«Οι μεγάλοι μου πίνακες γεννιώνται σιγά σιγά μέσα στην καρδιά μου», έλεγε ένας πρωτοπόρος της αφηρημένης τέχνης, ο Βασίλι Καντίνσκι. Ο ζωγράφος έπαιζε με τα χρώματα και τις φόρμες σαν να ήταν νότες της μουσικής. Ενεργούσε σαν τον συνθέτη που αναζητάει μέσα από την ποικιλομορφία της παρτιτούρας να αποδώσει τις αντιθέσεις, τη συνύπαρξη, εντάσεις ή αρμονία. Με τη σημαντική στροφή που πραγματοποίησε προς την αφηρημένη τέχνη, μπόρεσε να ξεπεράσει τη δέσμευση της φιγούρας.
Για πρώτη φορά έπειτα από είκοσι χρόνια, το Κέντρο Πομπιντού παρουσιάζει μια μεγάλη έκθεση με 100 έργα του ρώσου καλλιτέχνη. Μετά το Μόναχο και πριν από τη Νέα Υόρκη, το Μπομπούρ παρουσιάζει την έκθεση αυτή μέχρι τις 20 Αυγούστου. Η χρονολογική διαδρομή δείχνει τη συμβολή του καλλιτέχνη στη σύγχρονη τέχνη, τις επιλογές και τις ιδέες που εξέφρασε και τη συμμετοχή του στα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής του.
Ο Καντίνσκι γεννήθηκε στη Μόσχα το 1866, σε εύπορη οικογένεια. Σπούδασε νομικά και οικονομία μέχρι το 1895, αλλά όταν πήρε το δίπλωμά του έφυγε στο Μόναχο για σπουδές καλών τεχνών. Γνωρίζει τη ζωγράφο Γκαμπριέλ Μίντερ, ταξιδεύουν μαζί σε πολλές χώρες και το 1906 βρίσκονται στο Παρίσι όπου ο ζωγράφος μένει ένα χρόνο. Ζωγραφίζει τοπία, συνθέσεις, συναναστρέφεται μία διεθνή ομάδα καλλιτεχνών, παίρνει μέρος σε εκθέσεις, συνδέεται με τον Μπρακ, τον Πικάσο, τον Ντερέν, τον Κλέε. Το 1908 ο Καντίνσκι επιστρέφει στο Μόναχο, διανύοντας περίοδο δημιουργικού οργασμού.
Ενα βράδυ ανακαλύπτει στο ημίφως, τοποθετημένο στο καβαλέτο του, «έναν εκπληκτικό πίνακα, που εμφάνιζε ένα υπέροχο μείγμα από χρώματα, χωρίς κεντρικό θέμα». Γοητευμένος, τον πλησιάζει και ανακαλύπτει ότι πρόκειται για έργο του τοποθετημένο ανάποδα. «Τότε όλα έγιναν ξεκάθαρα στο μυαλό μου», θα πει αργότερα. «Η περιγραφή των αντικειμένων δεν έχει καμιά θέση στη ζωγραφική μου, είναι μάλιστα αρνητική». Εκτιμά ότι η απεικόνιση του «ρεαλιστικού» κόσμου τον περιορίζει, ανακαλύπτει ό,τι τα χρώματα και οι φόρμες αρκούν για να εκφράσει ότι αισθάνεται. Ετσι ξεκινάει η μεταστροφή του προς την αφηρημένη τέχνη.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος θέτει τέλος στη δημιουργική αυτή εποχή, τον αναγκάζει να επιστρέψει στη Μόσχα. Ζει την εμπειρία της επανάστασης των μπολσεβίκων, αναλαμβάνει διάφορες δημόσιες θέσεις στο νέο καθεστώς, ξαναρχίζει να ζωγραφίζει. Το 1921 επωφελείται από μία εθνική αποστολή για να ξαναγυρίσει στη Γερμανία. Θα παραμείνει εκεί μέχρι το 1933. Συμμετέχει στα καλλιτεχνικά κινήματα, διδάσκει στο Μπαουχάους και σε άλλες σχολές καλών τεχνών.
Η άνοδος του ναζισμού τον υποχρεώνει και πάλι να αυτοεξοριστεί. Αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου θα μείνει μέχρι το θάνατό του, το 1944. Θα συνδεθεί με μία νέα γενιά καλλιτεχνών. Εκθέτει μαζί τους, ενώ η ναζιστική Γερμανία τον κατατάσσει στην «παρηκμασμένη τέχνη» και η Ρωσία αποσύρει τα έργα του από τα μουσεία της. Η αλλαγή ζωής εξελίσσει την έκφρασή του. Υιοθετεί διαφορετικές χρωματικές γκάμες, εμφανίζει στους πίνακές του μικρά «βιομορφικά» στοιχεία, συμπαντικές φόρμες.
Η έκθεση είναι ένα πανόραμα από συναρπαστικές εικόνες που αφηγούνται το παιχνίδι της ζωής, την περιπέτεια, τη χαρά, τη θλίψη, τον άνθρωπο κατακερματισμένο μέσα στη δίνη των γεγονότων. Είναι μια ζωγραφική που απεικονίζει την πραγματικότητα με πολυδιάστατη προσέγγιση, ρεαλισμό, χιούμορ, φαντασία και προπάντων «αυτοσχεδιασμό», τίτλο που έδωσε ο ζωγράφος σε αρκετούς πίνακές του.
Για πρώτη φορά έπειτα από είκοσι χρόνια, το Κέντρο Πομπιντού παρουσιάζει μια μεγάλη έκθεση με 100 έργα του ρώσου καλλιτέχνη. Μετά το Μόναχο και πριν από τη Νέα Υόρκη, το Μπομπούρ παρουσιάζει την έκθεση αυτή μέχρι τις 20 Αυγούστου. Η χρονολογική διαδρομή δείχνει τη συμβολή του καλλιτέχνη στη σύγχρονη τέχνη, τις επιλογές και τις ιδέες που εξέφρασε και τη συμμετοχή του στα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής του.
Ο Καντίνσκι γεννήθηκε στη Μόσχα το 1866, σε εύπορη οικογένεια. Σπούδασε νομικά και οικονομία μέχρι το 1895, αλλά όταν πήρε το δίπλωμά του έφυγε στο Μόναχο για σπουδές καλών τεχνών. Γνωρίζει τη ζωγράφο Γκαμπριέλ Μίντερ, ταξιδεύουν μαζί σε πολλές χώρες και το 1906 βρίσκονται στο Παρίσι όπου ο ζωγράφος μένει ένα χρόνο. Ζωγραφίζει τοπία, συνθέσεις, συναναστρέφεται μία διεθνή ομάδα καλλιτεχνών, παίρνει μέρος σε εκθέσεις, συνδέεται με τον Μπρακ, τον Πικάσο, τον Ντερέν, τον Κλέε. Το 1908 ο Καντίνσκι επιστρέφει στο Μόναχο, διανύοντας περίοδο δημιουργικού οργασμού.
Ενα βράδυ ανακαλύπτει στο ημίφως, τοποθετημένο στο καβαλέτο του, «έναν εκπληκτικό πίνακα, που εμφάνιζε ένα υπέροχο μείγμα από χρώματα, χωρίς κεντρικό θέμα». Γοητευμένος, τον πλησιάζει και ανακαλύπτει ότι πρόκειται για έργο του τοποθετημένο ανάποδα. «Τότε όλα έγιναν ξεκάθαρα στο μυαλό μου», θα πει αργότερα. «Η περιγραφή των αντικειμένων δεν έχει καμιά θέση στη ζωγραφική μου, είναι μάλιστα αρνητική». Εκτιμά ότι η απεικόνιση του «ρεαλιστικού» κόσμου τον περιορίζει, ανακαλύπτει ό,τι τα χρώματα και οι φόρμες αρκούν για να εκφράσει ότι αισθάνεται. Ετσι ξεκινάει η μεταστροφή του προς την αφηρημένη τέχνη.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος θέτει τέλος στη δημιουργική αυτή εποχή, τον αναγκάζει να επιστρέψει στη Μόσχα. Ζει την εμπειρία της επανάστασης των μπολσεβίκων, αναλαμβάνει διάφορες δημόσιες θέσεις στο νέο καθεστώς, ξαναρχίζει να ζωγραφίζει. Το 1921 επωφελείται από μία εθνική αποστολή για να ξαναγυρίσει στη Γερμανία. Θα παραμείνει εκεί μέχρι το 1933. Συμμετέχει στα καλλιτεχνικά κινήματα, διδάσκει στο Μπαουχάους και σε άλλες σχολές καλών τεχνών.
Η άνοδος του ναζισμού τον υποχρεώνει και πάλι να αυτοεξοριστεί. Αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου θα μείνει μέχρι το θάνατό του, το 1944. Θα συνδεθεί με μία νέα γενιά καλλιτεχνών. Εκθέτει μαζί τους, ενώ η ναζιστική Γερμανία τον κατατάσσει στην «παρηκμασμένη τέχνη» και η Ρωσία αποσύρει τα έργα του από τα μουσεία της. Η αλλαγή ζωής εξελίσσει την έκφρασή του. Υιοθετεί διαφορετικές χρωματικές γκάμες, εμφανίζει στους πίνακές του μικρά «βιομορφικά» στοιχεία, συμπαντικές φόρμες.
Η έκθεση είναι ένα πανόραμα από συναρπαστικές εικόνες που αφηγούνται το παιχνίδι της ζωής, την περιπέτεια, τη χαρά, τη θλίψη, τον άνθρωπο κατακερματισμένο μέσα στη δίνη των γεγονότων. Είναι μια ζωγραφική που απεικονίζει την πραγματικότητα με πολυδιάστατη προσέγγιση, ρεαλισμό, χιούμορ, φαντασία και προπάντων «αυτοσχεδιασμό», τίτλο που έδωσε ο ζωγράφος σε αρκετούς πίνακές του.