πολιτισμός ενάντια σε οποιαδήποτε απειλή πρόσμειξης και αλλοίωσής του από αλλογενή στοιχεία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κλείσουν τα σύνορα στους ξένους και ότι όσοι μένουν πρέπει να εκδιωχθούν, αν είναι ορατοί δια γυμνού βλέμματος, ή το πολύ να ενσωματωθούν βίαια, εάν είναι αόρατοι. Σημαίνει όμως και κάτι ανάμεσα στους φορείς διαφορετικών πολιτισμικών προτύπων αντιμετωπίζεται ως αναπόφευκτη, αν ως μόνη λύση προτάσσεται η πάση θυσία περιφρούρηση της πολιτισμικής ομοιογένειας, τότε ουσιαστικά δικαιώνονται οι ρατσιστικές εκτροπές, αν μη τι άλλο ως συμβάλλουσες στην εκβίαση της φυλετικής ομοιογένειας. Έτσι, στο μέτρο που η πραγματική εθνική ομοιογένεια είναι πια αδύνατη (για λόγους που αναφέρονται σε πολύ βαθύτερες και ανεπίστρεπτες τάσεις, του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος), οι «ευγενείς εθνικιστικοί ρατσισμοί» ελέγχονται ως αθεράπευτα αφελείς, ή μάλλον ως συνειδητά υποβολιμαίοι. Εκείνοι που δεν επαγγέλλονται την πλήρη οικονομική, πολιτική και επικοινωνιακή απομόνωση του εθνικού σχηματισμού από το παγκόσμιο σύστημα – και τέτοιοι φυσικά δεν υπάρχουν – και ζητούν ταυτόχρονα τον αποκλεισμό της πολιτισμικής πρόσμιξης ως μη διαπραγματεύσιμου εθνικού ολέθρου – δεν κάνουν τίποτε άλλο, από το να δικαιώνουν, να υποθάλπουν και να νομιμοποιούν τις ρατσιστικές εκρήξεις που «θα επιθυμούσαν» να αποφύγουν.
Έτσι, η εμμονή στην αξία της πολιτισμικής ομοιογένειας, στο πλαίσιο των επικρατειακών εθνικών οντοτήτων όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα του ρατσισμού αλλά το οξύνει. Η επιστροφή στην πολιτισμική απομόνωση είναι πολλαπλά αδύνατη, σ’ έναν κόσμο ο οποίος ολοένα περισσότερο «αναπτύσσεται» μέσα από τη συνεχή διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων, εργαζομένων και, προφανώς, ιδεών. Η ίδια η έννοια των «συνόρων» δεν παραπέμπει πλέον σ’ ένα κλειστό κοινωνικό σύστημα αλλά στην οργάνωση της πολιτικής εξουσίας, η οποία εξάλλου είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει ολοένα περισσότερες μορφές περιορισμού της παραδοσιακά απόλυτης κυριαρχίας της. Στο σημερινό κόσμο που αυτοσηματοδοτείται ως αναπτύξιμος και καταναγκαστικά αναπτυκτέος, η διασταύρωση και ο συγχρωτισμός ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες είναι εντελώς αναπόφευκτος. Και μ’ αυτήν την έννοια η ταυτόχρονη εμμονή στο αίτημα της πολιτισμικής ομοιογένειας και στο αίτημα της κοινωνικο-οικονομικής διόγκωσης είναι τόσο ανεδαφική όσο και ανιστόρητη. Εκείνοι λοιπόν που αποστρέφονται τη βία, εκείνοι που πιστεύουν ότι λύσεις υπάρχουν πάντοτε, εκείνοι που νοιώθουν ευθύνη για αυτά που συμβαίνουν γύρω τους – και ευτυχώς είναι ακόμα οι περισσότεροι – θα πρέπει να σκεφτούν ότι οι οποιεσδήποτε αλόγιστες εκλογικεύσεις της εθνικής ταυτότητας δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ανοίγουν το δρόμο στο ρατσισμό, στο φασισμό και στη βία. Οι συγκρούσεις που αποστρέφονται θα είναι τόσο ανεξήγητες και οδυνηρές αν ο τρέχων λόγος δεν αντιστέκεται στον πειρασμό της απόλυτης αφηγηματικής και προταγματικής θεμελίωσης του εθνικού γίγνεσθαι στην αμόλυντη εθνική ταυτότητα. (Οι διανοούμενοι, οι δημοσιογράφοι, οι άνθρωποι των media και κυρίως εκείνοι που διαμορφώνουν τον πολιτικό λόγο έχουν τεράστια ευθύνη. Το αιτούμενο δεν μπορεί να είναι ούτε να αποφύγουμε ούτε να περιορίσουμε τον οιονδήποτε «δυσάρεστο» πολιτισμικό συγχωτισμό, αλλά αντίθετα να τον θεσμοποιήσουμε, να τον αποδεχτούμε, να τον εκτονώσουμε. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω μιας μακρόχρονης «εκπαιδευτικής» διαδικασίας που αφήνει βέβαια ανοικτό το ερώτημα ποιος θα εκπαιδεύσει τους εκπαιδευτές).
Τα όρια βέβαια του οποιουδήποτε «πολιτισμικού βολονταρισμού» είναι στενόχωρα. Και για να αποφευχθούν τα γκέτο, τα κρεματόρια και τα απαρτχάϊντ, δεν αρκεί να πολεμηθεί ο ρατσιστικός λόγος. Θα πρέπει επίσης να προταχθούν οι πολιτικές εκείνες που θα κατατείνουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης στις απειλούμενες ιθαγενείς μάζες. Αν είναι αλήθεια ότι οι «ευτυχισμένοι λαοί δεν έχουν ιστορία», δηλαδή δεν έχουν τη μόνιμη ανάγκη μιας νομιμοποιητικής εθνικής αφήγησης, τότε η σχετικοποίηση της εθνοκεντρικής εκλογίκευσης περνάει μέσα από τη στοιχειώδη κοινωνική εξασφάλιση. Είναι προφανές ότι, στη σημερινή φάση, το βασικό συγκυριακό χαρακτηριστικό που ενεργοποιεί τις ρατσιστικές εξάρσεις είναι η αυξανόμενη ανεργία, που από πολλές απόψεις αποτελεί την «Κοντόφθαλμη» πολιτική επιλογή των κρατούντων, οι οποίοι σταθμίζουν τις οικονομικές αποφάσεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικές προεκτάσεις των επιλογών τους. Οι λεγόμενες κοινωνίες των δύο τρίτων που διαφαίνονται στον ορίζοντα είναι περίπου κατανάγκην καταδικασμένες στην εκτροφή ρατσιστικών και ίσως και φασιστικών κινημάτων.
Δεν είναι γενικά υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως ο ρατσιστικός λόγος ευδοκιμεί σε ρητή ή σιωπηρή αντιπαράθεση με έναν άλλο πολιτικό λόγο ο οποίος προτάσσει το αίτημα της λύσης των κοινωνικο-οικονομικών αντιθέσεων σε οικουμενικό επίπεδο. Ο λόγος αυτός, δηλαδή ο σοσιαλιστικός λόγος είναι ο μόνος που επιδιώκει, στη μακρά διάρκεια, να ξεφύγει από το θανάσιμο εναγκαλισμό του εθνικισμού. Και με την έννοια αυτή, είναι εντελώς σχηματική και ανιστόρητη η αναγωγή του «προλεταριακού διεθνισμού» απλώς και μόνο στα γεωπολιτικά συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά τις οποιεσδήποτε διαστροφές της, η διεθνιστική ιδεολογία υπήρξε η μόνη ουσιαστικά αντιρατσιστική ιδεολογία που επιχείρησε, χωρίς βέβαια να το πετύχει, να υλοποιήσει οικουμενικές απελευθερωτικές διαδικασίες. Το αίτημα όμως παραμένει ακέραιο. Αν ο σοσιαλισμός σε μια και μόνη χώρα αποδείχτηκε άπιαστος, το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με το φιλελευθερισμό, τον αντιρατσισμό και, ίσως, με την ίδια τη δημοκρατία.
Και εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να αντιπαρατεθούμε με ένα ευρύτερο ζήτημα, που συνδέεται με τις θεμελιακότερες αντιλήψεις μας για την κοινωνική οργάνωση. Το ζήτημα των ορίων και της κλίμακας στις οποίες θα συλλάβουμε τις βαθύτερες αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αν η «εσωτερική» επικρατειακής δημοκρατία ως σύστημα πολιτειακής οργάνωσης αποτελεί κατάκτηση που ανατρέχει στον προπερασμένο αιώνα, οι νέες παγκόσμιες συνθήκες επιβάλλον να ξανατεθεί το ζήτημα της σχέσης της δημοκρατίας με τα εκτός αυτής κείμενα. Η οικουμενικότητα των δημοκρατικών και φιλελεύθερων αξιών, που στηρίζονται στην αναπαλλοτρίωτη ελευθερία και αξιοπρέπεια που ατυχώς περιορίστηκε στους κόλπους των μεγάλων ανεπτυγμένων δημοκρατιών, που επεξέτειναν και σταθεροποίησαν τη παγκόσμια κυριαρχία τους ανεγείροντας πανίσχυρα συμβολικά και πολιτισμικά τείχη ανάμεσα στον «πολιτισμό» και στην «βαρβαρότητα». Αλλά η ίδια η κατασκευή της αντιπαράθεσης αυτής είναι προϊόν της δυτικής επέκτασης. Οι δημοκρατίες και οι ελευθερίες θεσπίστηκαν ως «επικρατειακές δημοκρατίες», των οποίων οι νομικές, λογικές και αξιακές προδιαγραφές ορίζονταν βάσει των εξουσιαστικών σχέσεων ανάμεσα στους λαούς. «Η αρμονική συνύπαρξη ανάμεσα στους δημοκρατικούς πολίτες της Βρετανίας και της Γαλλίας και στους αποικιακούς τους υπηκόους δίνει το μέτρο στο οποίο η δημοκρατία αντιμετωπίστηκε ως έννοια και κατάκτηση διαιρετή και εθνοκεντρική): στο 19ο αιώνα εντοπίζονται οι αφετηρίες του σύγχρονου ρατσισμού που κρυσταλλώθηκε και γενικεύτηκε στο όνομα της δημοκρατίας και του πολιτισμού. Η «πρόοδος» ως ιστορική αφήγηση και ως ιδεολόγημα είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη διείσδυση και διάλυση των άλλων πολιτισμών. Η οικουμένη, διαιρέθηκε έτσι σε πολιτιστικές ζώνες η ιεράρχιση των οποίων αναπαράγονταν στο όνομα της φυσικής ή ιστορικής ανωτερότητας της κυρίαρχης.
Η αποαποικιοποίηση των ετών ’60, που υπήρξε η απάντηση στην ασφυκτική πίεση των υπηκόων-μη πολιτών δεν αποτέλεσε παρά έναν επιπλέον εξορθολογισμό της δυτικής κυριαρχίας. Απεκδυόμενοι από την πολιτική και ηθική «ευθύνη» οι φιλελεύθεροι δημοκράτες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη διαιώνιση της οικονομικής και πολιτισμικής τους κυριαρχίας, χωρίς το κόστος της ηθικής και πολιτειακής συμμετοχής στην υπό κατασκευή νέα παγκόσμια τάξη. Η κραυγή του Levi Strauss που ζητάει από τη Δύση «να αφήσει τους πρωτόγονους ήσυχους» ήλθε πολύ αργά και παραβλέπει ότι η ίδια η αναπαραγωγή της Δυτικής κοινωνίας στηρίζεται στην καθυπόταξη, διάβρωση και εκμετάλλευση όλων των «άλλων», που ορίζονται ως άλλοι για να μπορούν να παραμένουν άλλοι. Σήμερα, οι εξαθλιωμένες τριτοκοσμικές μάζες απομυζούνται και περιφρονούνται και αφήνονται απλώς στην τύχη τους: όντας «εκτός πολιτισμού», ενδιαφέρουν τη δύση μόνο στο μέτρο που μετέχουν στο παγκόσμιο σύστημα ως παραγωγοί ή καταναλωτές. Όμως, η επικρατειακή δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή και μεταβατική ιστορική μορφή. Η φασιστική αυταρέσκεια των δυτικών, που επιμένουν να ενοχλούνται από τα επιφαινόμενα και μόνον της ρατσιστικής οργάνωσης του κόσμου χωρίς να ενδιαφέρονται για τα αίτιά της ήταν χαρακτηριστική. Όπως συνέβαινε για τους προλετάριους του 19ου αιώνα, έτσι και οι βάρβαροι της αυγής του 21ου αιώνα γίνονται αντιληπτοί μόνον εφόσον είναι άμεσα ορατοί. Και μόνον απόλυτη ηλιθιότητα και εθελότυφλος στρουθοκαμηλισμός μπορούν να εξηγήσουν το γεγονός ότι οι ευτυχείς πολίτες των λίγων ανεπτυγμένων χωρών δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι η διαβρωμένη δημοκρατική τους συνείδηση θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπη με τις ιστορικές προεκτάσεις του θεσμικού και οικονομικού ρατσισμού της. Τριάντα μόλις χρόνια μετά την αποαποικιοποίηση, και ακόμα πιο έντονα από τότε που κατέρρευσε η ισορροπία του τρόμου, η Δύση κατολισθαίνει ταχύτατα προς την αντίληψη ότι πρέπει να αντιμετωπίσει με τη βία τις ορδές των πεινώντων αλλοφύλων. Ως αναλώσιμοι υπάνθρωποι ή σκλάβοι, οι πολλαπλασιαζόμενοι «άλλοι» θα πρέπει βέβαια να αστυνομευτούν. Η οικουμένη θα πρέπει να μετατραπεί σ’ ένα τεράστιο και καλοφρουρούμενο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο πολιτισμός θα πρέπει να προστατευθεί από την μόλυνση και τη διάβρωση των βαρβάρων. Πληθαίνουν τα σήματα που προαναγγέλλουν τη μέρα όπου ο ρατσισμός θα εμφανιστεί ως αναγκαίος αμυντικός κοινός παρονομαστής εκείνων που θέλουν να περισώσουν τις ευρωπαϊκές αξίες. Και στο πλαίσιο αυτό τα παρελθόντα «εγκλήματα της ανθρωπότητας» κινδυνεύουν να έχουν υπάρξει τα μικρά και ασήμαντα προανακρούσματα αυτών που θα επακολουθήσουν. Με τη διαφορά βέβαια ότι η πλειοψηφία των δυτικών θα είναι πιθανότατα διατεθειμένη να τα μετονομάσει σε «αναγκαία μέτρα για τη σωτηρία της ανθρωπότητας» (Με τη θαυμαστή ευκολία που τον διέκρινε πάντοτε, ο ευρωπαϊκός λόγος προβαίνει σε επιλεκτικές και μόνο οικουμενικοποιήσεις. Αν το εμπόριο, οι πρώτες ύλες, η οικονομία και η λογική ανήκουν σε όλους, η δημοκρατία, οι ελευθερίες και η δυνατότητα επιβίωσης μπορεί να αναφέρονται μόνο στους εκλεκτούς. Και στο όνομα των αξιών που κρατάει ζηλότυπα για τον εαυτό της η Δύση νομίζει ότι δικαιούται να επιβάλλει τις οικονομικές ρυθμίσεις που θεωρεί αναγκαίες). Ο χιτλερικός παραλογισμός κινδυνεύει έτσι να μετατραπεί σε καθολικά αποδεκτή λογική. Έχοντας κατασκευάσει τη κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική βαρβαρότητα, ο δυτικός πολιτισμός θα κληθεί τώρα να την πατάξει. Μ’ αυτήν την έννοια, η αντίσταση της Δύσης στις διάχυτες και αυξανόμενες ρατσιστικές εκδηλώσεις είναι επιφανειακή, και αναφέρεται στα ορατά και μόνο επιφαινόμενα μιας πολύ βαθύτερης και ανεξέλεγκτης ιστορικής διαδικασίας. Εκείνοι που αρνούνται να σκεφτούν γύρω από τις ιστορικές προϋποθέσεις των ρατσιστικών εκρήξεων, εκείνοι που επιμένουν να λειτουργούν να μιλούν και να προγραμματίζουν αποδεχόμενοι, ακόμη και με «ενδεχόμενο δόλο» ότι η περαιτέρω εξουθένωση των φτωχών, των ξένων και των απόκληρων είναι αναπόφευκτη, εκείνοι που δεν αντιλαμβάνονται ότι η πάλη για τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία είναι οικουμενική και αδιαίρετη, εκείνοι που είναι διατεθειμένοι να προστατεύσουν τα «δικά τους» θεσμικά, οικονομικά και ιδεολογικά κεκτημένα ανεξάρτητα από συνέπειες, εκείνοι δηλαδή που συναποδέχονται ως δεδομένη, ανυπέρβλητη, και τώρα πια ίσως και «φυσική», την αντίθεση ανάμεσα στον «πολιτισμό» των πλουσίων και τη «βαρβαρότητα» των φτωχών είναι οι φορείς του πιο ύπουλου και φαρισαϊκού ρατσισμού, που χαρακτηρίζει την εποχή μας, ενός ρατσισμού που εμφανίζει τον εαυτό του όχι ως θύτη αλλά ως θύμα που παριστάνει ότι αμύνεται και όχι ότι επιτίθεται, που ισχυρίζεται ότι προστατεύει και ότι δεν αφανίζει. (Να κρατήσουμε τα πλούτη μας και την ηγεμονία μας χωρίς να «μολύνουμε» τον πολιτισμό μας, να η σημερινή εκλογίκευση της σχέσης με τους «άλλους». Η φετιχοποίηση της ιδιοκτησίας ξεχείλισε στο επίπεδο των συλλογικών φαντασιώσεων. Όλα δικά μας). Ο κυρίαρχος, σήμερα, πολιτικός λόγος εμμένει έτσι κοντόφθαλμα και ανιστόρητα στο αδύνατο εγχείρημα να αποχωρήσει το «παγκόσμιο οικονομικό σύστημα» από τα «εθνικά πολιτισμικά και πολιτικά συστήματα» αφήνοντας ασύδοτο το πρώτο και προκαλώντας ζηλότυπα το δεύτερο. Και αν, στο ευρωπαϊκό επίπεδο αρχίζει να διαφαίνεται η ιστορικά πρωτόγνωρη βούληση να ιχνηλατηθούν οι μορφές επέμβασης από μιαν οικονομική ολοκλήρωση σε μια πολιτική και πολιτισμική ολοκλήρωση, το πείραμα αυτό, όσο ενδιαφέρον και αν είναι παραμένει σχετικής μόνο εμβέλειας. Το πρόβλημα παραμένει ακέραιο και προς το παρόν τουλάχιστον δεν εμφανίζονται σημεία που να προοιωνίζονται στην ανατροπή της ιστορικής δυναμικής. Ολόκληρη η Δύση σκέφτεται, ελπίζει, οργανώνει και προβλέπει το μέλλον μέσα από τις διόπτρες ενός διάχυτου επιχειρησιακού ρατσισμού, ο οποίος καλύπτεται από τα πέπλα του ευρωκεντρικού ορθολογισμού. Τα φρικτά φαινόμενα που πολλαπλασιάζονται γύρω μας, ίσως να αντιμετωπίζονται με την καταστολή σε συνδυασμό με τη συνεχή καταγγελία τους. Αλλά η αντιμετώπιση αυτή δεν μπορεί να δώσει παρά προσωρινές λύσεις. Όσο κυριαρχεί ο οικονομικός, πολιτισμικός και συμβολικός εθνικισμός, οι φασιστικές εκλογικεύσεις και εκρήξεις θα τείνουν να επανέρχονται.
Στο ερώτημα τι δέον γενέσθαι δεν υπάρχει βέβαια απάντηση. Τα μέτωπα στα οποία πρέπει να δοθούν μάχες είναι πολλαπλά και η ενίσχυση του ενός θα τείνει ίσως να αποδυναμώσει τα άλλα. Έτσι αν η πάλη κατά του «εσωτερικού» ρατσισμού περνάει μέσα από την οικονομική και πολιτισμική ενσωμάτωση των ιθαγενών εκείνων στρωμάτων που περιθωριοποιούνται και περιάγονται σε αύξουσα αβεβαιότητα, η “πάλη κατά του εξωτερικού ρατσισμού” περνάει μέσα από τη ριζική αναθεώρηση των διεθνών οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών σχέσεων, ανισοτήτων και εξαρτήσεων. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα συνδέεται με την οικουμενικοποίηση της πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Η διαδικασία όμως αυτή, στις μέρες μας είναι ελάχιστα ορατή.
Αντίθετα, ο προοιωνιζόμενος αιώνας του «νέου εθνικισμού», που ανοίγεται μπροστά μας είναι ακόμη, πιο σκοτεινός από εκείνον που κλείνει. Σήμερα οι εθνικιστικές συγκρούσεις και εξάρσεις δεν κρυσταλλώνονται μόνο στις ανταγωνιστικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα εθνικά κράτη, ή ανάμεσα στις παγιωμένες μειονότητες που επιδιώκουν την ανάδειξη τους σε εθνικά κράτη. Στο παλαιό πρόβλημα των ενεργών ή δυνάμει δι-επικρατειακών συγκρούσεων προστίθενται τα ενδοεπικρατειακά προβλήματα που προκύπτουν από την ασυγκράτητη γεωγραφική κινητικότητα, ατόμων, πληθυσμών και πολιτισμικών προτύπων. Και στο πλαίσιο της νέας συγκυρίας είναι σαφές ότι οι δύο τόποι εκτροφής των φυλετικών μισαλλοδοξιών αλληλοτροφοδοτούνται και αλληλοενισχύονται. Με αποτέλεσμα να είναι ολοένα πιο δύσκολο να σπάσουν οι αλλεπάλληλοι φαύλοι κύκλοι που μας περιτριγυρίζουν.
Είναι λοιπόν, πολύ πιθανό ότι προσεγγίζουμε μια ιστορική περίοδο που θα χαρακτηρίζεται από ανεπίλυτα πολιτικά και πολιτισμικά διλλήματα, που ο καθένας από μας θα έχει να αντιμετωπίσει. "Ο Αγγλος συγγραφέας Ε. Μ. Φόρστερ είχε πει κάποτε "αν αναγκασθώ ποτέ να επιλέξω ανάμεσα στο να προδώσω τους φίλους μου και να προδώσω την πατρίδα μου, είθε ο θεός να μου δώσει τη δύναμη να προδώσω την πατρίδα μου". Το δίλλημμα στο οποίο μας εξωθούν οι αδυσώπητες παγκόσμιες εθνοκεντρικές πρακτικές θα είναι ίσως ακόμα χειρότερο. Εκείνο το οποίο έχουμε μάθει να ονομάζουμε πατρίδα μας κινδυνεύει να έλθει και να έρχεται συνεχώς αντιμέτωπο με όλες εκείνες τις ιδέες και αρχές τις οποίες έχουμε επιλέξει, αξιακά και λογικά ως κατευθυντήριες μήτρες των πολιτικών και ατομικών μας πρακτικών. Και εγώ τουλάχιστον, αν αναγκασθώ ποτέ να διαλέξω, είμαι υποχρεωμένος να αναφωνήσω, μαζί με τον Φόρστερ: "Είθε ο θεός να μου δώσει τη δύναμη να διαλέξω τις ιδέες μου". Διότι αν η πατρίδα μου με διαλέγει, τις ιδέες μου τις διάλεξα εγώ, ως ελεύθερο και υπεύθυνο άτομο".
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ
καθηγητής Κοινωνιολογίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθήνας
Τρίτη 8 Δεκέμβρη του 1992
0 σχόλια