60 χρόνια από το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου (1946-1949)
Του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στις συζητήσεις μεταξύ φίλων και οπαδών της Αριστεράς ένα θέμα κυριαρχούσε για πολλά χρόνια, που ετίθετο υπό τη μορφή ερωτήματος: Γιατί το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που ήταν η κύρια αντιστασιακή δύναμη της περιόδου της ξενικής Κατοχής, δεν κατέλαβε την εξουσία τον πρώτο καιρό μετά την απελευθέρωση ώστε να δώσει τη δική της λύση στο ελληνικό πολιτικό πρόβλημα.
Αν δεν υπήρχε η ξενική επέμβαση και η τριπλή κατοχή της Ελλάδας (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε για ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και Τάγματα Ασφαλείας.
Οι εσωτερικές αντιθέσεις θα έπαιρναν μιαν άλλη μορφή, αλλά ίσως όχι αυτή που πήραν στη διάρκεια της δεκαετίας του '40.
Την περίοδο της Κατοχής το ΕΑΜ, η κύρια αντιστασιακή δύναμη στη χώρα, κέρδισε σημαντική επιρροή σε διάφορους κοινωνικούς χώρους, δυνάμωσε οργανωτικά και πολιτικά, απέκτησε σοβαρή στρατιωτική δύναμη (ΕΛΑΣ) που της επέτρεπε ν' ατενίζει μ' αισιοδοξία το μέλλον. Η Αριστερά είχε παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 που είχαν επιβάλει ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και ο Ι. Μεταξάς. Η δικτατορία είχε κινηθεί με ιδιαίτερη μεθοδικότητα για την εξουδετέρωση της Αριστεράς. Είχε φυλακίσει, εξορίσει και βασανίσει πολλούς οπαδούς και μέλη της Αριστεράς και όχι μόνο, ανάμεσά τους και το σύνολο σχεδόν της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Για πρώτη φορά στο ΚΚΕ προσφερόταν η χρυσή ευκαιρία, μετά το τέλος της Κατοχής, να επιβάλει διαφορετικές λύσεις στο ελληνικό πολιτικό πρόβλημα από εκείνες που είχαν επιβληθεί στη χώρα προπολεμικά.
Ενα σημαντικό τμήμα των νοσταλγών της 4ης Αυγούστου (και όχι μόνο), είτε από ιδεολογική συγγένεια είτε για ν' αντιμετωπίσει καλύτερα την ανερχόμενη Αριστερά, προσχώρησε και στελέχωσε τα Τάγματα Ασφαλείας που οργανώθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές.
Ενας μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο Ε. Βαζαίος, που υπηρέτησε την περίοδο της Κατοχής στον ΕΛΑΣ, παρατήρησε ότι «οι πλείστοι των καταταγέντων» στα Τάγματα Ασφαλείας ήταν «ιδεολόγοι που εμίσουν τον κομμουνισμό» αλλά και «πας υπηρετών εις τον ΕΛΑΣ ανεξαρτήτως ιδεολογίας, εμίσει θανασίμως τα Τάγματα Ασφαλείας διότι επίστευεν απολύτως και εθεώρει ειλικρινείς όλας τας προκηρύξεις των Αγγλων και του στρατηγείου Μέσης Ανατολής, αι οποίαι τα απεκάλουν προδοτικά». «Το μίσος επομένως εις τον μοιραίον εμφύλιον πόλεμον ήτο σφοδρόν εκατέρωθεν και δεν υπήρχε οίκτος διά τους περισσοτέρους». 1
Η διαμάχη και οι συγκρούσεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση. Αξιωματικοί και άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν καλοδεχούμενοι στον αναδιοργανούμενο κυβερνητικό στρατό ή σε άλλες κυβερνητικές δυνάμεις και υπηρεσίες, ενώ ένα τμήμα των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στελέχωσε το νέο αντάρτικο στρατό που άρχισε να δημιουργείται το 1946, με την ονομασία «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας».
Ηταν φυσικό η ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ να σκέφτεται και να κάνει σχέδια για το μεταπολεμικό κόσμο. Ομως στη διάρκεια του πολέμου δεν μπορούσε να προχωρήσει πέραν των ορίων που έθετε η Αντιχιτλερική Συμμαχία, που στην ουσία ήταν ένας ιδιαίτερος, διεθνής, προσωρινός, ιστορικός συμβιβασμός. Τι συνέβαινε; Οι δύο μεγάλες αγγλοσαξονικές καπιταλιστικές χώρες, η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είχαν συμμαχήσει με την κομμουνιστική Σοβιετική Ενωση και τους ιδεολογικούς φίλους της ανά τον κόσμο, για να πολεμήσουν από κοινού τον Αξονα. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια λυκοφιλία, που όμως έπρεπε να διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πολέμου. Η ηγεσία της Αριστεράς είχε σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας από το 1943, που όμως ατόνησε και δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή.
Η ηγεσία του ΚΚΕ προσπάθησε ν' ακολουθήσει με συνέπεια την πολιτική εθνικής ενότητας απέναντι στον ξένο κατακτητή, που πρόβαλλε επίσης η Σοβιετική Ενωση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ετίθεντο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και κοινωνικά αιτήματα για το παρόν και το μέλλον.
Αλλωστε, το ενωτικό πνεύμα της Αντιχιτλερικής Συμμαχίας -που τα μέλη της είχαν τελείως διαφορετικές ιδεολογικές κατευθύνσεις- θα έπρεπε να εκδηλωθεί και στις επιμέρους κατεχόμενες χώρες.
Ενα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η διάλυση από τον Στάλιν, τον Μάιο του 1943, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, του ανώτατου οργάνου των Κ.Κ. Σε συνέντευξή του προς το βρετανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο «Ρόιτερς», ο Στάλιν τόνισε ότι η πρωτοβουλία του για τη διάλυση του ανώτατου οργάνου των Κομμουνιστικών Κομμάτων στόχευε να συμβάλει αποφασιστικά «στην ενίσχυση της ενότητας του ενιαίου μετώπου των Συμμάχων» στον αγώνα τους εναντίον του φασισμού.
Με βάση τη γενική ενωτική πολιτική της πολεμικής περιόδου και τις κατά καιρούς σοβιετικές υποδείξεις, μέλη της ΕΑΜικής ηγεσίας εντάχθηκαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Οι Βρετανοί ηγέτες ήλπιζαν ότι μεταπολεμικά θα μπορούσαν να επανεπιβάλουν την παλιά επιρροή τους στα ελληνικά πολιτικά πράγματα και οπωσδήποτε δεν πείθονταν από τις εκδηλώσεις «φιλίας» του ΕΑΜ. Ηθελαν να ξεκαθαρίσουν το δρόμο για την επιστροφή της μοναρχίας στην Ελλάδα και το ΕΑΜικό κίνημα το έβλεπαν ως έναν σοβαρό αντίπαλο, που έπρεπε να εξουδετερωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ή τουλάχιστον να μειωθεί σημαντικά η επιρροή του.
Οπως προκύπτει ανάγλυφα από τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, ο Βρετανός πρωθυπουργός περίμενε «οπωσδήποτε» τη σύγκρουση με το ΕΑΜ, που δεν έπρεπε να την αποφύγει υπό τον όρο ότι θα έχει επιλεγεί «προσεχτικά το έδαφος».
Ομως «η ένοπλη διαμαρτυρία» του ΕΛΑΣ, το Δεκέμβρη του 1944, βρίσκει τους Βρετανούς αρχικά ανέτοιμους. Ο Τσόρτσιλ έχει έκδηλα υποτιμήσει τους αντιπάλους του. Αναγκάζεται ν' αποσπάσει σημαντικές δυνάμεις από το μέτωπο του πολέμου εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας. Στον Βρετανό στρατηγό Ουίλσον, ο Τσόρτσιλ τόνισε εμπιστευτικά ότι «η αποκατάσταση του νόμου και της τάξης στην Αθήνα είναι πιο σημαντική από την κατάληψη της Μπολόνια».2
Οι δυσκολίες του Τσόρτσιλ στην αντίσταση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που περιορίζεται στην Αθήνα και τον Πειραιά, χαροποιούν τους «φίλους» του Ρώσους και Αμερικανούς.
Αλλά η σύγκρουση του Δεκέμβρη, παρά τον περιορισμένο σχετικά χρόνο διάρκειάς της, εντείνει τις εσωτερικές αντιθέσεις καθώς και οι δύο πλευρές θρηνούν θύματα.
Ο ΕΛΑΣ υφίσταται μια ήττα αλλά δεν χάνει ολοκληρωτικά τη μάχη. Διατηρεί σημαντικές δυνάμεις και κρύβει ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού του, περιμένοντας καλύτερη στιγμή.
Από την άλλη, μετριοπαθείς δυνάμεις του ΕΑΜ αποστασιοποιούνται ώς ένα βαθμό από την οργάνωση. Ενώ μετριοπαθείς φιλελεύθερες δυνάμεις του βενιζελικού χώρου, που θα μπορούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες να συμμετάσχουν σ' ένα αντιμοναρχικό μέτωπο ωθούνται προς τα δεξιά «από τον πανικό της εποχής», το φόβο της κομμουνιστικής επικράτησης, όπως αναφέρει ο Γιώργιος Σεφέρης.3
Η βρετανική ηγεσία παράλληλα με την Αριστερά είχε σοβαρά προβλήματα με τον Γεώργιο Β', που απαιτούσε να τον επαναφέρουν οι βρετανικές λόγχες στην Ελλάδα ανεξάρτητα από τη θέληση του ελληνικού λαού, και μάλιστα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Ο Γεώργιος αρνούνταν να δεχτεί τη βρετανική τακτική που στόχευε τελικά στην επιστροφή του και μόνο κάτω από τις απειλές του Τσόρτσιλ αποδέχτηκε, στη διάρκεια του Δεκέμβρη, τη λύση της αντιβασιλείας στο πρόσωπο του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.
Ο Βρετανός υπουργός Μακμίλαν στις αρχές του 1945 έγραψε στο ημερολόγιο του ότι παράλληλα «με τους κομμουνιστές συνωμότες», «ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι ο πραγματικός κακός της παράστασης». Από το χειμώνα του 1943 στο Κάιρο «ελισσόταν και παλινωδούσε». Και αρνούνταν να κάνει μια ξεκάθαρη δήλωση ότι δεν θα επιστρέψει στην Ελλάδα πριν ο λαός ν' αποφανθεί περί του πολιτειακού μ' ένα γνήσιο δημοψήφισμα· έτσι «το ισχυρό όπλο της αντιμοναρχικής προπαγάνδας» δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο αποτελεσματικά για τους «εξτρεμιστές». Ο Μακμίλαν δεν ξεχνούσε ότι η Ελλάδα ήταν από παλιά «διαιρεμένη» μεταξύ φιλο-μοναρχικών και δημοκρατών. «Ο βασιλιάς ήταν επικεφαλής ενός κόμματος - γενικά του φιλογερμανικού κόμματος, και όχι της χώρας».
Ενώ αντίθετα η βενιζελική παράδοση ήταν «δημοκρατική και φιλοβρετανική». Και η βασιλική στάση είχε «την τραγική της πλευρά», αφού προκαλούσε τη διαίρεση των αστικών κομμάτων αντί της κοινής τους αντιπαράθεσης» απέναντι στο μαρξισμό και την επανάσταση». 4
Αλλά οι ανησυχίες της βρετανικής ηγεσίας για το χαρακτήρα του Γεωργίου εκδηλώνονταν στον στενό ηγετικό της κύκλο και δεν αποκαλύπτονταν ευρύτερα. Η βρετανική ηγέτιδα τάξη είχε τις δικές της εμμονές, τα ταμπού και τα δόγματά της που την προσανατόλιζαν στην αποφασιστική υποστήριξη του Γεωργίου, αν και μια βενιζελική αντιμοναρχική κυβέρνηση πιθανόν να εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά της. Από την άλλη πλευρά, η επιστροφή του αρχηγού του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη από το στρατόπεδο του Νταχάου, στα τέλη Μαΐου 1945, ενίσχυσε -λόγω της ιδιοσυγκρασίας και των ιδεών του- τις επαναστατικές διαθέσεις του κόμματος.
Οπως είχε τονίσει στον γράφοντα ο Πέτρος Ρούσος, σε συναντήσεις μας, ο Ζαχαριάδης «ήθελε να πετύχει εκείνο που δεν είχαμε καταφέρει εμείς», δηλαδή την κατάληψη της εξουσίας και την ανατροπή του αστικού καθεστώτος.
Βέβαια, ο Ζαχαριάδης και ο Γεώργιος δεν αποτέλεσαν την αιτία για την ένοπλη σύγκρουση που επακολούθησε μεταξύ 1946-1949, ήταν όμως οπωσδήποτε εκφραστές ενός σκληρού πυρήνα ιδεολογικών φίλων τους στην Ελλάδα.
Τα αίτια του εμφυλίου πολέμου ήταν πολλά και ποικίλα, εσωτερικά αλλά και διεθνή.
Υπήρχαν σοβαρές κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα από την προπολεμική περίοδο, που μερικές φορές είχαν επιδεινωθεί στη διάρκεια του πολέμου.
Η ηγεσία του ΚΚΕ τόνιζε, τον Οκτώβριο του 1945, ότι «την Ελλάδα χωρίζουνε καθαρά δυο στρατόπεδα. Πρώτα το στρατόπεδο της πλουτοκρατίας. Συγκεντρώνει στις γραμμές του τους δωσίλογους, τα παλιά τζάκια, όλους τους εκμεταλλευτές. Το άλλο στρατόπεδο αποτελεί ο κόσμος του ΕΑΜ, το μέτωπο της Λαϊκής Δημοκρατίας».
Αλλά οι κοινωνικές ανισότητες δεν έχουν οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα έναν εμφύλιο πόλεμο, μια ταξική ένοπλη σύγκρουση.
Την ίδια περίοδο στη γειτονική Τουρκία οι κοινωνικές αντιθέσεις θα πρέπει να ήταν πιο έντονες απ' αυτές την Ελλάδα, όμως δεν έγινε εμφύλιος πόλεμος. Από τη μια πλευρά υπήρχε το τουρκικό στρατιωτικό και οικονομικό κατεστημένο, που είχε την ένοπλη δύναμη με το μέρος του. Από την άλλη πλευρά δεν υπήρχε ο υποκειμενικός εκείνος παράγοντας, ένα πολιτικό ή θρησκευτικό κόμμα ή οργάνωση, που να μπορεί να εμπνεύσει ένα σημαντικό τμήμα του λαού -και κυρίως των κοινωνικά καταπιεσμένων- με μια επαναστατική ιδεολογία ανατροπής.
Αντίθετα, στην Ελλάδα ή την Κίνα υπήρχε αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας: ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα.
Η αμερικανική ηγεσία παρατήρησε ότι «η τουρκική κυβέρνηση και ο λαός της ήταν ενωμένοι» και αποφασισμένοι ν' αντισταθούν στη σοβιετική πίεση ενώ το ίδιο δεν συνέβαινε στην Ελλάδα, την Κίνα ή το Ιράν, όπου οι εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις είχαν πάρει ή μπορούσαν να πάρουν τη μορφή της ένοπλης αντιπαράθεσης. 5
Ο Γεώργιος γνώριζε πολύ καλά, από τις προπολεμικές εμπειρίες του, ότι για την εδραίωση της εξουσίας του έπρεπε να ελέγχει στενά τις ένοπλες δυνάμεις της κρατικής μηχανής κατά πρώτο και κύριο λόγο.
Το χειμώνα του 1945-1946, η μυστική στρατιωτική οργάνωση του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) των βασιλοφρόνων και ακραίων δεξιών περιελάμβανε «εις τους κόλπους της το 75% των υπηρετούντων μονίμων κατωτέρων αξιωματικών και ταγματαρχών» στις κατά τόπους μονάδες ανά την Ελλάδα τού νεοσχηματιζόμενου ελληνικού στρατού.
Από τους πρώτους μήνες του 1945, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που ο ΙΔΕΑ χαρακτήριζε «απαράδεκτο συμβιβασμό με τους κομμουνιστές», άρχισε η αντίστροφη μέτρηση με την εξάπλωση της φιλομοναρχικής τρομοκρατίας, που δεν αφορούσε μόνο την Αριστερά αλλά και τους αντιμοναρχικούς φιλελεύθερους δημοκράτες που εθεωρούντο «συνοδοιπόροι».
Ο ΙΔΕΑ, που ήταν υπέρ της συνεργασίας με τα στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας, είχε αρχίσει να ενισχύει συστηματικά τις παραστρατιωτικές ομάδες της άκρας Δεξιάς ανά την Ελλάδα.
Την άνοιξη του 1945, ο Βρετανός πρόξενος Ραπ μετέδωσε ότι «φανατισμένα βασιλόφρονα στοιχεία στην Εθνοφυλακή κάνουν αισθητή την παρουσία τους, και σε πολλές περιπτώσεις είναι εκτός ελέγχου». Απλοί αντιμοναρχικοί «συχνά προπηλακίζονται με το πρόσχημα ότι είναι κομμουνιστές...
Ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί η επιστροφή του βασιλιά διαμέσου της δεξιάς τρομοκρατίας».6
Ενα επιφανές στέλεχος του Φόρεϊν Οφις, ο σερ Ορμ Σάρτζεντ, επίσης ανησυχούσε με τις ελληνικές εξελίξεις όπου, οι δωσίλογοι δεν τιμωρούνταν» και από τις ανταποκρίσεις του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα προέκυπτε το συμπέρασμα ότι «η συμμμετοχή στο ΕΑΜ έτεινε να θεωρείται μεγαλύτερο έγκλημα από τη συνεργασία με τους Γερμανούς».
Οι θέσεις και οι υποδείξεις του Σάρτζεντ για τιμωρία των Ελλήνων δωσιλόγων δεν άρεσαν καθόλου στου Τσόρτσιλ, που αναγκάστηκε να παρέμβει γράφοντάς του: «Νομίζω ότι οι δωσίλογοι στην Ελλάδα σε πολλές περιπτώσεις έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να προφυλάξουν τον ελληνικό πληθυσμό από τη γερμανική καταπίεση. Τουλάχιστον δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν την είσοδο των απελευθερωτικών δυνάμεων ούτε έδωσαν οποιαδήποτε υποστήριξη στα σχέδια του ΕΑΜ. Οι κομμουνιστές είναι ο κύριος αντίπαλος, αν και η τιμωρία των επιφανών φιλογερμανών συνεργατών θα πρέπει να γίνει μ' ένα νόμιμο και αυστηρό τρόπο, ειδικότερα αν ενέχονται για την προδοσία νομιμοφρόνων Ελλήνων. Δεν πρέπει να υπάρξει ζήτημα επαύξησης των ποινών εναντίον των δωσιλόγων με σκοπό να κερδηθεί η επιδοκιμασία των κομμουνιστών...».7
Για τον Βρετανό πρέσβη Λίπερ «τα δύο βασικά σκάνδαλα» μέσα στο 1945 ήταν «η κερδοσκοπία και η τρομοκρατία». «Οι ακρότητες της Εθνοφυλακής έπρεπε να τιμωρηθούν» καθώς η νέα αυτή ένοπλη κρατική δύναμη εχρησιμοποιείτο «από την άκρα δεξιά με τη συνενοχή των αξιωματικών του Γενικού Επιτελείου».
Ο ΙΔΕΑ με τη σειρά του έδωσε εντολή για την ενίσχυση «υπό των μικρών αξιωματικών συγκεκαλυμμένως, των διαφόρων αντικομμουνιστικών ομάδων, ηθικώς, δι' οπλισμού, πυρομαχικών και ελευθερίας ενεργείας...».8
Εκτός των έντονων οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών αντιθέσεων που κυριαρχούσαν μεταξύ των ελληνικών αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που ωθούσαν σε μια επιδείνωση της κατάστασης στην Ελλάδα. Κατ' αρχήν, τα σχέδια και η τακτική του Τίτο όξυναν τις ελληνικές εξελίξεις. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ιδρύθηκε στη Γιουγκοσλαβία, με πρωτοβουλία των εκεί ιθυνόντων, το ΝΟΦ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο) των Σλαβομακεδόνων, που άρχισαν να επιστρέφουν παράνομα στην Ελλάδα και ν' ασκούν έντονη αυτονομιστική προπαγάνδα, αλλά και ένοπλη δράση, καταγγέλλοντας τη Συμφωνία της Βάρκιζας ως «προδοτική» και κατηγορώντας την ηγεσία του ΚΚΕ ως «ύποπτη», «οπορτουνιστική» κ.ά.
Οι τοπικές οργανώσεις του ΚΚΕ στη Β. Ελλάδα κατήγγειλαν αρκετές φορές την αυτονομιστική δράση του ΝΟΦ. Αλλά ο Τίτο πίεζε επίμονα, προσφέροντας στο ΚΚΕ «αμέριστη συμπαράσταση» αν θα αποφάσιζε ν' αρχίσει έναν νέο ένοπλο αγώνα.
Την ίδια θέση ακολουθούσε και ο Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία, που ανησυχώντας ιδιαίτερα για τις επίσημες ελληνικές διακηρύξεις για απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου επιθυμούσε την ένοπλη δράση του ΚΚΕ ως αποτρεπτικού και προειδοποιητικού παράγοντα για τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις.
Οι μεταπολεμικές εθνικές διεκδικήσεις των βαλκανικών κρατών ήταν αναμφίβολα ένας παράγοντας όξυνσης της ατμόσφαιρας στα Βαλκάνια. Οι Γιουγκοσλάβοι διεκδικούσαν την ελληνική Μακεδονία, οι Βούλγαροι ξαναμιλούσαν δειλά για τη Θράκη. Η επίσημη ελληνική πλευρά μιλούσε όχι μόνο για τη Βόρειο Ηπειρο, αλλά και για μικρές αναδιαρρυθμίσεις των συνόρων με τις Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία υπέρ της Ελλάδας.
Σε τελευταία ανάλυση, στο βαλκανικό χώρο προβάλλονταν διεκδικήσεις που αμφισβητούσαν την εδαφική επικράτεια των σχηματιζόμενων μπλοκ, δυτικού και σοβιετικού, σ' αυτή την περιοχή. Παράλληλα, η βαθμιαία επιδεινούμενη διεθνής ατμόσφαιρα ανάμεσα στα σχηματιζόμενα αντίπαλα πολιτικο-στρατιωτικά μπλοκ εστίαζε την προσοχή και των δύο πλευρών στην έκρυθμη ελληνική κατάσταση, που θα μπορούσε ν' αποτελέσει τόπο διερεύνησης των αντιδράσεων του αντιπάλου, επίδειξης δύναμης, άσκησης πίεσης και προειδοποίησης.
1. Ε. Βαζαίου, Τα άγνωστα παρασκήνια της Εθνικής Αντιστάσεως εις την Πελοπόννησον, σ. 88-89
2. Το σύνδρομο του Οδυσσέα, σελ. 49
3. Γ. Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Β', σ. 57-58
4. Ημερολόγιο Μακμίλαν, 11.1.1945
5. Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους, σ. 254
6. PREM 3/213/17, 20.4.1945
7. Ελλάδα ανάμεσα.. σ. 348
8. Γ. Καραγιάννης, Το δράμα της Ελλάδος, σ. 225, 238 - 239, και Ελλάδα ανάμεσα.. σ. 354-355
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στις συζητήσεις μεταξύ φίλων και οπαδών της Αριστεράς ένα θέμα κυριαρχούσε για πολλά χρόνια, που ετίθετο υπό τη μορφή ερωτήματος: Γιατί το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που ήταν η κύρια αντιστασιακή δύναμη της περιόδου της ξενικής Κατοχής, δεν κατέλαβε την εξουσία τον πρώτο καιρό μετά την απελευθέρωση ώστε να δώσει τη δική της λύση στο ελληνικό πολιτικό πρόβλημα.
Αν δεν υπήρχε η ξενική επέμβαση και η τριπλή κατοχή της Ελλάδας (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε για ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και Τάγματα Ασφαλείας.
Οι εσωτερικές αντιθέσεις θα έπαιρναν μιαν άλλη μορφή, αλλά ίσως όχι αυτή που πήραν στη διάρκεια της δεκαετίας του '40.
Την περίοδο της Κατοχής το ΕΑΜ, η κύρια αντιστασιακή δύναμη στη χώρα, κέρδισε σημαντική επιρροή σε διάφορους κοινωνικούς χώρους, δυνάμωσε οργανωτικά και πολιτικά, απέκτησε σοβαρή στρατιωτική δύναμη (ΕΛΑΣ) που της επέτρεπε ν' ατενίζει μ' αισιοδοξία το μέλλον. Η Αριστερά είχε παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 που είχαν επιβάλει ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και ο Ι. Μεταξάς. Η δικτατορία είχε κινηθεί με ιδιαίτερη μεθοδικότητα για την εξουδετέρωση της Αριστεράς. Είχε φυλακίσει, εξορίσει και βασανίσει πολλούς οπαδούς και μέλη της Αριστεράς και όχι μόνο, ανάμεσά τους και το σύνολο σχεδόν της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Για πρώτη φορά στο ΚΚΕ προσφερόταν η χρυσή ευκαιρία, μετά το τέλος της Κατοχής, να επιβάλει διαφορετικές λύσεις στο ελληνικό πολιτικό πρόβλημα από εκείνες που είχαν επιβληθεί στη χώρα προπολεμικά.
Ενα σημαντικό τμήμα των νοσταλγών της 4ης Αυγούστου (και όχι μόνο), είτε από ιδεολογική συγγένεια είτε για ν' αντιμετωπίσει καλύτερα την ανερχόμενη Αριστερά, προσχώρησε και στελέχωσε τα Τάγματα Ασφαλείας που οργανώθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές.
Ενας μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο Ε. Βαζαίος, που υπηρέτησε την περίοδο της Κατοχής στον ΕΛΑΣ, παρατήρησε ότι «οι πλείστοι των καταταγέντων» στα Τάγματα Ασφαλείας ήταν «ιδεολόγοι που εμίσουν τον κομμουνισμό» αλλά και «πας υπηρετών εις τον ΕΛΑΣ ανεξαρτήτως ιδεολογίας, εμίσει θανασίμως τα Τάγματα Ασφαλείας διότι επίστευεν απολύτως και εθεώρει ειλικρινείς όλας τας προκηρύξεις των Αγγλων και του στρατηγείου Μέσης Ανατολής, αι οποίαι τα απεκάλουν προδοτικά». «Το μίσος επομένως εις τον μοιραίον εμφύλιον πόλεμον ήτο σφοδρόν εκατέρωθεν και δεν υπήρχε οίκτος διά τους περισσοτέρους». 1
Η διαμάχη και οι συγκρούσεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση. Αξιωματικοί και άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν καλοδεχούμενοι στον αναδιοργανούμενο κυβερνητικό στρατό ή σε άλλες κυβερνητικές δυνάμεις και υπηρεσίες, ενώ ένα τμήμα των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στελέχωσε το νέο αντάρτικο στρατό που άρχισε να δημιουργείται το 1946, με την ονομασία «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας».
Ηταν φυσικό η ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ να σκέφτεται και να κάνει σχέδια για το μεταπολεμικό κόσμο. Ομως στη διάρκεια του πολέμου δεν μπορούσε να προχωρήσει πέραν των ορίων που έθετε η Αντιχιτλερική Συμμαχία, που στην ουσία ήταν ένας ιδιαίτερος, διεθνής, προσωρινός, ιστορικός συμβιβασμός. Τι συνέβαινε; Οι δύο μεγάλες αγγλοσαξονικές καπιταλιστικές χώρες, η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είχαν συμμαχήσει με την κομμουνιστική Σοβιετική Ενωση και τους ιδεολογικούς φίλους της ανά τον κόσμο, για να πολεμήσουν από κοινού τον Αξονα. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια λυκοφιλία, που όμως έπρεπε να διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πολέμου. Η ηγεσία της Αριστεράς είχε σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας από το 1943, που όμως ατόνησε και δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή.
Η ηγεσία του ΚΚΕ προσπάθησε ν' ακολουθήσει με συνέπεια την πολιτική εθνικής ενότητας απέναντι στον ξένο κατακτητή, που πρόβαλλε επίσης η Σοβιετική Ενωση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ετίθεντο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και κοινωνικά αιτήματα για το παρόν και το μέλλον.
Αλλωστε, το ενωτικό πνεύμα της Αντιχιτλερικής Συμμαχίας -που τα μέλη της είχαν τελείως διαφορετικές ιδεολογικές κατευθύνσεις- θα έπρεπε να εκδηλωθεί και στις επιμέρους κατεχόμενες χώρες.
Ενα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η διάλυση από τον Στάλιν, τον Μάιο του 1943, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, του ανώτατου οργάνου των Κ.Κ. Σε συνέντευξή του προς το βρετανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο «Ρόιτερς», ο Στάλιν τόνισε ότι η πρωτοβουλία του για τη διάλυση του ανώτατου οργάνου των Κομμουνιστικών Κομμάτων στόχευε να συμβάλει αποφασιστικά «στην ενίσχυση της ενότητας του ενιαίου μετώπου των Συμμάχων» στον αγώνα τους εναντίον του φασισμού.
Με βάση τη γενική ενωτική πολιτική της πολεμικής περιόδου και τις κατά καιρούς σοβιετικές υποδείξεις, μέλη της ΕΑΜικής ηγεσίας εντάχθηκαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Οι Βρετανοί ηγέτες ήλπιζαν ότι μεταπολεμικά θα μπορούσαν να επανεπιβάλουν την παλιά επιρροή τους στα ελληνικά πολιτικά πράγματα και οπωσδήποτε δεν πείθονταν από τις εκδηλώσεις «φιλίας» του ΕΑΜ. Ηθελαν να ξεκαθαρίσουν το δρόμο για την επιστροφή της μοναρχίας στην Ελλάδα και το ΕΑΜικό κίνημα το έβλεπαν ως έναν σοβαρό αντίπαλο, που έπρεπε να εξουδετερωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ή τουλάχιστον να μειωθεί σημαντικά η επιρροή του.
Οπως προκύπτει ανάγλυφα από τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, ο Βρετανός πρωθυπουργός περίμενε «οπωσδήποτε» τη σύγκρουση με το ΕΑΜ, που δεν έπρεπε να την αποφύγει υπό τον όρο ότι θα έχει επιλεγεί «προσεχτικά το έδαφος».
Ομως «η ένοπλη διαμαρτυρία» του ΕΛΑΣ, το Δεκέμβρη του 1944, βρίσκει τους Βρετανούς αρχικά ανέτοιμους. Ο Τσόρτσιλ έχει έκδηλα υποτιμήσει τους αντιπάλους του. Αναγκάζεται ν' αποσπάσει σημαντικές δυνάμεις από το μέτωπο του πολέμου εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας. Στον Βρετανό στρατηγό Ουίλσον, ο Τσόρτσιλ τόνισε εμπιστευτικά ότι «η αποκατάσταση του νόμου και της τάξης στην Αθήνα είναι πιο σημαντική από την κατάληψη της Μπολόνια».2
Οι δυσκολίες του Τσόρτσιλ στην αντίσταση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που περιορίζεται στην Αθήνα και τον Πειραιά, χαροποιούν τους «φίλους» του Ρώσους και Αμερικανούς.
Αλλά η σύγκρουση του Δεκέμβρη, παρά τον περιορισμένο σχετικά χρόνο διάρκειάς της, εντείνει τις εσωτερικές αντιθέσεις καθώς και οι δύο πλευρές θρηνούν θύματα.
Ο ΕΛΑΣ υφίσταται μια ήττα αλλά δεν χάνει ολοκληρωτικά τη μάχη. Διατηρεί σημαντικές δυνάμεις και κρύβει ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού του, περιμένοντας καλύτερη στιγμή.
Από την άλλη, μετριοπαθείς δυνάμεις του ΕΑΜ αποστασιοποιούνται ώς ένα βαθμό από την οργάνωση. Ενώ μετριοπαθείς φιλελεύθερες δυνάμεις του βενιζελικού χώρου, που θα μπορούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες να συμμετάσχουν σ' ένα αντιμοναρχικό μέτωπο ωθούνται προς τα δεξιά «από τον πανικό της εποχής», το φόβο της κομμουνιστικής επικράτησης, όπως αναφέρει ο Γιώργιος Σεφέρης.3
Η βρετανική ηγεσία παράλληλα με την Αριστερά είχε σοβαρά προβλήματα με τον Γεώργιο Β', που απαιτούσε να τον επαναφέρουν οι βρετανικές λόγχες στην Ελλάδα ανεξάρτητα από τη θέληση του ελληνικού λαού, και μάλιστα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Ο Γεώργιος αρνούνταν να δεχτεί τη βρετανική τακτική που στόχευε τελικά στην επιστροφή του και μόνο κάτω από τις απειλές του Τσόρτσιλ αποδέχτηκε, στη διάρκεια του Δεκέμβρη, τη λύση της αντιβασιλείας στο πρόσωπο του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.
Ο Βρετανός υπουργός Μακμίλαν στις αρχές του 1945 έγραψε στο ημερολόγιο του ότι παράλληλα «με τους κομμουνιστές συνωμότες», «ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι ο πραγματικός κακός της παράστασης». Από το χειμώνα του 1943 στο Κάιρο «ελισσόταν και παλινωδούσε». Και αρνούνταν να κάνει μια ξεκάθαρη δήλωση ότι δεν θα επιστρέψει στην Ελλάδα πριν ο λαός ν' αποφανθεί περί του πολιτειακού μ' ένα γνήσιο δημοψήφισμα· έτσι «το ισχυρό όπλο της αντιμοναρχικής προπαγάνδας» δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο αποτελεσματικά για τους «εξτρεμιστές». Ο Μακμίλαν δεν ξεχνούσε ότι η Ελλάδα ήταν από παλιά «διαιρεμένη» μεταξύ φιλο-μοναρχικών και δημοκρατών. «Ο βασιλιάς ήταν επικεφαλής ενός κόμματος - γενικά του φιλογερμανικού κόμματος, και όχι της χώρας».
Ενώ αντίθετα η βενιζελική παράδοση ήταν «δημοκρατική και φιλοβρετανική». Και η βασιλική στάση είχε «την τραγική της πλευρά», αφού προκαλούσε τη διαίρεση των αστικών κομμάτων αντί της κοινής τους αντιπαράθεσης» απέναντι στο μαρξισμό και την επανάσταση». 4
Αλλά οι ανησυχίες της βρετανικής ηγεσίας για το χαρακτήρα του Γεωργίου εκδηλώνονταν στον στενό ηγετικό της κύκλο και δεν αποκαλύπτονταν ευρύτερα. Η βρετανική ηγέτιδα τάξη είχε τις δικές της εμμονές, τα ταμπού και τα δόγματά της που την προσανατόλιζαν στην αποφασιστική υποστήριξη του Γεωργίου, αν και μια βενιζελική αντιμοναρχική κυβέρνηση πιθανόν να εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά της. Από την άλλη πλευρά, η επιστροφή του αρχηγού του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη από το στρατόπεδο του Νταχάου, στα τέλη Μαΐου 1945, ενίσχυσε -λόγω της ιδιοσυγκρασίας και των ιδεών του- τις επαναστατικές διαθέσεις του κόμματος.
Οπως είχε τονίσει στον γράφοντα ο Πέτρος Ρούσος, σε συναντήσεις μας, ο Ζαχαριάδης «ήθελε να πετύχει εκείνο που δεν είχαμε καταφέρει εμείς», δηλαδή την κατάληψη της εξουσίας και την ανατροπή του αστικού καθεστώτος.
Βέβαια, ο Ζαχαριάδης και ο Γεώργιος δεν αποτέλεσαν την αιτία για την ένοπλη σύγκρουση που επακολούθησε μεταξύ 1946-1949, ήταν όμως οπωσδήποτε εκφραστές ενός σκληρού πυρήνα ιδεολογικών φίλων τους στην Ελλάδα.
Τα αίτια του εμφυλίου πολέμου ήταν πολλά και ποικίλα, εσωτερικά αλλά και διεθνή.
Υπήρχαν σοβαρές κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα από την προπολεμική περίοδο, που μερικές φορές είχαν επιδεινωθεί στη διάρκεια του πολέμου.
Η ηγεσία του ΚΚΕ τόνιζε, τον Οκτώβριο του 1945, ότι «την Ελλάδα χωρίζουνε καθαρά δυο στρατόπεδα. Πρώτα το στρατόπεδο της πλουτοκρατίας. Συγκεντρώνει στις γραμμές του τους δωσίλογους, τα παλιά τζάκια, όλους τους εκμεταλλευτές. Το άλλο στρατόπεδο αποτελεί ο κόσμος του ΕΑΜ, το μέτωπο της Λαϊκής Δημοκρατίας».
Αλλά οι κοινωνικές ανισότητες δεν έχουν οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα έναν εμφύλιο πόλεμο, μια ταξική ένοπλη σύγκρουση.
Την ίδια περίοδο στη γειτονική Τουρκία οι κοινωνικές αντιθέσεις θα πρέπει να ήταν πιο έντονες απ' αυτές την Ελλάδα, όμως δεν έγινε εμφύλιος πόλεμος. Από τη μια πλευρά υπήρχε το τουρκικό στρατιωτικό και οικονομικό κατεστημένο, που είχε την ένοπλη δύναμη με το μέρος του. Από την άλλη πλευρά δεν υπήρχε ο υποκειμενικός εκείνος παράγοντας, ένα πολιτικό ή θρησκευτικό κόμμα ή οργάνωση, που να μπορεί να εμπνεύσει ένα σημαντικό τμήμα του λαού -και κυρίως των κοινωνικά καταπιεσμένων- με μια επαναστατική ιδεολογία ανατροπής.
Αντίθετα, στην Ελλάδα ή την Κίνα υπήρχε αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας: ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα.
Η αμερικανική ηγεσία παρατήρησε ότι «η τουρκική κυβέρνηση και ο λαός της ήταν ενωμένοι» και αποφασισμένοι ν' αντισταθούν στη σοβιετική πίεση ενώ το ίδιο δεν συνέβαινε στην Ελλάδα, την Κίνα ή το Ιράν, όπου οι εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις είχαν πάρει ή μπορούσαν να πάρουν τη μορφή της ένοπλης αντιπαράθεσης. 5
Ο Γεώργιος γνώριζε πολύ καλά, από τις προπολεμικές εμπειρίες του, ότι για την εδραίωση της εξουσίας του έπρεπε να ελέγχει στενά τις ένοπλες δυνάμεις της κρατικής μηχανής κατά πρώτο και κύριο λόγο.
Το χειμώνα του 1945-1946, η μυστική στρατιωτική οργάνωση του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) των βασιλοφρόνων και ακραίων δεξιών περιελάμβανε «εις τους κόλπους της το 75% των υπηρετούντων μονίμων κατωτέρων αξιωματικών και ταγματαρχών» στις κατά τόπους μονάδες ανά την Ελλάδα τού νεοσχηματιζόμενου ελληνικού στρατού.
Από τους πρώτους μήνες του 1945, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που ο ΙΔΕΑ χαρακτήριζε «απαράδεκτο συμβιβασμό με τους κομμουνιστές», άρχισε η αντίστροφη μέτρηση με την εξάπλωση της φιλομοναρχικής τρομοκρατίας, που δεν αφορούσε μόνο την Αριστερά αλλά και τους αντιμοναρχικούς φιλελεύθερους δημοκράτες που εθεωρούντο «συνοδοιπόροι».
Ο ΙΔΕΑ, που ήταν υπέρ της συνεργασίας με τα στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας, είχε αρχίσει να ενισχύει συστηματικά τις παραστρατιωτικές ομάδες της άκρας Δεξιάς ανά την Ελλάδα.
Την άνοιξη του 1945, ο Βρετανός πρόξενος Ραπ μετέδωσε ότι «φανατισμένα βασιλόφρονα στοιχεία στην Εθνοφυλακή κάνουν αισθητή την παρουσία τους, και σε πολλές περιπτώσεις είναι εκτός ελέγχου». Απλοί αντιμοναρχικοί «συχνά προπηλακίζονται με το πρόσχημα ότι είναι κομμουνιστές...
Ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί η επιστροφή του βασιλιά διαμέσου της δεξιάς τρομοκρατίας».6
Ενα επιφανές στέλεχος του Φόρεϊν Οφις, ο σερ Ορμ Σάρτζεντ, επίσης ανησυχούσε με τις ελληνικές εξελίξεις όπου, οι δωσίλογοι δεν τιμωρούνταν» και από τις ανταποκρίσεις του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα προέκυπτε το συμπέρασμα ότι «η συμμμετοχή στο ΕΑΜ έτεινε να θεωρείται μεγαλύτερο έγκλημα από τη συνεργασία με τους Γερμανούς».
Οι θέσεις και οι υποδείξεις του Σάρτζεντ για τιμωρία των Ελλήνων δωσιλόγων δεν άρεσαν καθόλου στου Τσόρτσιλ, που αναγκάστηκε να παρέμβει γράφοντάς του: «Νομίζω ότι οι δωσίλογοι στην Ελλάδα σε πολλές περιπτώσεις έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να προφυλάξουν τον ελληνικό πληθυσμό από τη γερμανική καταπίεση. Τουλάχιστον δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν την είσοδο των απελευθερωτικών δυνάμεων ούτε έδωσαν οποιαδήποτε υποστήριξη στα σχέδια του ΕΑΜ. Οι κομμουνιστές είναι ο κύριος αντίπαλος, αν και η τιμωρία των επιφανών φιλογερμανών συνεργατών θα πρέπει να γίνει μ' ένα νόμιμο και αυστηρό τρόπο, ειδικότερα αν ενέχονται για την προδοσία νομιμοφρόνων Ελλήνων. Δεν πρέπει να υπάρξει ζήτημα επαύξησης των ποινών εναντίον των δωσιλόγων με σκοπό να κερδηθεί η επιδοκιμασία των κομμουνιστών...».7
Για τον Βρετανό πρέσβη Λίπερ «τα δύο βασικά σκάνδαλα» μέσα στο 1945 ήταν «η κερδοσκοπία και η τρομοκρατία». «Οι ακρότητες της Εθνοφυλακής έπρεπε να τιμωρηθούν» καθώς η νέα αυτή ένοπλη κρατική δύναμη εχρησιμοποιείτο «από την άκρα δεξιά με τη συνενοχή των αξιωματικών του Γενικού Επιτελείου».
Ο ΙΔΕΑ με τη σειρά του έδωσε εντολή για την ενίσχυση «υπό των μικρών αξιωματικών συγκεκαλυμμένως, των διαφόρων αντικομμουνιστικών ομάδων, ηθικώς, δι' οπλισμού, πυρομαχικών και ελευθερίας ενεργείας...».8
Εκτός των έντονων οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών αντιθέσεων που κυριαρχούσαν μεταξύ των ελληνικών αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που ωθούσαν σε μια επιδείνωση της κατάστασης στην Ελλάδα. Κατ' αρχήν, τα σχέδια και η τακτική του Τίτο όξυναν τις ελληνικές εξελίξεις. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ιδρύθηκε στη Γιουγκοσλαβία, με πρωτοβουλία των εκεί ιθυνόντων, το ΝΟΦ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο) των Σλαβομακεδόνων, που άρχισαν να επιστρέφουν παράνομα στην Ελλάδα και ν' ασκούν έντονη αυτονομιστική προπαγάνδα, αλλά και ένοπλη δράση, καταγγέλλοντας τη Συμφωνία της Βάρκιζας ως «προδοτική» και κατηγορώντας την ηγεσία του ΚΚΕ ως «ύποπτη», «οπορτουνιστική» κ.ά.
Οι τοπικές οργανώσεις του ΚΚΕ στη Β. Ελλάδα κατήγγειλαν αρκετές φορές την αυτονομιστική δράση του ΝΟΦ. Αλλά ο Τίτο πίεζε επίμονα, προσφέροντας στο ΚΚΕ «αμέριστη συμπαράσταση» αν θα αποφάσιζε ν' αρχίσει έναν νέο ένοπλο αγώνα.
Την ίδια θέση ακολουθούσε και ο Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία, που ανησυχώντας ιδιαίτερα για τις επίσημες ελληνικές διακηρύξεις για απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου επιθυμούσε την ένοπλη δράση του ΚΚΕ ως αποτρεπτικού και προειδοποιητικού παράγοντα για τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις.
Οι μεταπολεμικές εθνικές διεκδικήσεις των βαλκανικών κρατών ήταν αναμφίβολα ένας παράγοντας όξυνσης της ατμόσφαιρας στα Βαλκάνια. Οι Γιουγκοσλάβοι διεκδικούσαν την ελληνική Μακεδονία, οι Βούλγαροι ξαναμιλούσαν δειλά για τη Θράκη. Η επίσημη ελληνική πλευρά μιλούσε όχι μόνο για τη Βόρειο Ηπειρο, αλλά και για μικρές αναδιαρρυθμίσεις των συνόρων με τις Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία υπέρ της Ελλάδας.
Σε τελευταία ανάλυση, στο βαλκανικό χώρο προβάλλονταν διεκδικήσεις που αμφισβητούσαν την εδαφική επικράτεια των σχηματιζόμενων μπλοκ, δυτικού και σοβιετικού, σ' αυτή την περιοχή. Παράλληλα, η βαθμιαία επιδεινούμενη διεθνής ατμόσφαιρα ανάμεσα στα σχηματιζόμενα αντίπαλα πολιτικο-στρατιωτικά μπλοκ εστίαζε την προσοχή και των δύο πλευρών στην έκρυθμη ελληνική κατάσταση, που θα μπορούσε ν' αποτελέσει τόπο διερεύνησης των αντιδράσεων του αντιπάλου, επίδειξης δύναμης, άσκησης πίεσης και προειδοποίησης.
1. Ε. Βαζαίου, Τα άγνωστα παρασκήνια της Εθνικής Αντιστάσεως εις την Πελοπόννησον, σ. 88-89
2. Το σύνδρομο του Οδυσσέα, σελ. 49
3. Γ. Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Β', σ. 57-58
4. Ημερολόγιο Μακμίλαν, 11.1.1945
5. Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους, σ. 254
6. PREM 3/213/17, 20.4.1945
7. Ελλάδα ανάμεσα.. σ. 348
8. Γ. Καραγιάννης, Το δράμα της Ελλάδος, σ. 225, 238 - 239, και Ελλάδα ανάμεσα.. σ. 354-355
0 σχόλια