Η ανασφάλεια της Κάτω Μακεδονίας
«Δεν εννοήσαμεν αν η γλώσσα ήτον η μακεδονική ή η ελληνική», έγραφε το 1904 ο Παύλος Μελάς στη γυναίκα του από κάποιο σλαβόφωνο χωριό της Μακεδονίας. «Ζα νάσητε μπράτιε Μακεντόντσι» (για τους αδελφούς μας Μακεδόνες) τιτλοφορούνταν οι προκηρύξεις που οι μακεδονομάχοι μοίραζαν στους χωρικούς το 1905, όταν ο επίσημος χαρτογράφος του ελληνικού βασιλείου εξηγούσε πως ο Μακεδονικός Αγώνας διεξάγεται μεταξύ «Ελληνιζόντων Μακεδόνων» και «Βουλγαριζόντων Μακεδόνων» αλλά «η εθνότης είναι η αυτή και εις τας δύο ταύτας κατηγορίας, ήτοι η Μακεδονική». Το 1920 η επίσημη απογραφή πληθυσμού του ελληνικού κράτους κατέγραψε την ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας», διακριτής από τη σερβική και τη βουλγαρική. «Μακεδονική γλώσσα» αναφέρει ακόμη και η εμφυλιοπολεμική Λευκή Βίβλος που εξέδωσε το 1947 το κράτος των Αθηνών. Για «μακεδονική γλώσσα η οποία ομιλείται στα Σκόπια και έχει γραμματικήν και συντακτικόν» έκανε τέλος λόγο το 1959 στη Βουλή ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός Εξωτερικών του Καραμανλή του πρεσβύτερου. Να υποθέσουμε πως όλοι αυτοί δεν ήταν παρά ενεργούμενα του «αλυτρωτισμού των Σκοπίων», αφού έσπευσαν -μερικές δεκαετίες πριν από τον κ. Ντάνιελ Φριντ του Στέιτ Ντιπάρτμεντ- ν' αναγνωρίσουν την ύπαρξη της ακατονόμαστης «ψευδοεθνότητας» και «ψευδογλώσσας»; Οσο για την Πηνελόπη Δέλτα, ο ρόλος της είναι εξαιρετικά ύποπτος: αυτή δεν γράφει, και μάλιστα στα «Μυστικά του Βάλτου», για πληθυσμούς που «εθνική συνείδηση είχαν τη μακεδονική μονάχα» δυο ολόκληρες γενιές πριν απ' τον Τίτο;
Περίσσεψε φαίνεται ο ενθουσιασμός από την εθνική μας νίκη στο Βουκουρέστι. Από την επιβεβαίωση δηλαδή του ότι κι εμείς, ως παλαίμαχοι νατοϊκοί, μπορούμε να καταπατούμε ατιμωρητί τις διεθνείς συμφωνίες που έχουμε υπογράψει. Μέσα σε χρόνο μηδέν παραμερίστηκαν έτσι η διπλωματική μετριοπάθεια και τα ορθολογικά επιχειρήματα, περί μιας σύνθετης ονομασίας που θα καθιστά διακριτή τη «δική μας» Μακεδονία από την «άλλη», κι επιστρέψαμε επί της ουσίας στις μέρες του 1992-93. Από τον Γιώργο Παπανδρέου ώς τον Γιώργο Καρατζαφέρη κι από τα φιλοκυβερνητικά κανάλια μέχρι το «Ριζοσπάστη», όλος ο πολιτικός κόσμος σπεύδει να καταγγείλει σαν «απαράδεκτη πρόκληση» ακόμη και την απλή παραδοχή του αυτονόητου: ότι οι βόρειοι γείτονές μας έχουν εθνική ταυτότητα και γλώσσα, τις οποίες οι ίδιοι προσδιορίζουν (και η υπόλοιπη ανθρωπότητα -με την εξαίρεση των Βούλγαρων εθνικιστών- αποδέχεται) εδώ και πολύν καιρό ως μακεδονικές. Αυτή όμως η σκλήρυνση δεν αντίκειται απλώς στο υφιστάμενο διεθνές δίκαιο περί εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Αδυνατεί επίσης εκ των πραγμάτων να συμπυκνωθεί θεσμικά σε κάποιο διεκδικήσιμο αίτημα, πέρα από την ανομολόγητη αλλά οφθαλμοφανή προσδοκία αυτοδιάλυσης του «κρατιδίου». Ταυτόχρονα, ωστόσο, αποκαλύπτει το βαθύτερο (και παράλογο, μολονότι ιστορικά ερμηνεύσιμο) σύνδρομο εθνικής ανασφάλειας που υποκρύπτεται πίσω από το θέατρο σκιών περί «μακεδονισμού». Εναν αιώνα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, μάλλον κάποιοι δεν έχουν ακόμα πειστεί πως η ελληνική Μακεδονία είναι όντως ελληνική.
Περίσσεψε φαίνεται ο ενθουσιασμός από την εθνική μας νίκη στο Βουκουρέστι. Από την επιβεβαίωση δηλαδή του ότι κι εμείς, ως παλαίμαχοι νατοϊκοί, μπορούμε να καταπατούμε ατιμωρητί τις διεθνείς συμφωνίες που έχουμε υπογράψει. Μέσα σε χρόνο μηδέν παραμερίστηκαν έτσι η διπλωματική μετριοπάθεια και τα ορθολογικά επιχειρήματα, περί μιας σύνθετης ονομασίας που θα καθιστά διακριτή τη «δική μας» Μακεδονία από την «άλλη», κι επιστρέψαμε επί της ουσίας στις μέρες του 1992-93. Από τον Γιώργο Παπανδρέου ώς τον Γιώργο Καρατζαφέρη κι από τα φιλοκυβερνητικά κανάλια μέχρι το «Ριζοσπάστη», όλος ο πολιτικός κόσμος σπεύδει να καταγγείλει σαν «απαράδεκτη πρόκληση» ακόμη και την απλή παραδοχή του αυτονόητου: ότι οι βόρειοι γείτονές μας έχουν εθνική ταυτότητα και γλώσσα, τις οποίες οι ίδιοι προσδιορίζουν (και η υπόλοιπη ανθρωπότητα -με την εξαίρεση των Βούλγαρων εθνικιστών- αποδέχεται) εδώ και πολύν καιρό ως μακεδονικές. Αυτή όμως η σκλήρυνση δεν αντίκειται απλώς στο υφιστάμενο διεθνές δίκαιο περί εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Αδυνατεί επίσης εκ των πραγμάτων να συμπυκνωθεί θεσμικά σε κάποιο διεκδικήσιμο αίτημα, πέρα από την ανομολόγητη αλλά οφθαλμοφανή προσδοκία αυτοδιάλυσης του «κρατιδίου». Ταυτόχρονα, ωστόσο, αποκαλύπτει το βαθύτερο (και παράλογο, μολονότι ιστορικά ερμηνεύσιμο) σύνδρομο εθνικής ανασφάλειας που υποκρύπτεται πίσω από το θέατρο σκιών περί «μακεδονισμού». Εναν αιώνα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, μάλλον κάποιοι δεν έχουν ακόμα πειστεί πως η ελληνική Μακεδονία είναι όντως ελληνική.
0 σχόλια