Τζαβαλάς Καρούσος - ο ηθοποιός, ο αγωνιστής
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
Γεννήθηκε πριν από 105 χρόνια (8 Σεπτεμβρίου 1904) κι έφυγε από τη ζωή 65 χρόνια αργότερα (3 Ιανουαρίου 1969 -πριν από 40 χρόνια και).
Θα μπορούσε να ζήσει πολύ περισσότερο, αν η χούντα του 1967 δεν τον έκρινε επικίνδυνο για το καθεστώς της και δεν τον εξόριζε, μαζί με άλλους το ίδιο «επικίνδυνους».
Ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος (Καρούσος Τζαβαλάς το πραγματικό του) πιάστηκε το πρωί του πραξικοπήματος και εξορίστηκε στα Γιούρα. Υστερα από τρεις μήνες αρρώστησε βαριά και η χούντα υποχρεώθηκε να τον απολύσει. Εφυγε στο Παρίσι για θεραπεία. Τι να κάνει άλλωστε στην Ελλάδα; Οντας από τους πρώτους σε μια λίστα που κατάρτισε η ασφάλεια, ήταν αποκλεισμένος από τα κρατικά θέατρα στα οποία είχε θητεύσει, ενώ και στο ελεύθερο θέατρο δεν ήταν καλύτερα τα πράγματα.
Δολοφονία
Φαίνεται όμως ότι η υγεία του είχε λαβωθεί ανεπανόρθωτα. Πέθανε ουσιαστικά δολοφονημένος από τη δικτατορία. Οι αντιχουντικοί του Παρισιού τον αποχαιρέτησαν στο νεκροταφείο Bagnieux, όπου ετάφη. (Τον Μάιο του 1994 έγινε η ανακομιδή των οστών του στον οικογενειακό τάφο στη γενέτειρά του Λευκάδας. Στην ταφόπετρα του Παρισιού, αλλά και της Λευκάδας, χαράχτηκαν στα αρχαία και σε μετάφραση οι στίχοι του Αισχύλου από την τραγωδία «Αγαμέμνων»: «Να το υποφέρω δεν μπορώ, καλύτερα να πεθάνω. Είναι γλυκύτερος ο θάνατος από τη σκλαβιά».)
Πρόλαβε όμως, πριν φύγει από τη ζωή, να καταγγείλει στους διεθνείς οργανισμούς τη δικτατορία, να λάβει μέρος σε αντιχουντικές εκδηλώσεις και να γράψει το χρονικό «Γιούρα» -«προσωπική μαρτυρία ενός εξόριστου»- που πρωτοκυκλοφόρησε στο εξωτερικό. Η στεντόρεια φωνή του, ζεστή και ανθρώπινη, σκορπούσε ρίγη στους ακροατές του, ειδικότερα όταν απήγγελλε το πιο αγαπημένο του ποίημα, τον «Υμνο προς την ελευθερία» του Σολωμού.
Ηταν από τις πλέον επιβλητικές μορφές του ελληνικού θεάτρου, με γόνιμη θητεία σε ρόλους απαιτητικούς του ελληνικού και του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Με σπουδές στη Νομική και στη Δραματική του Εθνικού Ωδείου, ξεκίνησε το 1924 σε ηλικία είκοσι ετών με τον θίασο Βεάκη. Υπήρξε για πολλά χρόνια στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου κι έκανε δικούς του θιάσους, δίπλα στους πλέον επιφανείς ομοτέχνους του. Την παραμονή της σύλληψής του γιόρταζε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά την εκατοστή παράσταση του έργου του Σέξπιρ «Ο έμπορος της Βενετίας», με τον ίδιο στο ρόλο του Σάιλοκ, σε δική του σκηνοθεσία, χωρίς να υποψιάζεται ότι ήταν το τελευταίο έργο που έπαιζε.
Επαιξε και σε ταινίες ο Καρούσος, μερικές από τις οποίες προβάλλονται στις μέρες μας από τα κανάλια. Τελευταία του, «Οι βοσκοί της συμφοράς» του Νίκου Παπατάκη, που ήταν και από αυτούς που τον αποχαιρέτησαν στο παρισινό κοιμητήρι.
Θέατρο και εξορία
Θέατρο, αλλά και συμμετοχή στα κοινά, μέσα από τις γραμμές της Αριστεράς. Στην Κατοχή ήταν από τους πρωτοπόρους της οργάνωσης του ΕΑΜ Καλλιτεχνών. Και το τίμημα: Τον Μάιο του 1948 συλλαμβάνεται «για μια μικρή ανάκριση» και εξορίζεται σε Ικαρία και Μακρόνησο. Παρηγοριά η εκλεκτή παρέα: Ρίτσος, Πατρίκιος, Λειβαδίτης, Κατσαρός, Κορνάρος, Φωτιάδης, Λουντέμης, Κουλουφάκος, Πικρός, Κούνδουρος, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης, Φραγκιάς, Καστανάκης, Δαγκλής, Βουρνάς κ.ά. Και από γυναίκες: Παΐζη, Καλλιανέση (κοντολογίς μια εθνική -ή... αντεθνική- τέχνης Ελλάδας).
Ακολουθεί ο Αϊ-Στράτης, για ν' απολυθεί στο τέλος του 1951 -όχι οριστικά, αλλά ως αδειούχος. Και έμεινε αδειούχος στο υπόλοιπο της ζωής του. Που σημαίνει ότι τον έπιαναν όποτε ήθελαν. Οπως έγινε την άνοιξη του 1953, για ν' αφεθεί και πάλι (πάντα με άδεια) το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου. Οπως έγινε και την 21η Απριλίου 1967.
Αναφερόμενη στο χρονικό «Γιούρα» του πατέρα της, η κόρη του Δέσποινα Καρούσου (ποιήτρια και μεταφράστρια - να μνημονεύσω ιδιαίτερα τη δίτομη έκδοση «Τα άνθη του κακού» του Μποντλέρ, εκδ. Γκοβόστη), γράφει στο βιβλίο που του αφιέρωσε με τίτλο «Δεν έχει θέατρο απόψε...» (εκδ. Ergo): «Διαβάζοντάς το συγκλονίστηκα. Μια φράση του όμως πέρασε απαρατήρητη: "Δεν έχει θέατρο απόψε...". Συνειδητοποίησα το μέγεθος της τραγωδίας που σήμαινε για τον ηθοποιό, τον δοσμένο στην τέχνη του, όταν άρχισα να ασχολούμαι και να ερευνώ τη θεατρική του υπόσταση».
Γράφει προφητικά ο ίδιος ο Καρούσος στα «Γιούρα»: «Εκλογές περιμέναμε. Η ζωή κυλούσε ειρηνικά και ήρεμα παρά τους κραυγαλέους τίτλους των εφημερίδων. Ο πόλεμος δεν έλυσε κανένα ζήτημα (...). Και νάτος πάλι ο εμφύλιος πόλεμος. Αναπάντεχα, απροσδόκητα. Γιατί είναι εμφύλιος πόλεμος. Αρχίζει βέβαια με την επικράτηση των σκοτεινών δυνάμεων. Μ' αυτό δεν αλλάζει τη σημασία του. Θάναι βουβός, μακρύς, ατελείωτος και θα λήξει μέσα στις φλόγες».
atexnos.gr
Πολλά για τον Καρούσο αφηγείται ο συνεξόριστός του Γιώργος Φαρσακίδης στο βιβλίο του «Πολιτιστικά και ευτράπελα από τα στρατόπεδα εξορίστων». (από το ίδιο βιβλίο και οι φωτογραφίες)
Παρά προστάτη να έχουμε
Από το Μακρονήσι ακόμα υπέφερε ο Καρούσος από προστάτη. Έβγαινε πονώντας απ’ τη σκηνή του περασμένα μεσάνυχτα προσπαθώντας να κατουρήσει.
Την κούναγε πέρα δώθε βογκώντας.
– Κατούρα, μωρή, κατούρα ξεδιάντροπη, γιατί με παιδεύεις; Σε πήγα Παρίσια, σε πήγα Λονδίνο και που δε σε γύρισα! Κατούρα επιτέλους, γαμώ τον προστάτη σου και μ’ έχεις πεθάνει.
Κι ο Λουκάς Καστανάκης ξοπίσω του, όπως πάντα πράος και ευγενέστατος.
– Μη την μαλώνεις Καρούσο μου, την τρομάζεις με τις φωνές σου. Καλόπιασε την λιγάκι και άσ’ τηνε την καημένη. Θα κατουρήσει μονάχη της.
– Αχ, δεν το ξέρεις Λουκά μου, τι σημαίνει να έχεις προστάτη. Διαβάζω Κάλβο κι ανατριχιάζω: «Κάλλιο των Οθωμανών αι άγριαι φοράδες, να χλιμιντρίσουν στον Κιθαιρώνα», τ’ ακούς Λουκά μου «παρά προστάτη να ’χουμε»!
– Μα Καρούσο μου, ο Κάλβος δεν εννοεί…
– Όχι, όχι, Λουκά μου, το εννοεί. Απλώς είναι θέμα ερμηνείας!
Γεννήθηκε πριν από 105 χρόνια (8 Σεπτεμβρίου 1904) κι έφυγε από τη ζωή 65 χρόνια αργότερα (3 Ιανουαρίου 1969 -πριν από 40 χρόνια και).
Θα μπορούσε να ζήσει πολύ περισσότερο, αν η χούντα του 1967 δεν τον έκρινε επικίνδυνο για το καθεστώς της και δεν τον εξόριζε, μαζί με άλλους το ίδιο «επικίνδυνους».
Ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος (Καρούσος Τζαβαλάς το πραγματικό του) πιάστηκε το πρωί του πραξικοπήματος και εξορίστηκε στα Γιούρα. Υστερα από τρεις μήνες αρρώστησε βαριά και η χούντα υποχρεώθηκε να τον απολύσει. Εφυγε στο Παρίσι για θεραπεία. Τι να κάνει άλλωστε στην Ελλάδα; Οντας από τους πρώτους σε μια λίστα που κατάρτισε η ασφάλεια, ήταν αποκλεισμένος από τα κρατικά θέατρα στα οποία είχε θητεύσει, ενώ και στο ελεύθερο θέατρο δεν ήταν καλύτερα τα πράγματα.
Δολοφονία
Φαίνεται όμως ότι η υγεία του είχε λαβωθεί ανεπανόρθωτα. Πέθανε ουσιαστικά δολοφονημένος από τη δικτατορία. Οι αντιχουντικοί του Παρισιού τον αποχαιρέτησαν στο νεκροταφείο Bagnieux, όπου ετάφη. (Τον Μάιο του 1994 έγινε η ανακομιδή των οστών του στον οικογενειακό τάφο στη γενέτειρά του Λευκάδας. Στην ταφόπετρα του Παρισιού, αλλά και της Λευκάδας, χαράχτηκαν στα αρχαία και σε μετάφραση οι στίχοι του Αισχύλου από την τραγωδία «Αγαμέμνων»: «Να το υποφέρω δεν μπορώ, καλύτερα να πεθάνω. Είναι γλυκύτερος ο θάνατος από τη σκλαβιά».)
Πρόλαβε όμως, πριν φύγει από τη ζωή, να καταγγείλει στους διεθνείς οργανισμούς τη δικτατορία, να λάβει μέρος σε αντιχουντικές εκδηλώσεις και να γράψει το χρονικό «Γιούρα» -«προσωπική μαρτυρία ενός εξόριστου»- που πρωτοκυκλοφόρησε στο εξωτερικό. Η στεντόρεια φωνή του, ζεστή και ανθρώπινη, σκορπούσε ρίγη στους ακροατές του, ειδικότερα όταν απήγγελλε το πιο αγαπημένο του ποίημα, τον «Υμνο προς την ελευθερία» του Σολωμού.
Ηταν από τις πλέον επιβλητικές μορφές του ελληνικού θεάτρου, με γόνιμη θητεία σε ρόλους απαιτητικούς του ελληνικού και του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Με σπουδές στη Νομική και στη Δραματική του Εθνικού Ωδείου, ξεκίνησε το 1924 σε ηλικία είκοσι ετών με τον θίασο Βεάκη. Υπήρξε για πολλά χρόνια στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου κι έκανε δικούς του θιάσους, δίπλα στους πλέον επιφανείς ομοτέχνους του. Την παραμονή της σύλληψής του γιόρταζε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά την εκατοστή παράσταση του έργου του Σέξπιρ «Ο έμπορος της Βενετίας», με τον ίδιο στο ρόλο του Σάιλοκ, σε δική του σκηνοθεσία, χωρίς να υποψιάζεται ότι ήταν το τελευταίο έργο που έπαιζε.
Επαιξε και σε ταινίες ο Καρούσος, μερικές από τις οποίες προβάλλονται στις μέρες μας από τα κανάλια. Τελευταία του, «Οι βοσκοί της συμφοράς» του Νίκου Παπατάκη, που ήταν και από αυτούς που τον αποχαιρέτησαν στο παρισινό κοιμητήρι.
Θέατρο και εξορία
Θέατρο, αλλά και συμμετοχή στα κοινά, μέσα από τις γραμμές της Αριστεράς. Στην Κατοχή ήταν από τους πρωτοπόρους της οργάνωσης του ΕΑΜ Καλλιτεχνών. Και το τίμημα: Τον Μάιο του 1948 συλλαμβάνεται «για μια μικρή ανάκριση» και εξορίζεται σε Ικαρία και Μακρόνησο. Παρηγοριά η εκλεκτή παρέα: Ρίτσος, Πατρίκιος, Λειβαδίτης, Κατσαρός, Κορνάρος, Φωτιάδης, Λουντέμης, Κουλουφάκος, Πικρός, Κούνδουρος, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης, Φραγκιάς, Καστανάκης, Δαγκλής, Βουρνάς κ.ά. Και από γυναίκες: Παΐζη, Καλλιανέση (κοντολογίς μια εθνική -ή... αντεθνική- τέχνης Ελλάδας).
Ακολουθεί ο Αϊ-Στράτης, για ν' απολυθεί στο τέλος του 1951 -όχι οριστικά, αλλά ως αδειούχος. Και έμεινε αδειούχος στο υπόλοιπο της ζωής του. Που σημαίνει ότι τον έπιαναν όποτε ήθελαν. Οπως έγινε την άνοιξη του 1953, για ν' αφεθεί και πάλι (πάντα με άδεια) το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου. Οπως έγινε και την 21η Απριλίου 1967.
Αναφερόμενη στο χρονικό «Γιούρα» του πατέρα της, η κόρη του Δέσποινα Καρούσου (ποιήτρια και μεταφράστρια - να μνημονεύσω ιδιαίτερα τη δίτομη έκδοση «Τα άνθη του κακού» του Μποντλέρ, εκδ. Γκοβόστη), γράφει στο βιβλίο που του αφιέρωσε με τίτλο «Δεν έχει θέατρο απόψε...» (εκδ. Ergo): «Διαβάζοντάς το συγκλονίστηκα. Μια φράση του όμως πέρασε απαρατήρητη: "Δεν έχει θέατρο απόψε...". Συνειδητοποίησα το μέγεθος της τραγωδίας που σήμαινε για τον ηθοποιό, τον δοσμένο στην τέχνη του, όταν άρχισα να ασχολούμαι και να ερευνώ τη θεατρική του υπόσταση».
Γράφει προφητικά ο ίδιος ο Καρούσος στα «Γιούρα»: «Εκλογές περιμέναμε. Η ζωή κυλούσε ειρηνικά και ήρεμα παρά τους κραυγαλέους τίτλους των εφημερίδων. Ο πόλεμος δεν έλυσε κανένα ζήτημα (...). Και νάτος πάλι ο εμφύλιος πόλεμος. Αναπάντεχα, απροσδόκητα. Γιατί είναι εμφύλιος πόλεμος. Αρχίζει βέβαια με την επικράτηση των σκοτεινών δυνάμεων. Μ' αυτό δεν αλλάζει τη σημασία του. Θάναι βουβός, μακρύς, ατελείωτος και θα λήξει μέσα στις φλόγες».
atexnos.gr
Πολλά για τον Καρούσο αφηγείται ο συνεξόριστός του Γιώργος Φαρσακίδης στο βιβλίο του «Πολιτιστικά και ευτράπελα από τα στρατόπεδα εξορίστων». (από το ίδιο βιβλίο και οι φωτογραφίες)
Παρά προστάτη να έχουμε
Από το Μακρονήσι ακόμα υπέφερε ο Καρούσος από προστάτη. Έβγαινε πονώντας απ’ τη σκηνή του περασμένα μεσάνυχτα προσπαθώντας να κατουρήσει.
Την κούναγε πέρα δώθε βογκώντας.
– Κατούρα, μωρή, κατούρα ξεδιάντροπη, γιατί με παιδεύεις; Σε πήγα Παρίσια, σε πήγα Λονδίνο και που δε σε γύρισα! Κατούρα επιτέλους, γαμώ τον προστάτη σου και μ’ έχεις πεθάνει.
Κι ο Λουκάς Καστανάκης ξοπίσω του, όπως πάντα πράος και ευγενέστατος.
– Μη την μαλώνεις Καρούσο μου, την τρομάζεις με τις φωνές σου. Καλόπιασε την λιγάκι και άσ’ τηνε την καημένη. Θα κατουρήσει μονάχη της.
– Αχ, δεν το ξέρεις Λουκά μου, τι σημαίνει να έχεις προστάτη. Διαβάζω Κάλβο κι ανατριχιάζω: «Κάλλιο των Οθωμανών αι άγριαι φοράδες, να χλιμιντρίσουν στον Κιθαιρώνα», τ’ ακούς Λουκά μου «παρά προστάτη να ’χουμε»!
– Μα Καρούσο μου, ο Κάλβος δεν εννοεί…
– Όχι, όχι, Λουκά μου, το εννοεί. Απλώς είναι θέμα ερμηνείας!
0 σχόλια