Το «μπλόκο της Καλαμαριάς», 13 Αυγούστου 1944




Το «μπλόκο της Καλαμαριάς», όπως ονομάστηκε η σφαγή 13 αθώων πολιτών της Καλαμαριάς, στις 13 Αυγούστου 1944, από τους Γερμανούς κατακτητές και τους γερμανοντυμένους των Ταγμάτων Ασφαλείας.


Το 1944, τελευταίο έτος της Κατοχής , η Θεσσαλονίκη και ολόκληρη η Ελλάδα, πλην των ορεινών περιοχών που έχουν απελευθερωθεί, βιώνουν άγρια τρομοκρατία από τους φασίστες Γερμανούς κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες και δωσίλογους των Ταγμάτων Ασφαλείας.





Επιδρομές σε συνοικίες της πόλης και μπλόκα στις γειτονιές είναι η φοβερή καθημερινή πραγματικότητα και οι εκτελέσεις Ελλήνων αγωνιστών της Ελευθερίας αλλά και αθώων πολιτών διαδέχονται η μία την άλλη . Ιδιαίτερα μετά την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ στη Γερμανία στις 20.7.1944 οι Γερμανοί κατακτητές και οι εδώ συνεργάτες τους ταγματασφαλίτες γίνονται περισσότερο βάρβαροι κατά των κατοίκων της Θεσσαλονίκης όπου η Εθνική Αντίσταση είχε φουντώσει . Και επειδή δεν μπορούσαν να πλήξουν τα ένοπλα αντάρτικα τμήματα άρχισαν να χτυπούν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας άοπλους και αδύναμους πολίτες.


Στις 13 Αυγούστου 1944, ημέρα Κυριακή το πρωί , οι κατακτητές συνοδευόμενοι απο άνδρες του τάγματος του Δάγκουλα κάνουν μπλόκο στην Καλαμαριά, συλλαμβάνουν 13 αθώους πολίτες και τους εκτελούν με τη "δικαιολογία" ότι ήταν μέλη αντιστασιακών οργανώσεων ...



«…Η διεξαγωγή του Μπλόκου δεν ήταν μια επιπόλαιη και αυθόρμητη πράξη εκδίκησης , ………. αλλά μια προγραμματισμένη επιχείρηση τρομοκράτησης και εξόντωσης όσων συμμετείχαν σε αντιστασιακές ενέργειες κατά των Γερμανών . …..Η επιχείρηση στους συνοικισμούς της Καλαμαριάς είχε προετοιμαστεί από καιρό …..οι πληροφοριοδότεςείχαν βοηθήσει στην κατάρτιση καταλόγου των υπόπτων που θα εκτελούνταν ….Ο κατάλογος υποβλήθηκε στη διοίκηση της SD (Γερμανική Ασφάλεια), η οποία αφού τον ΕΝΕΚΡΙΝΕ, πρόσθεσε την υποσημείωση ότι οι ύποπτοι θα έπρεπε να εκτελεστούν στις περιοχές που θα συλλαμβάνονταν και κατά τη διάρκεια της ημέρας, ώστε να επιτευχθεί άμεσα ο στόχος της τρομοκτράτησης…..» γράφει ο Ανδρέας Βενιανάκης στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του «Δάγκουλας, ο “δράκος” της Θεσσαλονίκης» (σελ. 180 επ., εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ»).



Η εκτέλεση της επιχείρησης αυτής είχε ανατεθεί στους «Δαγκουλαίους».


Το Τάγμα του Αντώνη Δάγκουλα, που δημιουργήθηκε το 1944 και επίσημα ονομάστηκε «Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης» , απαριθμούσε σχεδόν εκατό άντρες οι οποίοι φορούσαν και περιβραχιόνιο με νεκροκεφαλή.

Οι άντρες αυτοί, με εντολή των γερμανικών αρχών, είχαν επιφορτισθεί με αστυνομικά καθήκοντα, παρά τις αντιδράσεις της επίσημης αστυνομίας. Η νεκροκεφαλή στο περιβραχιόνιο φανέρωνε πως η πραγματική αποστολή τους ήταν αυτή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Γι’ αυτό άλλωστε και οι Γερμανοί έμεναν απαθείς στις κάθε είδους ληστρικές επιδρομές και βιαιοπραγίες του Τάγματος.


«Την 13-8-44 και από της 4ης πρωινής ώρας και μέχρι της μεσημβρίας περίπου απεκλείσθη άπασα η περιφέρεια του ενταύθα ΙΑ’ Αστυνομικού Τμήματος Συνοικισμού Καλαμαριάς υπό Γερμανών στρατιωτών… τμήματα δε των ενταύθα Εθνικιστικών Ομάδων ενήργησαν κατ’ οίκον ερεύνας και εξετέλεσαν τους κάτωθι…»

Έτσι περιγράφει τα γεγονότα της ημέρας η έκθεση της 16ης Αυγούστου 1944, της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Της ημέρας που στιγμάτισε την ιστορία της νεώτερης Καλαμαριάς .



Αφορμή στάθηκε η εκτέλεση του Ιωάννη Βελισσαρίδη , ταγματασφαλίτη, πρωτοπαλίκαρου της ομάδας Πούλου, από τρεις άντρες της Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ) με τα ψευδώνυμα Κάκος, Ρίζος και Μάτης, που είχε προηγηθεί, τρείς μήνες περίπου, νωρίτερα, στην Καλαμαριά. 

Ο Πούλος βγάζει λόγο κάτω από την ναζιστική σημαία



 

Την εκτέλεση του «έργου» ανέλαβε, με την υποστήριξη των Γερμανών στρατιωτών, η άλλη διαβόητη για τη δράση της ομάδα, στη Θεσσαλονίκη, του γνωστού και μη εξαιρετέου Δάγκουλα.



……………« “Παρών” στο μπλόκο και ο πατέρας μου, 13 ετών τότε, παιδί μιας τυπικής οικογένειας της Καλαμαριάς: πρόσφυγες από την Πόλη και τη Συλήβρια, επιζών, ο πατέρας, των «Αμελέ Ταμπορού» (Τάγματα Εργασίας).

Το σπίτι τους, σε μια κάθετο της πανέμορφης, δενδροσκέπαστης, σήμερα, Καπετάν Γκόνη, δέκα λεπτά ποδαρόδρομος από το κέντρο της Καλαμαριάς. Ο πατέρας μου με την αδερφή του στην είσοδο του σπιτιού τους στην Καλαμαριά, το 1940, λίγες ημέρες προτού μπουν οι Γερμανοί στην πόλη. ……. Σύμφωνα με τη διήγησή του, ξημερώματα, ακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην πόρτα τους. Ο πατέρας του, αγουροξυπνημένος και φοβισμένος, πήγε ν’ ανοίξει. Η μητέρα με τα παιδιά, ζάρωσαν σε μια γωνία. Μπούκαραν, μέσα, 3-4 μαζεμένοι και κρατώντας μια λίστα με ονόματα, χωρίς πολλές εξηγήσεις, άρχισαν ν’ ανακατώνουν το σπίτι. Σταμάτησαν μπροστά στον κλειδωμένο μπουφέ του σαλονιού και ζήτησαν το κλειδί. Η γιαγιά μου φυλούσε εκεί το βάζο με το γλυκό του κουταλιού. Το κλείδωνε να μην πηγαίνουν τα μικρά και το αδειάζουν! Οι εισβολείς, άρπαξαν το βάζο κι άρχισαν να τρώνε. Κάποια στιγμή, αντιλήφθηκαν την ύπαρξη ενός κλειδωμένου μπαούλου, σε ένα υπνοδωμάτιο. – «Τί έχει εδώ;», γαύγισαν! -«Τα προικιά της αδερφής μου», απάντησε η γιαγιά μου, με την 9χρονη κόρη της στην αγκαλιά. «Εκείνη έχει το κλειδί, στον παραδίπλα δρόμο.» – «Να τρέξει ο μικρός και να το φέρει! ΤΩΡΑ!», απαίτησαν! Ο μπαμπάς μου βγήκε στο δρόμο κι άρχισε να τρέχει. Ξαφνικά, σφαίρες άρχισαν να σφυρίζουν, γύρω του! Είδαν οι υπόλοιποι ταγματασφαλίτες, που είχαν πιάσει τις γωνιές κάποιον να τρέχει κι άρχισαν να πυροβολούν. Ο μπαμπάς μου κοκκάλωσε. -«Σταματήστε!», φώναξε ένας από τους «Ελληνες» συνεργάτες, « τον ξέρω τον μικρό, είναι γειτονόπουλο!» Τον ρώτησε για πού το βαλε, ο μπαμπάς μου του εξήγησε κι ο άλλος φώναξε : «Μην πυροβολείτε, εντάξει είναι!» Δόθηκε η άδεια…Πήγε, ήρθε ο μικρός, με την ψυχή στο στόμα, και το κλειδί στο χέρι. Το μπαούλο ανοίχθηκε.. Τα προικιά πετάχτηκαν έξω σα σκουπίδια. Κάτω-κάτω βρέθηκε μια χλαίνη και μια μπαλάσκα. -«Τί είναι αυτά;» -«Από τον Ελληνοαλβανικό.», απάντησε η γιαγιά μου, «Του αδερφού μου». Τα πήραν μαζί τους κι έφυγαν… Λίγο παρακάτω, σκότωσαν τους γονείς ενός συμμαθητή και φίλου του μπαμπά μου, μπροστά στα μάτια του… Ήταν το ζεύγος Μουρουχλιάδη, δύο ανάμεσα στους έντεκα που έχασαν εκείνη τη μέρα τη ζωή τους….», αφηγείται η Δήμη Τζιβοπούλου.(rekk.gr)

«…Αργότερα, μαθεύτηκε, πως στην πλατεία της Καλαμαριάς, μπροστά στο Σχολείο και νυν Δημαρχείο, εκεί που, σήμερα, είναι ο πεζόδρομος και τα παιδάκια παίζουν αμέριμνα, στήθηκε γλέντι, με αρνιά στη σούβλα κι άφθονο κρασί. Επρόκειτο για ένα τέχνασμα του Δημάρχου, Δημήτριου Παυλίδη, ο οποίος προκειμένου να ανακόψει το πλιάτσικο και το φονικό, έστησε άρον-άρον το γλέντι και κάλεσε τους Δαγκουλαίους στη φιέστα.

Εκείνοι ανταποκρίθηκαν. Η φονική τους λύσσα κόπασε. Ποιος ξέρει πόσα ακόμα θύματα θα μετρούσε η Καλαμαριά, αλλιώς… Η λίστα είχε 30 ονόματα… Ο προαύλιος χώρος του δημαρχείου Καλαμαριάς όπως είναι σήμερα Τα κίνητρα αυτής της ενέργειας του Δημάρχου, ωστόσο, αμφισβητήθηκαν, αργότερα, και το Νοέμβριο του ίδιου έτους οδηγήθηκε σε λαϊκό δικαστήριο το οποίο τελικά τον αθώωσε, δεχόμενο τον ισχυρισμό του περί τεχνάσματος προκειμένου να σταματήσει το μακελειό. Ο πατέρας μου, ο οποίος για πάρα πολλά χρόνια αγνοούσε το ρόλο του Δημάρχου στα γεγονότα, τελείωνε πάντα τη διήγησή του με τη φράση… Κι αφού σκότωσαν και ρήμαξαν, μετά πήγαν στη πλατεία και στήσαν γλέντι… Σα να μη μπορούσε να «χωνέψει», τόσα χρόνια μετά, πώς είναι δυνατόν να φτάσει ο «άνθρωπος» σε τέτοιο βαθμό βαρβαρότητας κι αναισθησίας… Η λίστα με τα ονόματα των εκτελεσθέντων της 13ης Αυγούστου 1944 Από τα γεγονότα της ημέρας εκείνης, εμπνεύστηκε και έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος ζούσε, τότε, στη Θεσσαλονίκη, το τραγούδι του «Ο μπλόκος»: Τα τελευταία χρόνια, στο μνημείο που έχει φτιάξει ο Δήμος, στο Πάρκο της 13ης Αυγούστου, στην Καλαμαριά, πραγματοποιείται, κάθε χρόνο, τελετή όπου αποτίνεται φόρος τιμής στους εκτελεσμένους….» συνεχίζει την αφήγησή της η Δήμη Τζιβοπούλου.

Ένα τραγούδι του Τσιτσάνη για τον Μπλόκο


Το μπλόκο της Καλαμαριάς, ενέπνευσε τον Βασίλη Τσιτσάνη να γράψει το τραγούδι «Μπλόκος»:


Βγήκανε νωρίς τ' αστέρια,


βγήκανε και τα μαχαίρια,


για να μας καρφώσουν,


ωχ! μανούλα μου!


'Έφτασαν τα καραβάνια,


με σπαθιά και με γιορντάνια


για να μας σταυρώσουν,


ωχ! καρδούλα μου!


Εμείς το ξέραμε μια μέρα πως θα γίνει


μπλόκος!


Ωχ! μανούλα μου!


Είναι πολλοί αυτοί που χρόνια μας σταυρώνουν, χρόνια!


Ωχ! καρδούλα μου!


Κράτησε σφιχτά τα χέρια,


την καρδιά σου κάνε πέτρα, μην πονάς!


Μία χούφτα παλικάρια


πολεμούν σαν τα λιοντάρια,


μέσα στην αντάρα, μέσα στη σκλαβιά!


Το θεριό στα δυο να κόψουν


και τον τύραννο να διώξουν!


'Όλα θα τα δώσουν για τη λεφτεριά!


Εμείς το ξέραμε μια μέρα πως θα γίνει μπλόκος!


Ωχ! μανούλα μου!


Είναι πολλοί αυτοί που χρόνια μας σταυ¬ρώνουν, χρόνια!


Ωχ! καρδούλα μου!


Κράτησε σφιχτά τα χέρια,


την καρδιά σου κάνε πέτρα, μην πονάς!



Τραγούδι: Βασ. Τσιτσάvης.


Ηχογραφήθηκε: 1978.

You Might Also Like

0 σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημοφιλείς 30 ημέρες

Δημοφιλείς 7 ημέρες