Γιώργος Κοτζιούλας. Γνήσιος ποιητής, από το μέταλλο των μεγάλων




Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ Εκατό χρόνια από τη γέννηση ενός ακόμα ποιητή, του Γιώργου Κοτζιούλα -από τους ριγμένους της γενιάς του. «Γνήσιος ποιητής, από το μέταλλο των μεγάλων, βρέθηκε σε εποχή που σκοτώνει τους ποιητές.

Ποιον να βεβαιώσεις πως με το χαμό του Κοτζιούλα έχασε η Ελλαδα; Είναι όμως ιστορίες της λογοτεχνίας μας που ούτε τον αναφέρουν καν», έγραφε ο Βασίλης Ρώτας σε νεκρολογικό του σημείωμα στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (Σεπτέβριος 1956).
Αυτό ίσως να οφείλεται και στο γεγονός ότι ο Κοτζιούλας, γεννημένος στις 23 Απριλίου 1909, πέθανε στις 29 Αυγούστου 1956, στα 47 του, τότε δηλαδή που οι ποιητές, και μάλιστα οι αριστεροί όπως αυτός, ήταν απόβλητοι από τη νικήτρια του Εμφυλίου «εθνικόφρονα» παράταξη.
 

Πολυταλαιπωρημένος
Πρόλαβε όμως στο σύντομο πολυταλαιπωρημένο βίο του ν' αφήσει έργο πλούσιο σε όγκο και ποιότητα, σε όλα τα είδη του λόγου: ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, δοκίμιο, μετάφραση. Τα «Απαντά» του κυκλοφόρησαν τον ίδιο χρόνο του θανάτου του από τις εκδόσεις «Δίφρος» σε τρεις τόμους, με τη φροντίδα επιτροπής φίλων ομοτέχνων του.
Πολυταλαιπωρημένος, γιατί; Ξανά ο Ρώτας:
«Ο Κοτζιούλας πέθανε γονατισμένος από τη φτώχεια και τους συμμάχους της, την εγκατάλειψη και την αδιαφορία. Δούλευε διορθωτής για να ζήσει, κυριολεκτικά για να τραβήξει τη ζωή του, την άρρωστη και σακατεμένη από στέρηση, δούλευε σκληρά ο ετοιμοθάνατος για να προφτάσει να εξασφαλίσει μια συνταξούλα στη γυναίκα του και το παιδί του, ένα πεντάχρονο, έξυπνο και τρυφερό πλάσμα. Ο Κοτζιούλας ήταν γνήσιος άνθρωπος, ρίζα από τα Τζουμέρκα, πνεύμα αϊτήσιο, κρίση ζυγιασμένη, σοφία σίγουρη, ήθος ανθρωπιάς ευγενικής και πολιτισμένης».


O Κοτζιούλας σε νεαρή ηλικία O Κοτζιούλας σε νεαρή ηλικία Την έτσι διαβίωσή του είχε προβλέψει ο ίδιος ο Κοτζιούλας σ' ένα από τα πρώτα ποιήματά του («Ο περαστικός που τραγουδούσε»), απ' όπου το πρώτο τετράστιχο: «Το τέλος συλλογίζομαι και στην αρχή είμ' ακόμα./ Στρέφω και τρέχω σήμερα σ' όποια φωνή με κραίνει/ μ' αύριο σαν πέτρα θα κείτομαι στο χώμα./ Τ' άνθος μεμιάς μαραίνεται και δυο φορές δεν βγαίνει».
Ωστόσο πιο κάτω, σ' ένα άλλο ποίημα («Φιλοσοφείν»), θα πει μοιρολατρικά:
«Τούτη η ζωή που ζούμε είναι γελοία/ μα δεν υπάρχει κι άλλη να διαλέξεις».
Είχε τους λόγους του να αισθάνεται έτσι. «Ο Γιώργος Κοτζιούλας κατέβηκε στην Αθήνα φέρνοντας μαζί του μνήμες βασανισμένων χωρικών, εικόνες γυναικών που στέναζαν κάτω από τυραννικές προκαταλήψεις, τη μάνα του, τις γειτόνισσές του, τη βάβω του, τα παιδικά του χρόνια, τα στερημένα κι ανέλπιδα, όπως δα και άλλων συμπατριωτών του», γράφει ο Μιχάλης Σταφυλάς σ' ένα βιβλιαράκι αφιερωμένο στη μνήμη του.


Παράσταση σε θέατρο του βουνού (φωτογραφία Σπύρου Μελετζή).

Πολυμαθέστατος
«Ποιητή με τα ούλα του» τον είχε χαρακτηρίσει ο Κώστας Βάρναλης. Αρκούντως σπουδασμένος για εκείνα τα χρόνια αφού, γεννημένος στην Πλατανούσα Ιωαννίνων, έβγαλε το Γυμνάσιο στην Αρτα, ήρθε στην Αθήνα το 1926 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει σε περιοδικά κι εφημερίδες τα πρώτα του πονήματα (ανάμεσά τους και ποιήματα ερωτικού και θρησκευτικού περιεχομένου), ενώ εντάχθηκε και στον ΕΛΑΣ, που πολεμούσε τον κατακτητή.
Γράφει ποιήματα εμπνευσμένα από τον αγώνα, οργανώνει τη «Λαϊκή Σκηνή» και περιοδεύει ανταρτοκρατούμενες περιοχές της Ηπείρου παίζοντας έργα και εμψυχώνοντας το φρόνημα (κάτι ανάλογο, σε ευρύτερη κλίμακα, έκανε ο Βασίλης Ρώτας).
Εκεί ήταν που συνάντησε και τον Αρη, στον οποίο αφιέρωσε ολόκληρη ποιητική συλλογή, αλλά και το αφήγημα «Οταν ήμουν με τον Αρη» -δραστηριότητες που αργότερα του στοίχισαν διώξεις.
Ξεχωριστή θέση στο έργο του έχουν τα μελετήματά του «Πού τραβάει η ελληνική ποίηση;», «Ο Στρατής Μυριβήλης και η πολεμική λογοτεχνία», κριτικά σημειώματα και αναμνήσεις από ομοτέχνους του: Παλαμά, Γρυπάρη, Μαλακάση, Τραυλαντώνη, Γληνό, Λουκόπουλο, Σικελιανό κ.ά. Και ακόμα οι μεταφράσεις, καθώς ήταν πολυμαθέστατος: αρχαία ελληνικά και λατινικά, αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά. Και από συγγραφείς που μετέφρασε, πλην Αρχαίων και Λατίνων: Ντίκενς, Ουγκό, Ζιντ, Γκι ντε Μοπασάν, Τσβάιχ, Γκόρκι, Ντοστογιέφσκι.
 

«Ο Γιώργος Κοτζιούλας αδικήθηκε στη ζωή, μα φοβάμαι πως αδικιέται ακόμα και σήμερα», αποφαίνεται ο Σταφυλάς. «Ακόμα και οι νέοι μας που διαβάζουν προοδευτικούς ως επί το πλείστον λογοτέχνες αγνοούν τον Κοτζιούλα, αν και στάθηκε ένας ανυποχώρητος μαχητής κι ένας περήφανος Ελληνας. Αλλά αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει, είναι πως η ελληνικότητα του Κοτζιούλα δεν δίνεται σαν αφηρημένη έννοια άγονης προγονοπληξίας, αλλά σαν ανάγκη επιβίωσης και σαν υποχρέωση αντίστασης μπροστά σε τόσα και τέτοια ρεύματα του καιρού που πάνε να μας αφελληνίσουν». 

* Γιώργος Κοτζιούλας: Αυτοβιογραφία

Τζουμέρκα - Αθήνα, αυτή ήταν όλη
που χάραξα, όλη μου η γραμμή.
Κίνησα απέκει μ’ ένα τσόλι,
μου ‘λειψε εδώ και το ψωμί.
Αρχή κακού ήταν που δεν είχα
κουκούτσι πνεύμα πραχτικό
τριχιά την έκανα την τρίχα,
της φαντασίας μου υλικό.
Έναν καιρό δεν ήθελα ούτε
να βλέπω ανθρώπινη θωριά.
«Βρέστε του (και μην τον ακούτε)
γυναίκα», έλεγαν στα χωριά.
Αργότερα θα μ’ έχουν βάλει
με δυο σειρές στο λεξικό.
Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι,
θα γίνει ντόρος και κακό.
-----------------------------

Ποίηση και πολεμική: μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα Το ιστολόγιο ασχολείται τακτικά με τον ποιητή Γιώργο Κοτζιούλα (1909-1956), που το έργο του το αγαπώ και το ερευνώ εδώ και αρκετά χρόνια (είναι και συνάδελφος, αφού ήταν -και- εξαιρετικός μεταφραστής).
Έτσι, με μεγάλη χαρά παρουσιάζει σήμερα ένα βιβλίο, που μόλις εκδόθηκε από τον καλό εκδοτικό οίκο Κίχλη, το οποίο σε 500 σελίδες σκιαγραφεί τη ζωή και το έργο του Κοτζιούλα.
Η χαρά είναι διπλή, αφού το βιβλίο το υπογράφει η καλή φίλη Αθηνά Βογιατζόγλου, του πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με την οποία συνεργαζόμαστε εδώ και χρόνια σε διάφορα φιλολογικά θέματα. Και γίνεται τρίδιπλη, ανάμικτη με καμάρι, επειδή στο βιβλίο της Αθηνάς έχω βάλει το χέρι μου κι εγώ: έχω γράψει ένα επίμετρο με τίτλο «Η γλώσσα του Κοτζιούλα και ο Κοτζιούλας για τη γλώσσα», και έχω επιμεληθεί το γλωσσάρι του βιβλίου -που είναι απαραίτητο, διότι ο Κοτζιούλας στα έργα του χρησιμοποιεί ηπειρώτικους ιδιωματισμούς, που δύσκολα τους καταλαβαίνει ο σημερινός αναγνώστης.
Το βιβλίο το παρακολούθησα από κοντά ενώ γραφόταν και έχω διαβάσει πολλές φορές τα δακτυλόγραφα στις διάφορες φάσεις του, οπότε δεν είμαι αμερόληπτος. Θεωρώ πάντως ότι είναι μια εξαιρετική δουλειά. Η Βογιατζόγλου αξιοποίησε, απέσταξε πιο σωστά, το αδημοσίευτο υλικό του αρχείου Κοτζιούλα, κάτι που ήταν απαραίτητο αφού ο, αενάως αυτοβιογραφούμενος, όπως τον χαρακτηρίζει, Κοτζιούλας περιγράφει τα περιστατικά της ζωής του άλλοτε σε επιστολές του, άλλοτε σε ημερολόγια και πολύ συχνά στα ποιήματά του. Και ακριβώς επειδή η συγγραφέας παραθέτει διαρκώς αποσπάσματα από το έργο του ποιητή (όπως θα δείτε στο δείγμα που βάζω στο τέλος), πολλές φορές νομίζεις πως διαβάζεις αυτοβιογραφία του Κοτζιούλα.
Η συγγραφέας παρουσιάζει επίσης την τροχιά που διέγραψε ο Κοτζιούλας στο πνευματικό στερέωμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και τις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις του με ομοτέχνους, καθώς ο Κοτζιούλας ανήκε στην αντιμοντερνιστική πτέρυγα αφενός και ταυτόχρονα ήταν τυπικός εκπρόσωπος των λογοτεχνών της επαρχίας, έστω κι αν τα περισσότερα δημιουργικά του χρόνια τα πέρασε στην Αθήνα.
Αλλά βέβαια, ο Κοτζιούλας ήταν και ο μοναδικός σημαντικός λογοτέχνης μας που όχι απλώς πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση παρά και πολέμησε μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, καθώς συνδέθηκε προσωπικά με τον πρωτοκαπετάνιο Άρη Βελουχιώτη και δημιούργησε το Θέατρο του βουνού. Η Βογιατζόγλου δίκαια εξαίρει αυτή τη σύντομη σε ημερολογιακό χρόνο αλλά πυκνή σε γεγονότα και σε δημιουργία περίοδο της ζωής του ποιητή (1943-1945).


Ποιητές κάνουν δώρα 
Από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου
Κλείσανε προχτές 58 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του αγαπημένου μου ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα, στις 29 Αυγούστου 1956, από ανακοπή καρδιάς, στα 47 του χρόνια. Βασανισμένος από γεννησιμιού του από τη φτώχεια, τις στερήσεις και την κακή υγεία, χωρίς καμιά δυνατότητα να χωθεί σε κάποια μισθωτή θέση, εξαιτίας της ισιάδας του και της πολιτικής του τοποθέτησης, ο Κοτζιούλας το στερνό εκείνο καλοκαίρι της ζωής του δούλευε σαν είλωτας σε μιαν αυθαίρετη παράγκα που'χε φτιάξει στην Πεντέλη -τον βόλευε εκεί γιατί το σπίτι του στη Δάφνη ήταν μονοκάμαρο και με το μικρό παιδί και το νοικοκυριό δεν ήταν μπορετό να συγκεντρώνεται.
Μεταφράζοντας πέθανε ο Κοτζιούλας, σελίδες ατέλειωτες, μυθιστορήματα ποτάμια, Αθλίους κι άλλα, για εκδότες κακοπληρωτές με βαριά σακούλα. Κάποτε πρέπει κι εμείς οι μεταφραστές να τον τιμήσουμε αυτόν τον ήρωα της μεταφραστικής εργασίας, που ήταν κι απ' τους πιο μεγάλους μάστορες του καιρού του.
Για την επέτειο της θανής του, διάλεξα να παρουσιάσω ένα χειρόγραφό του, ένα ποίημα χαρισμένο στον φίλο του, τον επίσης ποιητή Γεράσιμο Γρηγόρη, που του αντιχάρισε κι αυτός ένα δικό του ποίημα -μα που δεν πρόλαβε να το εκδώσει σε βιβλίο παρά μετά τον θάνατο του Κοτζιούλα. Ο Γρηγόρης (1907-1985), γεννημένος στη Λευκάδα, ήταν φοιτητής στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όπου γνώρισε τον Κοτζιούλα και δέθηκε μαζί του με στενή φιλία, μαζί και με τον Σταύρο Τσακίρη και άλλους νεαρούς με έφεση για την ποίηση.
Το βιβλίο στο οποίο περιλαμβάνεται σε φωτογραφία το χειρόγραφο του Κοτζιούλα είναι το "Επιστροφή στην ποίηση", μια αναδρομική επιλογή της ποίησης του Γρηγόρη, που εκδόθηκε το 1980 από τις εκδόσεις Κονιδάρη. Ο φίλος μας ο Λεώνικος είχε το βιβλίο στη βιβλιοθήκη του, κι όπως είναι καλός φίλος και ξέρει τις πετριές μου με ρώτησε αν το ξέρω. Του απάντησα πως όχι, του ζήτησα να μου σκανάρει τις σχετικές σελίδες, αλλά επειδή δεν σκαμπάζει από τα τέτοια κι είναι άνθρωπος γενναιόδωρος προτίμησε να μου χαρίσει το βιβλίο. Επίσης έγραψε το σημείωμα που θα διαβάσετε παρακάτω. Και για να αβγατίσει το δώρο, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Γρηγόρη βρήκα κι άλλο ένα θέμα που ενδιαφέρει το ιστολόγιο, που το βάζω σε υστερόγραφο, ύστερα από το σημείωμα του Λεώνικου.
Ο Γεράσιμος Γρηγόρης (1907-1985), λευκαδίτης από τους Σφακιώτες, φιλόλογος, δηγηματογράφος, ποιητής, ζωγράφος, αριστερός και κατ’ επάγγελμα δημοσιογράφος, έκανε μια αναδρομική επιλογή όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος, ποιημάτων του, τα οποία είχαν δει το φως σε διάφορα έντυπα ή συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, και τα παρουσίασε σ’ ένα ταπεινό τομίδιο, την Επιστροφή στην Ποίηση που εκδόθηκε από τον πατριώτη του Κονιδάρη, στην Αθήνα το 1980.
Ο Γερ. Γρηγόρης δεν είχε την ποίησή του περί πολλού, προτιμούσε το διήγημα ως τρόπο έκφρασης, και χρειάστηκε η διορατικότητα, αλλά και το σπάνιο ήθος, άλλων λογοτεχνών για να την εκτιμήσει και ο ίδιος. Και αναφερόμαστε στο ‘σπάνιο ήθος’ αν και πιο σωστό θα ήταν να πούμε μεγαλείο, διότι αυτό συνεπαγόταν να παρακάμψουν την έμφυτη ελληνική ανταγωνιστική διάθεση, που έθαψε και θάβει μεγάλους λογοτέχνες, πολλοί από τους οποίους αναφέρονται εν παρόδω από τον Γρηγόρη.
Ένα από τα ποιήματα της ‘Επιστροφής’ είναι και οι Χωριάτες,
Χωριάτες
Στὴ μνήμη
τοῦ Γιώργου Κοτζιούλα
τοῦ ποιητή των φτωχών
καὶ τῶν κατατρεγμένων
Νά ’ταν νὰ ἰδῶ ξανά τό γέρο μου
Νά κάθεται στό φτωχικό του
Μ’ αὐλακωμένο ἀπὸ τὰ βάσανα
Τὸ μελαμψὸ τὸ πρόσωπό του.
Σαν τώρα για τ’ αμπελοχώραφα
Πουρνό πουρνό να ξεκινάει
Κι ως θα γυρίζει απ’ το ηλιόκαμα
Ψωμί και σκόρδο να μασάει.
Στο κοντοζύγωμα του σούρουπου
Να συναυλιάζονται κοντά του
της γης οι μεροκαματιάρηδες
πλάι στην πεζούλα του φραγκιάτου.
Κι ο ένας θα λέει πως εβαλάντωσε
ολοχρονίς να ξεχωνιάζει
και πως η νιότη τού’ φυγε άχαρη
κι όλο γερνάει μες το μαράζι.
Άλλος πως έρεψε ο γιόκας του
κρεβατωμένος με πλευρίτη
κι άλλος στα χρέη που χαντακώθηκε
θα λέει: Μου παίρνουν και το σπίτι.
Κι ενώ στο ηλιόγερμα τα σύννεφα
χρυσές τουλούπες θα μαδάνε
με τα δεμάτια οι μαυρομάντιλες
οι κοπελιές θ’ ανηφοράνε…
Μια τέτοιαν ώρα εκεί θα βρίσκομουν
κοντά στης ρίζας μου το αίμα
την ίδια κλήρα νά ’χω πλάι τους
μακριά από το βούρκο και το ψέμα.
Και να τους λέω, που αυτοί δε φταίξανε
αν μες στη φτώχια αγκομαχάνε
μα κάποιοι αδικητάδες άνομοι
στις πολιτείες που γλεντάνε.
Το ποίημα είναι αφιερωμένο στον Γιώργο Κοτζιούλα. Αλλά περί αυτού, υπάρχει σχόλιο του ίδιου του Γρηγόρη, το οποίο και αντιγράφουμε.
Το 1934 ο Κοτζιούλας μού έστειλε ένα ποίημα που τό ’γραψε για μένα. Η φιλία του και η προσφορά του με κολακεύουν, γιατί «ο γιος του ταχυδρόμου» από την Πλατανούσα ήταν πολύ γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους των νέων με τις συχνές δημοσιεύσεις σε διάφορα έντυπα, με το μελέτημά του για τον Μυριβήλη και τα «Εφήμερα», την ποιητική συλλογή του που είχε τυπώσει. Ενώ εγώ δημοσίευα άτακτα στίχους και σκίτσα μου. πραγματικά είχε δημιουργηθεί μια εγκάρδια φιλία που οφειλόταν στα πολλά κοινά ενδιαφέροντά μας, εκτός από τον κοινό παρονομαστή της χωριάτικης καταγωγής μας. (Πριν από τρία χρόνια είχε περάσει από τη Λευκάδα, κατεβαίνοντας από τα βουνά του για την Αθήνα και είχε φιλοξενηθεί για λίγες μέρες στο σπίτι μου, στο χωριό.) Του εξέφρασα λοιπόν τη συγκίνησή μου για την προσφορά του. Και από το ποίημα «Χωριάτες» που είχα γράψει εκείνον τον καιρό, του απάγγειλα μερικούς στίχους που του άρεσαν. Γι’ αυτό, εκείνη τη στιγμή, αποφάσισα να του αφιερώσω το ποίημα. Αλλά δεν του ανακοίνωσα τη σκέψη μου. Επιφυλάχτηκα για να του κάνω έκπληξη όταν θα το δημοσίευα κάπου ή όταν θα τύπωνα την ποιητική συλλογή μου, που όλο την ετοίμαα και όλο την ανέβαλλα. Και να που τώρα, σαράντα πέντε χρόνια μετά από τη μακάρια εκείνη εποχή κι όταν ο ποιητής βρίσκεται «εικοσιπέντε χρόνια μες τη γης» εκπληρώνω την κρυφή υπόσχεσή μου, να του χαρίσω, με τόσο μακρόχρονη καθυστέρηση, στη μνήμη του τώρα – αλίμονο – το ποίημά μου. Αλλά με παρηγορεί το γεγονός ότι δεν περίμενε την αφιέρωσή μου η μνήμη του για να συντηρηθεί. Το ίδιο του το έργο τον καταξιώνει το χορεία των αθανάτων, που έψαλα τους καημούς και τα βάσανα του λαού μας.
Το πιο πάνω σχόλιο ακολουθεί, σε φωτοτυπία του χειρογράφου, το ποίημα του Κοτζιούλα.
kotzgrigor
1932
ΣΕ ΓΚΑΡΔΙΑΚΟ ΜΟΥ ΦΙΛΟ
Οι μούλες παίζουνε χωρίς εσένα στα καπούλια
Κι εγώ, Γεράσιμε, γυρνώ, στην πρώτη μου επωδό.
Εχάσαμε τα δέντρα μας, ξεχάσαμε την πούλια
μήτε μια πέτρα του Θεού δεν βρίσκεις πια εδώ.
Εμείς οι δυό μας έπρεπε να μείνουμε ξωμάχοι
με καμιά τέχνη απ' αυτές τις πατρογονικές
Θα κάνουμε όλες τις δουλειές, θα τρώμε ό,τι λάχει
Με τα καλά σου θά 'βγαινες κι εσύ τις Κυριακές.
Μα πάλι σάμπως από κει δεν ήρθα; Δεν τα ξέρω;
Από καλό του θ' άφηνε κανείς την εξοχή;
Σπέρνουν κι ούτε το σπόρο τους δεν πιάνουνε το θέρο,
θέρμες, οργή δεν έφτανε που βρέθηκαν φτωχοί.
Η μάνα μου, ο πατέρας σου, κι εκείνοι βέβαια σκάβουν,
είναι καιρός που φύγαμε, θα καρτερούν καιρό.
Δεν ξαίρουν γράμματα πολλά για α μας καταλάβουν.
Κι εμείς.... ώ πώς να τον ειπώ το λόγο τον πικρό;
Υστερόγραφο: Το σημείωμα του Λεώνικου τελειώνει εδώ. Αλλά, όπως κι ο ίδιος είχε μαντέψει, το βιβλίο του Γρηγόρη έκρυβε κι άλλα σημεία με ενδιαφέρον για μένα, μια και για πολλά ποιήματά του ο Γρηγόρης αναφέρει παρόμοιες ιστορίες στο επίμετρο. Έτσι, επιβεβαιώθηκε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αυτός ήταν ο δράστης της "φιλολογικής φάρσας" του 1929, όταν έστειλε στον Ξενόπουλο στίχους δικούς του που μιμούνταν το ύφος της Οδύσειας του Καζαντζάκη (είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται αποσπάσματά της σε περιοδικά), τάχα ότι ήταν σταλμένοι από τον Καζαντζάκη -και ο Ξενόπουλος το πίστεψε και τους έβαλε πρωτοσέλιδους! Ίσως ξαναγράψω το άρθρο, αν βρω αρκετό νέο υλικό.
Του Γεράσιμου Γρ. ενθύμιο                     Γιώργος Κοτζιούλας
14 - 11 - 34
έρρωσο

You Might Also Like

0 σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημοφιλείς 30 ημέρες

Δημοφιλείς 7 ημέρες