Νίκος Καββαδίας. Φίλοι και συνταξιδιώτες του ξεδιπλώνουν τις αναμνήσεις τους
Οι συνάδελφοι ναυτικοί του Νίκου Καββαδία, στα μακρινά ταξίδια τους, ποτέ δεν τον αποκαλούσαν με το επίθετό του, ούτε του μιλούσαν στον πληθυντικό. Γι' αυτούς ήταν ο «Κόλιας», ο «κουρλός ασυρματιστής», που διάβαζε, έγραφε και σκιτσάριζε συνεχώς, με το τιτίβισμα του ασύρματου, ακόμα και πάνω σε χαρτοπετσέτες, ακόμα και στη βάρδια.
Απέφευγε να φοράει την επίσημη στολή του εμπορικού ναυτικού, προτιμώντας να τρώει και να αστειεύεται με το προσωπικό. Κι όταν έπιαναν λιμάνι επισκεπτόταν απαρέγκλιτα τα μουσεία και τα πορνεία...
Ο συγγραφέας Μήτσος Κασόλας επανέρχεται στον ποιητή του «Μαραμπού», καταγράφοντας τις αναμνήσεις πολλών, απόμαχων σήμερα ναυτικών, που ταξίδευαν μαζί του, στο βιβλίο «Νίκος Καββαδίας. Ο δαίμονας χόρευε μέσα του» (εκδόσεις Καστανιώτη), που από αύριο θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία. Μέσα από άγνωστα περιστατικά, που προδημοσιεύουμε σήμερα, και από τη συναναστροφή του με απλούς ταξιδιώτες αλλά και με προσωπικότητες όπως ο Γιώργος Σεφέρης, αναδεικνύεται η προσωπικότητα και το ήθος του ποιητή, που ζούσε απλά και γενναιόδωρα.
Οι δυο αγάπες
* Ο Λουκάς Νιφοράτος θυμάται πως όταν ήταν υποπλοίαρχος στο «Απολλωνία» και ταξίδευαν προς τη Χάιφα, το πλοίο γέμιζε από νεαρές Ισραηλινές, που πήγαιναν να δουλέψουν στα κιμπούτς: «Κάποιες από αυτές τις κοπέλες δεν είχαν να πληρώσουν τα τηλεγραφήματα που ήθελαν να στείλουν στους δικούς τους. «Πόσο κάνει το τηλεγράφημα;» ρωτούσαν τον Καββαδία. «Τόσο», ο Καββαδίας. «Αχ, δεν έχω», η κοπέλα. «Περίμενε», ο Καββαδίας. Κι έβγαζε το «τόσο» απ' την τσέπη του και το έδινε στην κοπέλα. «Τώρα έχεις να με πληρώσεις, πλήρωσέ με»».
* «Οταν είχε χρήματα (συνήθως τις πρώτες δεκαπέντε μέρες του μήνα), ήταν γι' αυτόν μεγάλη χαρά να μας καλεί σ' ένα καλό εστιατόριο για να φάμε κάτι εξαιρετικό και να πιούμε κάποιο εκλεκτό κρασί, γαλλικό ή ιταλικό, κυρίως Μποζολέ», επισημαίνει ο απόμαχος πλοίαρχος Γιώργος Γερίμογλου.
«Πολλές φορές εγώ και ο καπτάν Βανδώρος δεν βγαίναμε μαζί του, γιατί είχε το βίτσιο να πληρώνει αυτός: «ρε παιδιά, εγώ δεν ευχαριστιέμαι το φαΐ και τη γυναίκα όταν δεν τα πληρώνω, κάντε μου τη χάρη...»».
* Η γυναίκα και η θάλασσα ήταν οι δυο μεγάλες αγάπες του ποιητή και το αποδείκνυε έμπρακτα κάνοντας τατουάζ στο σώμα του με γοργόνες, δράκαινες, άγκυρες και μια καρδιά. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που έστειλε στον συντοπίτη του κεφαλλονίτη καπετάνιο Σπύρο Βανδώρο, στις 20 Δεκεμβρίου 1965:
«Εντύπωση σου 'κανε γιατί στην Κεφαλλονιά ούτε έτρωγα πολύ ούτε πιοτό. Απλώς τα κοινωνούσα. Μάλλον μύριζα τα πάντα. Καθώς συνηθίζω με τις γυναίκες, όχι όλες τις γυναίκες. Τη στιγμή που είναι πρόθυμες να βγάλουν το βρακί τους, έχω την επιθυμία να τις αφήσω και να πάω με κείνες που έχουνε πάντα το βρακί τους στην τσέπη τους ή κάπου ξεχάσει».
* Ο Γιώργος Πέτσας, που γνώριζε τον Καββαδία από το 1962, όταν ήταν ύπαρχος, υπογραμμίζει ότι ο ποιητής εκτιμούσε και σεβόταν τις πόρνες για την «ιερή προσφορά» τους. Μάλιστα, στη Μασσαλία συναντούσε ανελλιπώς τη Φιφή, μια ελληνίδα «μαντάμ» που διατηρούσε μπαρ. Η ίδια «ζητούσε απ' τον Καββαδία να πιέσει και να πείσει τον φίλο του το δήμαρχο της Μασσαλίας να της φτιάξει μια προτομή και να τη στήσει στην πλατεία της Μασσαλίας ως αναγνώριση της κοινωνικής της προσφοράς προς την πόλη του...».
* Με το λόγο του ο ποιητής γοήτευε πολλές γυναίκες που ταξίδευαν με το πλοίο του. Οπως τη νεαρή Γαλλίδα που ήθελε να συναντήσει τον «monsieur operative Nikola Kavvadia» για να του δώσει ένα μπουκάλι κονιάκ Ναπολεόν, δώρο από τον ελληνιστή καθηγητή της.
* Ο Γ. Γερίμογλου αφηγείται: «Ο Κόλιας ξενύχτησε με τη Γαλλίδα κι εγώ, περίεργος να μάθω, τον ρωτάω το πρωί: «Τι έγινε Κόλια; Την πήδηξες;». «Τι να σου πω, καπτάν Γιώργη, μιλήσαμε όλη τη νύχτα τόσο πολύ για ποίηση, για λογοτεχνία, για την τέχνη και για την ύπαρξή μας στον κόσμο, και για αστρονομία ακόμα, που στο τέλος δεν μου πήγαινε να τη γαμήσω. Ισως να τα χάλαγα όλα»».
* Συχνά στο «Απολλωνία» επιβιβαζόταν και ο Γιώργος Σεφέρης και κουβέντιαζε με τις ώρες με τον ομότεχνό του. Ο Γ. Πέτσας περιγράφει ένα περιστατικό όπου ο νομπελίστας ήθελε να φάει σκορδαλιά, όμως η γυναίκα του Μαρώ τού το απαγόρευε. «Πήγαινε στην καμπίνα σου, φόρα κι εσύ τις πιτζάμες, ξάπλωσε και κάνε πως κοιμάσαι. Κι όταν κοιμηθεί η Μαρώ, έλα ξανά στην τραπεζαρία», τον συμβούλεψε ο Καββαδίας. Ετσι κι έγινε και ο Σεφέρης γεύτηκε τόση σκορδαλιά που η γυναίκα του ξύπνησε από τη βαριά μυρωδιά. Πολύ συχνά όταν το πλοίο έπιανε Βηρυττό, ο Σεφέρης που ήταν πρεσβευτής εκεί, έστελνε στο λιμάνι το διπλωματικό του αυτοκίνητο για να παραλάβει τον φίλο του. Μέχρι τη μέρα που έμαθε πως ο Καββαδίας είπε στον οδηγό να κάνει στάση σε ένα πορνείο.
«Καλύτερα μαρκόνης»
* Φίλος του ήταν και ο ζωγράφος Θανάσης Τσίγκος. Κάποτε η σύζυγός του του χάρισε έναν πίνακά του και ο ποιητής προβληματιζόταν πώς θα τον περάσει από το τελωνείο. «Ο τελώνης ούτε σκάμπαζε από ζωγραφική ούτε ήξερε ποιος ήταν ο Τσίγκος», συνεχίζει ο Γ. Πέτσας. ««Παρ' τον από δω, δεν έχει καμιά αξία αυτή η σαχλαμάρα». Ο Κόλιας στενοχωρήθηκε. «Αυτός δεν έχει αξία; Ο Τσίγκος δεν έχει αξία;»»
* Με το ίδιο καράβι είχε ταξιδέψει και ο Παναγής Τσαλδάρης. Σύμφωνα με τον αρχιμηχανικό Νίκο Αποστολάτο, ο Τσαλδάρης απευθύνθηκε στον ποιητή λέγοντάς του: ««Ξέρεις, ρε γάιδαρε, πως εγώ έχω σώσει τρεις φορές την Ελλάδα;». Και ο Κόλιας: «Οσο εγώ είμαι γάιδαρος, άλλο τόσο έσωσες κι εσύ την Ελλάδα»».
* Η μαρτυρία του Χριστόφορου Παπανικολάτου, συνταξιούχου αρχιθαλαμηπόλου, ρίχνει φως στη στάση του Καββαδία στη δικτατορία, καθώς τονίζει ότι είχαν φυγαδεύσει πολλούς στο εξωτερικό, με το «Απολλωνία»: «Ερχονταν στο καράβι μεταμφιεσμένοι. Και μου 'λεγε ο Καββαδίας: Φαρσινέ, έχουμε να παραλάβουμε ένα «πρόσωπο», έναν «επισκέπτη» απόψε και κλείστον στα «κάτεργα» (στα αμπάρια). Και όταν το πλοίο αναχωρούσε και ερχόταν πάλι η νύχτα και οι μυστικοί ασφαλίτες του καραβιού πήγαιναν για ύπνο, τους ανέβαζα σε μια καμπίνα, σε σημείο απόμερο, κι έλεγα στο θαλαμηπόλο: «Είναι κάποιος άρρωστος μέσα σ' αυτή την καμπίνα, να μην μπαίνει κανείς», και μετά στη Γένοβα ή στη Μασσαλία κατέβαιναν κι έφευγαν...».
* «Καλύτερα που είμαι μαρκόνης παρά καπετάνιος», έλεγε συχνά ο ποιητής του «Πούσι». Κι όμως, αρχικά πήγαινε για καπετάνιος, δίνοντας εξετάσεις το 1937.
«Στην έδρα της σχολής οι εξεταστές φώναξαν και το δικό του όνομα. «Παρών», λέει ο Καββαδίας. Ενας από τους αξιωματούχους: «Το ναύαρχο Καββαδία του Βασιλικού Ναυτικού τι τον έχεις;». «Χεσμένο», του απαντάει ο Κόλιας και τον πέταξαν έξω...», αφηγείται ο απόμαχος καπετάνιος Δημήτρης Κρανιώτης.
* «Τα καράβια, όταν γεράσουν, τα σκοτώνουν. Τα κάνουν παλιοσίδερα. Μα το δικό του καράβι, της ποίησής του το καράβι, δεν μπορεί κανείς να το σκοτώσει. Πλέει μέσα στο χρόνο, διαπερνώντας τον, για την αγωγή του νου και την ψυχαγωγία μας», τονίζει ο Μήτσος Κασόλας. Στο παράθεμα της έκδοσης καταγράφει και τη δικαστική διαμάχη ανάμεσα στον ίδιο και στους Ελγκα Καββαδία και Σταύρο Πετσόπουλο, για το προηγούμενο βιβλίο του «Νίκος Καββαδίας. Γυναίκα-Θάλασσα-Ζωή, αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο». *
Με τον Στρατή Τσίρκα
0 σχόλια