1944 Τα μπλόκα στην κατοχική Αθήνα
Δεν ήταν μόνο οι έφοδοι σε γραφεία – εργοστάσια και σπίτια, οι συλλήψεις, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις που φόβιζαν τον πληθυσμό. Τη χρονιά αυτή η τρομοκρατία των Σωμάτων Ασφαλείας υπό την εποπτεία Γερμανών αξιωματικών απέκτησε μαζικές διαστάσεις
Στο μπλόκο των νοσοκομείων τα Τάγματα Ασφαλείας συνέλαβαν περισσότερους από 1.000 ανάπηρους του αλβανικού μετώπου και τους οδήγησαν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, το οποίο είχε μετατραπεί σε φυλακή. Από τους κρατούμενους αυτούς, οι δυνάμεις κατοχής αντλούσαν άτομα για τις εκτελέσεις που διενεργούσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και άλλες τοποθεσίες σε αντίποινα για αντιστασιακές ενέργειες
Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
Η Αθήνα υπήρξε η πόλη που έζησε με τον πιο σκληρό τρόπο τις συνέπειες της γερμανικής στρατιωτικής κατοχής. Αν το 1941, ο πρώτος χρόνος της Κατοχής, χαρακτηρίστηκε από τον φονικό λιμό, που άφησε πίσω του περίπου 50.000 νεκρούς, ο τελευταίος, το 1944, στιγματίστηκε από το πρωτόγνωρο καθεστώς τρομοκρατίας που επέβαλαν οι γερμανικές αρχές και η ελληνική δωσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη.
Το 1944, οι τεράστιες αντιστασιακές κινητοποιήσεις και η κατακόρυφη αύξηση της πολιτικής επιρροής του ΕΑΜ είχαν ανατρέψει πλήρως τα δεδομένα των πρώτων κατοχικών χρόνων. Το ΕΑΜ αποτελούσε πλέον την πολιτική δύναμη που αμφισβητούσε ευθέως την κυριαρχία των κατακτητών και απειλούσε με ανατροπή το αστικό πολιτικό καθεστώς μετά τη λήξη του πολέμου. Από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν με πολιτικούς όρους τη δυναμική του, οι κατοχικές αρχές και η δωσίλογη κυβέρνηση επιστράτευσαν τη βία και την τρομοκρατία για να καταστείλουν τη δράση του.
Την άνοιξη του 1943 διορίστηκε πρωθυπουργός ο έμπειρος πολιτικός Ιωάννης Ράλλης, θέτοντας ως προϋπόθεση για την ανάληψη της πρωθυπουργίας τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας προς αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Τους αμέσως επόμενους μήνες ο στενός του συνεργάτης, υπουργός Εσωτερικών Αναστάσιος Ταβουλάρης, μετέτρεψε τα Σώματα Ασφαλείας σε αντικομμουνιστικές ομάδες κρούσης, επαναφέροντας στην υπηρεσία αδίστακτους αξιωματικούς του Μεσοπολέμου, όπως τον υποστράτηγο Χωροφυλακής Αλέξανδρο Λάμπου και στρατολογώντας ακόμη και άτομα του κοινού ποινικού δικαίου ως ομαδάρχες των τμημάτων κρούσης της Χωροφυλακής.
Παράλληλα ο Ταβουλάρης πρωτοστάτησε στη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου Ελλήνων πρακτόρων, καταδοτών και βασανιστών σε στενή συνεργασία με τις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Στο τέλος του 1943 είχε συγκροτηθεί ένα ευρύ δίκτυο αντικομμουνιστικών υπηρεσιών, που λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία: όργανα της Ειδικής Ασφάλειας της Χωροφυλακής, του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων,(1) μέλη γερμανικών υπηρεσιών κατασκοπίας όπως η «Μπουντ» και η «3.000»,(2) και ασφαλείας όπως η GFP της Βέρμαχτ και τα SD των Ες-Ες και αντικομμουνιστικών οργανώσεων, όπως η «Χ» και ο ΕΔΕΣ Αθηνών, συνεργάζονταν στενά για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Συντονιστής της δράσης τους ήταν η έμπειρη στη δίωξη κομμουνιστών, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υπηρεσία της Ειδικής Ασφάλειας.(3) Οργανά της, μετά από συλλήψεις και βασανισμούς αντιστασιακών, συνέλεγαν πληροφορίες για τη δράση των ΕΑΜικών οργανώσεων και σχεδίαζαν τις «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις, που υλοποιούσαν τα Τάγματα Ασφαλείας.
Στο τέλος του 1943 είχε συγκροτηθεί ένα ευρύ δίκτυο αντικομμουνιστικών υπηρεσιών, που λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία: όργανα της Ειδικής Ασφάλειας της Χωροφυλακής, του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων,(1) μέλη γερμανικών υπηρεσιών κατασκοπίας όπως η «Μπουντ» και η «3.000»,(2) και ασφαλείας όπως η GFP της Βέρμαχτ και τα SD των Ες-Ες και αντικομμουνιστικών οργανώσεων, όπως η «Χ» και ο ΕΔΕΣ Αθηνών, συνεργάζονταν στενά για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Συντονιστής της δράσης τους ήταν η έμπειρη στη δίωξη κομμουνιστών, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υπηρεσία της Ειδικής Ασφάλειας.(3) Οργανά της, μετά από συλλήψεις και βασανισμούς αντιστασιακών, συνέλεγαν πληροφορίες για τη δράση των ΕΑΜικών οργανώσεων και σχεδίαζαν τις «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις, που υλοποιούσαν τα Τάγματα Ασφαλείας.
Η πρώτη επιχείρηση
Τον Νοέμβριο του 1943, βάσει ονομαστικών καταστάσεων που είχε συντάξει η Ειδική Ασφάλεια, οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη επιχείρηση των Ταγμάτων Ασφαλείας στην πρωτεύουσα. Το «μπλόκο των νοσοκομείων» έπληξε μια ισχυρή ΕΑΜική εστία αντίστασης, τους ανάπηρους του αλβανικού μετώπου. Η επισήμανση των «κρατικών οργάνων» που συνόδευε τις ονομαστικές καταστάσεις όπου καταγράφονταν τα μέλη του ΕΑΜ είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε:
«Η ταχεία σύλληψίς των θα προσφέρη τεραστίας υπηρεσίας ουχί μόνον εις την τάξιν του Νοσοκομείου και εις την κοινωνίαν των Αθηνών, αλλά εις ολόκληρον την Ελληνικήν κοινωνίαν. Το σύνθημα υμών ως Κρατικών οργάνων και ως Ελλήνων είναι εν και μόνον (θάνατος και μόνον θάνατος εις τους διαφθορείς των Εθνικών και Ιστορικών μας ιδεωδών)».(4)
Τον Νοέμβριο του 1943, βάσει ονομαστικών καταστάσεων που είχε συντάξει η Ειδική Ασφάλεια, οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη επιχείρηση των Ταγμάτων Ασφαλείας στην πρωτεύουσα. Το «μπλόκο των νοσοκομείων» έπληξε μια ισχυρή ΕΑΜική εστία αντίστασης, τους ανάπηρους του αλβανικού μετώπου. Η επισήμανση των «κρατικών οργάνων» που συνόδευε τις ονομαστικές καταστάσεις όπου καταγράφονταν τα μέλη του ΕΑΜ είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε:
«Η ταχεία σύλληψίς των θα προσφέρη τεραστίας υπηρεσίας ουχί μόνον εις την τάξιν του Νοσοκομείου και εις την κοινωνίαν των Αθηνών, αλλά εις ολόκληρον την Ελληνικήν κοινωνίαν. Το σύνθημα υμών ως Κρατικών οργάνων και ως Ελλήνων είναι εν και μόνον (θάνατος και μόνον θάνατος εις τους διαφθορείς των Εθνικών και Ιστορικών μας ιδεωδών)».(4)
Στο μπλόκο των νοσοκομείων τα Τάγματα Ασφαλείας συνέλαβαν περισσότερους από 1.000 ανάπηρους του αλβανικού μετώπου και τους οδήγησαν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, επί της οδού Πειραιώς, το οποίο είχε μετατραπεί σε φυλακή υπό τη διοίκηση της Χωροφυλακής. Οι κρατούμενοι αυτοί αποτέλεσαν τη δεξαμενή από την οποία οι δυνάμεις κατοχής αντλούσαν άτομα για τις εκτελέσεις που διενεργούσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και άλλες τοποθεσίες σε αντίποινα για διάφορες αντιστασιακές ενέργειες.
Η μαζική τρομοκρατία
Δεν ήταν όμως μόνο οι συλλήψεις, οι βασανισμοί, οι εκτελέσεις και οι έφοδοι σε εργοστάσια, δημόσιες υπηρεσίες και σπίτια, που τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό. Το 1944 η τρομοκρατία των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας, υπό την εποπτεία ολιγάριθμων Γερμανών αξιωματικών, απέκτησε μαζικές διαστάσεις λαμβάνοντας τη μορφή των περίφημων κατοχικών μπλόκων. Στο στόχαστρο μπήκαν ολόκληρες συνοικίες σε μια λογική συλλογικής ευθύνης για τη δράση των ΕΑΜικών οργανώσεων.
Δεν ήταν όμως μόνο οι συλλήψεις, οι βασανισμοί, οι εκτελέσεις και οι έφοδοι σε εργοστάσια, δημόσιες υπηρεσίες και σπίτια, που τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό. Το 1944 η τρομοκρατία των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας, υπό την εποπτεία ολιγάριθμων Γερμανών αξιωματικών, απέκτησε μαζικές διαστάσεις λαμβάνοντας τη μορφή των περίφημων κατοχικών μπλόκων. Στο στόχαστρο μπήκαν ολόκληρες συνοικίες σε μια λογική συλλογικής ευθύνης για τη δράση των ΕΑΜικών οργανώσεων.
Τα μπλόκα ικανοποιούσαν τις ανάγκες και των δύο συνεργαζόμενων πλευρών. Οι Γερμανοί επιδίωκαν την κάμψη του αντιστασιακού κινήματος με στόχο την όσο το δυνατόν ανενόχλητη αποχώρησή τους από την Αθήνα και παράλληλα την εξασφάλιση εργατικού δυναμικού προς καταναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια. Παράλληλα η κυβέρνηση Ράλλη επιδίωκε να πλήξει το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα, όσο ακόμη είχε την προστασία των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, για να αποτρέψει την κατάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ μετά την αποχώρηση των κατακτητών.
Τα μπλόκα διενεργούνταν βάσει πληροφοριών, που συνέλεγε κυρίως η Ειδική Ασφάλεια με την απαγωγή κατοίκων και την απόσπαση πληροφοριών μετά από βασανιστήρια ή την άντληση πληροφοριών από «ειδικούς συνεργάτες», συνήθως ιδιοκτήτες περιπτέρων, κουρείων, μπακάλικων κ.λπ. Η έναρξη των επιχειρήσεων γινόταν πάντα τις πρώτες πρωινές ώρες, για να πιάσουν τους κατοίκους κυριολεκτικά στον ύπνο, με την άφιξη των φορτηγών που μετέφεραν τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και τη διασπορά των δυνάμεων ανά 40 με 50 μέτρα προς σχηματισμό της περιμέτρου του μπλόκου. Μόλις ξημέρωνε ένας αξιωματικός καλούσε με τηλεβόα όλους τους άνδρες ηλικίας άνω των 14 ή 16 ετών να παρουσιαστούν στην κεντρική πλατεία ή άλλο κεντρικό χώρο της συνοικίας, με την απειλή ότι όσοι συλλαμβάνονταν να κρύβονται θα εκτελούνταν επιτόπου. Το καθεστώς πλήρους τρομοκρατίας που επικρατούσε κατά τη διάρκεια των μπλόκων καταγράφεται στην κατάθεση της Σταυρούλας Κ. σε μεταπολεμική δίκη των υπαιτίων για το πρώτο μπλόκο της Αθήνας, που έγινε στις 15 Μαρτίου στην Καλογρέζα:
«Θα μαρτυρήσεις ή όχι;»
«Βγήκα στο δρόμο κ. πρόεδρε και είδα που καίγανε τα μαγαζιά. Μου λέει ένας τσολιάς: “έλα μαζύ μου στο τμήμα” και πήγα. […] Ενας με μαύρα γυαλιά μού λέει: “Μωρή πουτάνα θα μαρτυρήσεις ή όχι;”. Δεν ήξερα τίποτα, τι νάλεγα; Κι’ αυτός: «Μπρος γδύσου». Ερχεται ο Λάμπου και μου σκίζει το φόρεμα με ψαλίδι, ύστερα το κομπινεζόν και τέλος μ’ άφησε γυμνή. Γυρίζει σε κάποιον και του λέει: «Βάρα της». […] Μ’ έδειραν πολύ. Λιποθύμησα και μούριξαν νερό. Με ξανάδειραν. Το σώμα μου έγινε κατάμαυρο».(5)
«Βγήκα στο δρόμο κ. πρόεδρε και είδα που καίγανε τα μαγαζιά. Μου λέει ένας τσολιάς: “έλα μαζύ μου στο τμήμα” και πήγα. […] Ενας με μαύρα γυαλιά μού λέει: “Μωρή πουτάνα θα μαρτυρήσεις ή όχι;”. Δεν ήξερα τίποτα, τι νάλεγα; Κι’ αυτός: «Μπρος γδύσου». Ερχεται ο Λάμπου και μου σκίζει το φόρεμα με ψαλίδι, ύστερα το κομπινεζόν και τέλος μ’ άφησε γυμνή. Γυρίζει σε κάποιον και του λέει: «Βάρα της». […] Μ’ έδειραν πολύ. Λιποθύμησα και μούριξαν νερό. Με ξανάδειραν. Το σώμα μου έγινε κατάμαυρο».(5)
Μετά τη συγκέντρωση των κατοίκων ακολουθούσε ο έλεγχος των σπιτιών από τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, που σχεδόν πάντα συνοδευόταν από πλιάτσικο. Στη συνέχεια αναλάμβαναν δράση οι γνωστοί κουκουλοφόροι που κατέδιδαν μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων. Ο Τζώρτζης Μαράτος περιγράφει την απάνθρωπη αυτή δοκιμασία κατά τη διάρκεια του μπλόκου στου Ζωγράφου:
«Κατά τις έντεκα φάνηκε ένα γερμανικό αυτοκίνητο με Γερμανούς και Ελληνες αξιωματικούς και κάποιον που φορούσε στο κεφάλι μια μαύρη κουκούλα. Και άρχισε η επιθεώρηση. Μπροστά πήγαινε αυτός με την κουκούλα, για να μην αναγνωρίζεται, και με δύο τρύπες στα μάτια για να βλέπει. Νεκρική σιγή [...] Κάποια στιγμή σηκώνει το δάκτυλο και δείχνει τον Νίκο, τον κουρέα. Ολοι ξέραμε ότι ήταν ΕΑΜίτης. Κρύος ιδρώτας μάς έλουσε. Αμέσως τον πιάνουν δύο και τον πάνε στην άκρη. Πιο πέρα δείχνει τον κύριο Ιωάννου, τον δικηγόρο. Επειτα τον κύριο Αγησίλαο, τον δάσκαλο του δημοτικού. Ερχεται κοντά μας, και μου φαίνεται ότι αναγνωρίζω τον παραγιό που δούλευε στο φούρνο του Πανταζόπουλου. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι μπορεί να του είχα πει καμία άσχημη κουβέντα όταν μου ζύγιζε το ψωμί».(6)
«Κατά τις έντεκα φάνηκε ένα γερμανικό αυτοκίνητο με Γερμανούς και Ελληνες αξιωματικούς και κάποιον που φορούσε στο κεφάλι μια μαύρη κουκούλα. Και άρχισε η επιθεώρηση. Μπροστά πήγαινε αυτός με την κουκούλα, για να μην αναγνωρίζεται, και με δύο τρύπες στα μάτια για να βλέπει. Νεκρική σιγή [...] Κάποια στιγμή σηκώνει το δάκτυλο και δείχνει τον Νίκο, τον κουρέα. Ολοι ξέραμε ότι ήταν ΕΑΜίτης. Κρύος ιδρώτας μάς έλουσε. Αμέσως τον πιάνουν δύο και τον πάνε στην άκρη. Πιο πέρα δείχνει τον κύριο Ιωάννου, τον δικηγόρο. Επειτα τον κύριο Αγησίλαο, τον δάσκαλο του δημοτικού. Ερχεται κοντά μας, και μου φαίνεται ότι αναγνωρίζω τον παραγιό που δούλευε στο φούρνο του Πανταζόπουλου. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι μπορεί να του είχα πει καμία άσχημη κουβέντα όταν μου ζύγιζε το ψωμί».(6)
Μετά τη διαδικασία εντοπισμού των μελών των EAMικών οργανώσεων, ακολουθούσε η επιτόπου εκτέλεσή τους, υπό τα βλέμματα των υπόλοιπων συγκεντρωμένων.
Ο Γιάννης Γκούτας θυμάται τη σκηνή της εκτέλεσης των πρώτων πέντε ατόμων κατά τη διάρκεια του μπλόκου στον Βύρωνα, στις 7 Αυγούστου του 1944:
Παιδιά στημένα για εκτέλεση
«Βλέπω πέντε νέα παιδιά στημένα για εκτέλεση λίγα μέτρα μπροστά από εμάς! […] Ζούμε μια αφάνταστα τραγική κατάσταση, μια κατάσταση αλλοφροσύνης. Στημένα μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα […] τα παιδιά αυτά έφτασαν σε τέλεια απόγνωση. […] Παρακαλούν, κλαίνε, γονατίζουν, προσεύχονται, φωνάζουν μ’ όση δύναμη τους απόμεινε πως είναι αθώα. […] Δόθηκε το πρόσταγμα […] και με μια ομοβροντία και τα πέντε παλικάρια έπεσαν αιμόφυρτοι. […] Υστερα απ’ το μακελειό, Γερμανοί και τσολιάδες, αδελφωμένοι, κάνουν βόλτες δίπλα στα πτώματα και συζητούν σαν να μην έγινε τίποτα!».(7)
«Βλέπω πέντε νέα παιδιά στημένα για εκτέλεση λίγα μέτρα μπροστά από εμάς! […] Ζούμε μια αφάνταστα τραγική κατάσταση, μια κατάσταση αλλοφροσύνης. Στημένα μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα […] τα παιδιά αυτά έφτασαν σε τέλεια απόγνωση. […] Παρακαλούν, κλαίνε, γονατίζουν, προσεύχονται, φωνάζουν μ’ όση δύναμη τους απόμεινε πως είναι αθώα. […] Δόθηκε το πρόσταγμα […] και με μια ομοβροντία και τα πέντε παλικάρια έπεσαν αιμόφυρτοι. […] Υστερα απ’ το μακελειό, Γερμανοί και τσολιάδες, αδελφωμένοι, κάνουν βόλτες δίπλα στα πτώματα και συζητούν σαν να μην έγινε τίποτα!».(7)
Μετά τις εκτελέσεις οι συγκεντρωμένοι σχημάτιζαν μεγάλες φάλαγγες περνώντας από κεντρικούς δρόμους της συνοικίας προς παραδειγματισμό των υπολοίπων κατοίκων και οδηγούνταν στα τοπικά αστυνομικά τμήματα όπου, μετά από διαλογή, άλλοι οδηγούνταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και από εκεί με τρένα στα εργοστάσια της Γερμανίας και άλλοι στις φυλακές της Χωροφυλακής.
Η γεωγραφία των μπλόκων αντανακλά τις κύριες εστίες ανάπτυξης του EAMικού αντιστασιακού κινήματος. Ολα τα μεγάλα μπλόκα πραγματοποιήθηκαν σε προσφυγικές και παράλληλα εργατικές συνοικίες το καλοκαίρι 1944: σε Νέα Ιωνία, Γούβα, Περιστέρι, Βύρωνα, Κατσιπόδι (Δάφνη), Δουργούτι (Νέος Κόσμος), Νέα Σμύρνη, Κοκκινιά και Καλλιθέα, σε διάστημα μόλις δύο μηνών συνελήφθηκαν περίπου 10.500, από τα οποία περίπου 2.500 στάλθηκαν στη Γερμανία προς καταναγκαστική εργασία και εκτελέστηκαν επιτόπου περίπου 430 άτομα.
Η τραυματική εμπειρία των κατοχικών μπλόκων έπληξε ανεπανόρθωτα την κοινωνική συνοχή. Ηταν η εμπειρία, που από κοινού με αυτή των μαζικών εκτελέσεων, των βασανιστηρίων, της μαύρης αγοράς και του λιμού, προκάλεσαν έναν βαθύ διχασμό στη βάση της ελληνικής κοινωνίας. Οι προϋποθέσεις για την εκδήλωση της ένοπλης σύγκρουσης του Δεκέμβρη και αργότερα του Εμφυλίου είχαν τεθεί πολύ πριν από την αιματηρή καταστολή του EAMικού συλλαλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου στην πλατεία Συντάγματος.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων ιδρύθηκε τον Μάιο του 1939 από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά με επικεφαλής τον αστυνόμο Νίκο Μπουραντά. Υπήρξε η μοναδική υπηρεσία της Αστυνομίας Πόλεων που επέδειξε έντονη αντικομμουνιστική δράση κατά την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα. Για τη δράση του βλέπε, Αλέξανδρος Αυδής, «Οι Μπουραντάδες», Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.
2. Οι οργανώσεις αντικατασκοπίας «ΜΠΟΥΝΤ» και «3.000» είχαν συσταθεί από τις αρχές κατοχής και στελεχωθεί κυρίως από Ελληνες, με στόχο τη συγκέντρωση πληροφοριών για τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων. Κεντρικό ρόλο στην οργάνωση «3.000» διαδραμάτισε ο γιος του διευθυντή Ασφαλείας του υπουργείου Εσωτερικών, υποστράτηγου Χωροφυλακής Στυλιανού Παπαγρηγοράκη, ο οποίος υπηρετούσε ως ανθυπομοίραρχος στην Ειδική Ασφάλεια, εφημερίδες «Ελευθερία», 5 Νοεμβρίου 1946 και «Ριζοσπάστης», 12 Αυγούστου 1947.
3. Η Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας της Χωροφυλακής είχε συσταθεί τον Φεβρουάριο του 1929 από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου με στόχο την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος, «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», τεύχος Α, 21 Φεβρουαρίου 1929.
4. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μικρές Συλλογές Κ 163, «Κατάστασις απολύτως αποδεδειγμένων κομμουνιστών εδρευόντων εν τω Β΄ Στρατ. Νοσοκομείω (Μονή Πετράκη)» και «Κατάστασις εμφαίνουσα κομμουνιστικά στελέχη του Γ΄ Στρατ. Νοσοκομείου (Αμπελόκηποι)».
5. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 10 Νοεμβρίου 1946.
6. Τζώρτζης Μαράτος, «Ο κόκκινος σταυρός», Αθήνα, Εστία, 2004, σ. 62.
7. Γιάννης Γκούτας, «Υπό συνθήκες σκλαβιάς. Το χρονικό μιας ομηρίας», Αθήνα, Ωμέγα, 2005, σσ. 23-24.
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος και διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η διδακτορική του διατριβή εκδόθηκε με τίτλο: «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων ιδρύθηκε τον Μάιο του 1939 από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά με επικεφαλής τον αστυνόμο Νίκο Μπουραντά. Υπήρξε η μοναδική υπηρεσία της Αστυνομίας Πόλεων που επέδειξε έντονη αντικομμουνιστική δράση κατά την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα. Για τη δράση του βλέπε, Αλέξανδρος Αυδής, «Οι Μπουραντάδες», Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.
2. Οι οργανώσεις αντικατασκοπίας «ΜΠΟΥΝΤ» και «3.000» είχαν συσταθεί από τις αρχές κατοχής και στελεχωθεί κυρίως από Ελληνες, με στόχο τη συγκέντρωση πληροφοριών για τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων. Κεντρικό ρόλο στην οργάνωση «3.000» διαδραμάτισε ο γιος του διευθυντή Ασφαλείας του υπουργείου Εσωτερικών, υποστράτηγου Χωροφυλακής Στυλιανού Παπαγρηγοράκη, ο οποίος υπηρετούσε ως ανθυπομοίραρχος στην Ειδική Ασφάλεια, εφημερίδες «Ελευθερία», 5 Νοεμβρίου 1946 και «Ριζοσπάστης», 12 Αυγούστου 1947.
3. Η Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας της Χωροφυλακής είχε συσταθεί τον Φεβρουάριο του 1929 από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου με στόχο την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος, «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», τεύχος Α, 21 Φεβρουαρίου 1929.
4. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μικρές Συλλογές Κ 163, «Κατάστασις απολύτως αποδεδειγμένων κομμουνιστών εδρευόντων εν τω Β΄ Στρατ. Νοσοκομείω (Μονή Πετράκη)» και «Κατάστασις εμφαίνουσα κομμουνιστικά στελέχη του Γ΄ Στρατ. Νοσοκομείου (Αμπελόκηποι)».
5. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 10 Νοεμβρίου 1946.
6. Τζώρτζης Μαράτος, «Ο κόκκινος σταυρός», Αθήνα, Εστία, 2004, σ. 62.
7. Γιάννης Γκούτας, «Υπό συνθήκες σκλαβιάς. Το χρονικό μιας ομηρίας», Αθήνα, Ωμέγα, 2005, σσ. 23-24.
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος και διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η διδακτορική του διατριβή εκδόθηκε με τίτλο: «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012
0 σχόλια