Διονύσιος Σούρμπης. Από την «Αγράμπελη» στην Όπερα
Το πρώτο του «έβγα» στη ζωή ήταν στην «Αγράμπελη». Στην ταβέρνα του πατέρα του. Του Μπάμπη. Σε ηλικία οχτώ χρόνων. Καλοκαιρινές διακοπές στο μαγαζί. Να δώσει ένα χέρι. Να μάθει να στρώνει τραπέζια, να παίρνει παραγγελίες. Να μάθει τι πάει να πει δουλειά. Να γίνει άνθρωπος.
Κι έγινε. Γιατί σ’ εκείνο το στενό μαγαζί, στο καντούνι του Αϊ Γιαννιού… στη Ζάκυνθο, άκουσε τις πρώτες καντάδες. Οι νότες, οι φωνές, οι σκωπτικοί ή λυρικοί στίχοι μπήκαν μέσα του βαθιά. Έκτοτε κάθε χρονιά περίμενε με όλο και μεγαλύτερη λαχτάρα να έρθει το καλοκαίρι. Να πάει στην ταβέρνα του πατέρα του, να βοηθήσει στην κουζίνα και στο σερβίρισμα.
«Να τρυπώσω κάτω από τις κιθάρες, ανάμεσα στους τραγουδιστάδες, ν’ αρχίσω να τραγουδάω κι εγώ. Τότε ακόμα δεν το έβλεπα επαγγελματικά το θέμα. Ήθελα να γίνω κι εγώ σαν κι αυτούς τους ανθρώπους. Να τραγουδάω κι εγώ.» Διονύσιος Σούρμπης, 30 χρόνων σήμερα, βαρύτονος, βραβευμένος στην Ελλάδα και στην Ιταλία, από τις πιο εντυπωσιακές νέες φωνές στην Ευρώπη. Επισκέπτης στην ιδιαίτερη πατρίδα του για λίγες μέρες.«Και, αυτοί οι τραγουδιστάδες δεν είναι παρά άνθρωποι της γειτονιάς, έτσι»;
«Ακριβώς. Θα τους συναντήσετε στο μανάβικο, στο σούπερ μάρκετ, στο ξυλουργείο, στο σχολείο. Και το βράδυ, τραγουδάνε. Κάποιοι μάλιστα κάνουν ταυτόχρονα και τους σερβιτόρους. Ο,τι μπορούν.»
«Κάτι που δεν άλλαξε στη Ζάκυνθο...»
«Όχι, όχι. Οι Ζακυνθινοί αγαπούν το τραγούδι. Σαν περπατάτε στην πόλη εξάλλου, βλέπετε τόσα ωδεία να υπάρχουν. Αλλά είναι και άνθρωποι που δεν ξέρουν νότες, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, κι όμως, σαν τους ακούσει κανείς, νομίζει ότι κουβαλούν στην πλάτη τους σπουδές χρόνων.»
Καντάδες και ψαλμωδίες
Ας γυρίσουμε όμως σε σας. Σαν ήρθε η ώρα και τελειώσατε το σχολειό, τελειώσατε και το στρατιωτικό, ο πατέρας σας προφανώς θα ήθελε να συνεχίσετε τη δουλειά που είχε στρώσει, ή μήπως όχι;»
Ακριβώς. Ήταν έτοιμος να μου δώσει τα κλειδιά του μαγαζιού. Δεν γινόταν όμως. Μπαμπά, του λέω, θα πάω στην Αθήνα να σπουδάσω. Θα προσπαθήσω να βγω κι έξω. Δεν με χωράει ο τόπος στην ταβέρνα.»
«Φυσικά, θα τρελάθηκε…»
«Λογικό ήταν να αντιδράσει. Μου είπε, ότι ήταν δύσκολο το εγχείρημα. Και αβέβαιο το μέλλον. Εγώ όμως το είχα πάρει απόφαση. Να τραγουδήσω στην όπερα. Με μάγευε η ιδέα.»
«Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στην όπερα;»
«Σιγά-σιγά ήρθε. Παιδί ήμουν ακόμα, και σαν είχε δει ο πατέρας μου ότι μου αρέσει τόσο πολύ το τραγούδι, ένα Σαββατόβραδο με ρώτησε αν την άλλη μέρα ήθελα να με πάρει μαζί του στην εκκλησιά. Έψελνε. Στη Φανερωμένη. Του είπα ναι. Πήγα κι έμεινα “κόκαλο”. Με μάγεψε η χορωδία. Σαν βγήκαμε, ρώτησα τον πατέρα μου πώς γίνεται να ακούω τέσσερις διαφορετικές φωνές. Πρώτη, δεύτερη κλπ, ξέρετε. Και ήτανε πολλοί. Καμιά τριανταριά. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα δεν είχαν τελειώσει καλά, καλά το σχολείο. Φεύγουν και πάνε στις δουλειές τους. Αυτή η μέρα λοιπόν έχει μείνει βαθιά χαραγμένη μέσα μου.»
Προς την όπερα
«Η μεγάλη απόφαση, όμως, πότε ήρθε; Τι ήταν αυτό που τελικά σας οδήγησε στις μεγάλες αναζητήσεις;»
«Ήταν με το θάνατο του Κώστα Σαμσαρέλου, που πρόλαβα να είναι δάσκαλός μου, 17 χρονών εγώ ακόμα. Έγινε κάποιο μνημόσυνο. Δόθηκε συναυλία υπό τη διεύθυνση του Ιάκωβου Κονιτόπουλου, ο οποίος τώρα είναι μαέστρος στην Αθήνα. Μου έδωσε να τραγουδήσω το “Μόνος ήσουν, μόνος είσαι, μόνος θα ‘σαι” που το έγραψε ο Ρώμας. Ο μεγάλος δάσκαλός μας το μελοποίησε για βαρύτονο, μικτή χορωδία και πιάνο. Ήμουν ο πρώτος που μου το εμπιστεύτηκε και το τραγούδησα. Σαν με άκουσε ο Ιάκωβος, μου είπε: “εσύ δεν πρέπει να μείνεις εδώ”. Ήταν ο άνθρωπος που μου έβαλε τα φτερά στην πλάτη και μετά μου είπε “πέταξε τώρα, φύγε”.
Τελευταία χρονιά λοιπόν του σχολείου. Ο Διονύσιος Σούρμπης τελειώνει το λύκειο, πάει φαντάρος και επιστρέφει στη Ζάκυνθο μόνο για να μαζέψει τα πράγματά του. Φεύγει για την Αθήνα, όπου κάνει μαθήματα φωνητικής με τον Γιώργο Σαμαρτζή. Οι σπουδές του διαρκούν από το 1999 μέχρι το 2005, οπότε και παίρνει το δίπλωμά του. Δυο-τρεις μήνες πριν πάρει το δίπλωμα, έχει κερδίσει την υποτροφία «Μαρία Κάλλας». Η υποτροφία αυτή αποτελεί το βατήρα για να κάνει το άλμα προς την Ιταλία. Ζει στο Τρεβίζο. Πάνω από τη Βενετία και το Μιλάνο. Δυο χρόνια ήταν η διάρκεια της υποτροφίας και τώρα δουλεύει για να ζει και να συνεχίζει να μελετάει. Έχει βραβευτεί σε έξι παγκόσμιους διαγωνισμούς, έχει ντεμπουτάρει δυο όπερες, πρόσφατα τραγούδησε στην Αρένα της Βερόνας και τώρα, το Μάιο, τραγουδάει στο Κλαμπ Βέρντι, στη Μόντενα, όπου σε λίγο θα του απονεμηθεί το βραβείο “Μπαστιανίνι”. Αναγνωρίζει ότι η βράβευση αυτή αποτελεί ένα μεγάλο σταθμό στην καριέρα του. Και πια, όπως λέει, ο πήχης ανεβαίνει, οι υποχρεώσεις μεγαλώνουν.
«Ποιες φωνές σε τράβηξαν περισσότερο;»
«Από μικρό παιδί, μα και τώρα ακόμα ο Παβαρότι. Μοναδικό μέταλλο. Επίσης, η φωνή του Μπαστιανίνι. Μετά, Νικολάι Γιαούροφ. Και άλλοι.
«Και από έργα; Σε ποια συμμετείχατε;»
«Στην Εθνική Λυρική Σκηνή έπαιξα το ρόλο του Μοράλες στην ”Κάρμεν”, στην Παιδική Σκηνή τον “Κουρέα της Σεβίλλης” με την Κάρμεν Ρουγγέρη, έγινα μέλος χορωδίας της Λυρικής και μετά έφυγα για την Ιταλία».
Στην Ελλάδα; Μόνο διακοπές
«Ένας άνθρωπος της όπερας είναι υποχρεωμένος να έχει έδρα μακριά από την Ελλάδα; Είναι καταδικασμένος να ταξιδεύει; Μπορεί να επιστρέψει στην Αθήνα;»
Χαμογελάει πικρά: «Όταν μεγαλώσει, για διακοπές»
«Δεν υπάρχουν υποδομές, έτσι;»
«Τίποτα και είναι κρίμα. Η χώρα που γέννησε το θέατρο, η μητέρα του δράματος από το οποίο ξεπήδησε η όπερα, δεν έχει σήμερα να προσφέρει αυτά που της πρέπει να δώσει στην Τέχνη.»
«Εμφανιστήκατε και φέτος στη Λυρική, στους “Παλιάτσους”. Είχα καιρό, πολλά χρόνια να έρθω στη Λυρική και μου έκανε εντύπωση πως ακόμα έχει μείνει με υποδομές συνοικιακού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60. Κι όμως ο κόσμος έρχεται.»
«Ναι. Το θέατρο γεμίζει. Κι ας μην έχει διαφημιστεί η όπερα. Ας μην ξέρουν πολλοί πού πέφτει καν η Εθνική Λυρική Σκηνή. Είναι κρίμα που η Ελλάδα έχει μια και μόνο μια όπερα, που δεν έχει δικό της θέατρο κι αυτό το θέατρο βρίσκεται στην κατάσταση που βρίσκεται, με σκηνή και καμαρίνια άλλων εποχών.»
«Ενώ στην Ιταλία;»
Εγώ μένω στο Τρεβίζο. Το Τρεβίζο είναι μια πόλη, που όπως κάθε πόλη της Ιταλίας, έχει το δικό του θέατρο. Είναι ένα θέατρο που ντρέπεσαι να πατήσεις μέσα. Όχι μόνο στη σάλα, στην πλατεία, τα θεωρία, αλλά και στα καμαρίνια. Έχουν το μπάνιο τους, τα πάντα…»
«Τι να σας πω; Ειλικρινά εύχομαι να έρθει η στιγμή που θα επισκέπτεστε συχνότερα την Ελλάδα και κυρίως την πατρίδα σας, τη Ζάκυνθο, με την ολοκλήρωση της ανέγερσης του θεάτρου. Αναρωτιέμαι όμως, έπρεπε να περάσει πάνω από μισός αιώνας από τους σεισμούς, με τους οποίους καταστράφηκε το θέατρο του Τσίλερ, για να μπουν τα θεμέλια του νέου θεάτρου;»
«Τι να πω; Μακάρι, έστω και τώρα, να γίνει!»
Κι έγινε. Γιατί σ’ εκείνο το στενό μαγαζί, στο καντούνι του Αϊ Γιαννιού… στη Ζάκυνθο, άκουσε τις πρώτες καντάδες. Οι νότες, οι φωνές, οι σκωπτικοί ή λυρικοί στίχοι μπήκαν μέσα του βαθιά. Έκτοτε κάθε χρονιά περίμενε με όλο και μεγαλύτερη λαχτάρα να έρθει το καλοκαίρι. Να πάει στην ταβέρνα του πατέρα του, να βοηθήσει στην κουζίνα και στο σερβίρισμα.
«Να τρυπώσω κάτω από τις κιθάρες, ανάμεσα στους τραγουδιστάδες, ν’ αρχίσω να τραγουδάω κι εγώ. Τότε ακόμα δεν το έβλεπα επαγγελματικά το θέμα. Ήθελα να γίνω κι εγώ σαν κι αυτούς τους ανθρώπους. Να τραγουδάω κι εγώ.» Διονύσιος Σούρμπης, 30 χρόνων σήμερα, βαρύτονος, βραβευμένος στην Ελλάδα και στην Ιταλία, από τις πιο εντυπωσιακές νέες φωνές στην Ευρώπη. Επισκέπτης στην ιδιαίτερη πατρίδα του για λίγες μέρες.«Και, αυτοί οι τραγουδιστάδες δεν είναι παρά άνθρωποι της γειτονιάς, έτσι»;
«Ακριβώς. Θα τους συναντήσετε στο μανάβικο, στο σούπερ μάρκετ, στο ξυλουργείο, στο σχολείο. Και το βράδυ, τραγουδάνε. Κάποιοι μάλιστα κάνουν ταυτόχρονα και τους σερβιτόρους. Ο,τι μπορούν.»
«Κάτι που δεν άλλαξε στη Ζάκυνθο...»
«Όχι, όχι. Οι Ζακυνθινοί αγαπούν το τραγούδι. Σαν περπατάτε στην πόλη εξάλλου, βλέπετε τόσα ωδεία να υπάρχουν. Αλλά είναι και άνθρωποι που δεν ξέρουν νότες, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, κι όμως, σαν τους ακούσει κανείς, νομίζει ότι κουβαλούν στην πλάτη τους σπουδές χρόνων.»
Καντάδες και ψαλμωδίες
Ας γυρίσουμε όμως σε σας. Σαν ήρθε η ώρα και τελειώσατε το σχολειό, τελειώσατε και το στρατιωτικό, ο πατέρας σας προφανώς θα ήθελε να συνεχίσετε τη δουλειά που είχε στρώσει, ή μήπως όχι;»
Ακριβώς. Ήταν έτοιμος να μου δώσει τα κλειδιά του μαγαζιού. Δεν γινόταν όμως. Μπαμπά, του λέω, θα πάω στην Αθήνα να σπουδάσω. Θα προσπαθήσω να βγω κι έξω. Δεν με χωράει ο τόπος στην ταβέρνα.»
«Φυσικά, θα τρελάθηκε…»
«Λογικό ήταν να αντιδράσει. Μου είπε, ότι ήταν δύσκολο το εγχείρημα. Και αβέβαιο το μέλλον. Εγώ όμως το είχα πάρει απόφαση. Να τραγουδήσω στην όπερα. Με μάγευε η ιδέα.»
«Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στην όπερα;»
«Σιγά-σιγά ήρθε. Παιδί ήμουν ακόμα, και σαν είχε δει ο πατέρας μου ότι μου αρέσει τόσο πολύ το τραγούδι, ένα Σαββατόβραδο με ρώτησε αν την άλλη μέρα ήθελα να με πάρει μαζί του στην εκκλησιά. Έψελνε. Στη Φανερωμένη. Του είπα ναι. Πήγα κι έμεινα “κόκαλο”. Με μάγεψε η χορωδία. Σαν βγήκαμε, ρώτησα τον πατέρα μου πώς γίνεται να ακούω τέσσερις διαφορετικές φωνές. Πρώτη, δεύτερη κλπ, ξέρετε. Και ήτανε πολλοί. Καμιά τριανταριά. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα δεν είχαν τελειώσει καλά, καλά το σχολείο. Φεύγουν και πάνε στις δουλειές τους. Αυτή η μέρα λοιπόν έχει μείνει βαθιά χαραγμένη μέσα μου.»
Προς την όπερα
«Η μεγάλη απόφαση, όμως, πότε ήρθε; Τι ήταν αυτό που τελικά σας οδήγησε στις μεγάλες αναζητήσεις;»
«Ήταν με το θάνατο του Κώστα Σαμσαρέλου, που πρόλαβα να είναι δάσκαλός μου, 17 χρονών εγώ ακόμα. Έγινε κάποιο μνημόσυνο. Δόθηκε συναυλία υπό τη διεύθυνση του Ιάκωβου Κονιτόπουλου, ο οποίος τώρα είναι μαέστρος στην Αθήνα. Μου έδωσε να τραγουδήσω το “Μόνος ήσουν, μόνος είσαι, μόνος θα ‘σαι” που το έγραψε ο Ρώμας. Ο μεγάλος δάσκαλός μας το μελοποίησε για βαρύτονο, μικτή χορωδία και πιάνο. Ήμουν ο πρώτος που μου το εμπιστεύτηκε και το τραγούδησα. Σαν με άκουσε ο Ιάκωβος, μου είπε: “εσύ δεν πρέπει να μείνεις εδώ”. Ήταν ο άνθρωπος που μου έβαλε τα φτερά στην πλάτη και μετά μου είπε “πέταξε τώρα, φύγε”.
Τελευταία χρονιά λοιπόν του σχολείου. Ο Διονύσιος Σούρμπης τελειώνει το λύκειο, πάει φαντάρος και επιστρέφει στη Ζάκυνθο μόνο για να μαζέψει τα πράγματά του. Φεύγει για την Αθήνα, όπου κάνει μαθήματα φωνητικής με τον Γιώργο Σαμαρτζή. Οι σπουδές του διαρκούν από το 1999 μέχρι το 2005, οπότε και παίρνει το δίπλωμά του. Δυο-τρεις μήνες πριν πάρει το δίπλωμα, έχει κερδίσει την υποτροφία «Μαρία Κάλλας». Η υποτροφία αυτή αποτελεί το βατήρα για να κάνει το άλμα προς την Ιταλία. Ζει στο Τρεβίζο. Πάνω από τη Βενετία και το Μιλάνο. Δυο χρόνια ήταν η διάρκεια της υποτροφίας και τώρα δουλεύει για να ζει και να συνεχίζει να μελετάει. Έχει βραβευτεί σε έξι παγκόσμιους διαγωνισμούς, έχει ντεμπουτάρει δυο όπερες, πρόσφατα τραγούδησε στην Αρένα της Βερόνας και τώρα, το Μάιο, τραγουδάει στο Κλαμπ Βέρντι, στη Μόντενα, όπου σε λίγο θα του απονεμηθεί το βραβείο “Μπαστιανίνι”. Αναγνωρίζει ότι η βράβευση αυτή αποτελεί ένα μεγάλο σταθμό στην καριέρα του. Και πια, όπως λέει, ο πήχης ανεβαίνει, οι υποχρεώσεις μεγαλώνουν.
«Ποιες φωνές σε τράβηξαν περισσότερο;»
«Από μικρό παιδί, μα και τώρα ακόμα ο Παβαρότι. Μοναδικό μέταλλο. Επίσης, η φωνή του Μπαστιανίνι. Μετά, Νικολάι Γιαούροφ. Και άλλοι.
«Και από έργα; Σε ποια συμμετείχατε;»
«Στην Εθνική Λυρική Σκηνή έπαιξα το ρόλο του Μοράλες στην ”Κάρμεν”, στην Παιδική Σκηνή τον “Κουρέα της Σεβίλλης” με την Κάρμεν Ρουγγέρη, έγινα μέλος χορωδίας της Λυρικής και μετά έφυγα για την Ιταλία».
Στην Ελλάδα; Μόνο διακοπές
«Ένας άνθρωπος της όπερας είναι υποχρεωμένος να έχει έδρα μακριά από την Ελλάδα; Είναι καταδικασμένος να ταξιδεύει; Μπορεί να επιστρέψει στην Αθήνα;»
Χαμογελάει πικρά: «Όταν μεγαλώσει, για διακοπές»
«Δεν υπάρχουν υποδομές, έτσι;»
«Τίποτα και είναι κρίμα. Η χώρα που γέννησε το θέατρο, η μητέρα του δράματος από το οποίο ξεπήδησε η όπερα, δεν έχει σήμερα να προσφέρει αυτά που της πρέπει να δώσει στην Τέχνη.»
«Εμφανιστήκατε και φέτος στη Λυρική, στους “Παλιάτσους”. Είχα καιρό, πολλά χρόνια να έρθω στη Λυρική και μου έκανε εντύπωση πως ακόμα έχει μείνει με υποδομές συνοικιακού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60. Κι όμως ο κόσμος έρχεται.»
«Ναι. Το θέατρο γεμίζει. Κι ας μην έχει διαφημιστεί η όπερα. Ας μην ξέρουν πολλοί πού πέφτει καν η Εθνική Λυρική Σκηνή. Είναι κρίμα που η Ελλάδα έχει μια και μόνο μια όπερα, που δεν έχει δικό της θέατρο κι αυτό το θέατρο βρίσκεται στην κατάσταση που βρίσκεται, με σκηνή και καμαρίνια άλλων εποχών.»
«Ενώ στην Ιταλία;»
Εγώ μένω στο Τρεβίζο. Το Τρεβίζο είναι μια πόλη, που όπως κάθε πόλη της Ιταλίας, έχει το δικό του θέατρο. Είναι ένα θέατρο που ντρέπεσαι να πατήσεις μέσα. Όχι μόνο στη σάλα, στην πλατεία, τα θεωρία, αλλά και στα καμαρίνια. Έχουν το μπάνιο τους, τα πάντα…»
«Τι να σας πω; Ειλικρινά εύχομαι να έρθει η στιγμή που θα επισκέπτεστε συχνότερα την Ελλάδα και κυρίως την πατρίδα σας, τη Ζάκυνθο, με την ολοκλήρωση της ανέγερσης του θεάτρου. Αναρωτιέμαι όμως, έπρεπε να περάσει πάνω από μισός αιώνας από τους σεισμούς, με τους οποίους καταστράφηκε το θέατρο του Τσίλερ, για να μπουν τα θεμέλια του νέου θεάτρου;»
«Τι να πω; Μακάρι, έστω και τώρα, να γίνει!»
0 σχόλια