Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
Όρθιοι, ακόμα κι όταν πέφτουν
Ο χαράκτης Α. Τάσσος και το πολυσήμαντο έργο του
Τον Οκτώβριο του 1985 (πριν από 25 χρόνια) μαθαίνω ότι ο χαράκτης Α.Τάσσος νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό», χτυπημένος από καρκίνο.
Πηγαίνω ένα απόβραδο.
- Ο Τάσσος ο χαράκτης, μου λέτε σε ποια κλινική είναι; ρωτάω τον θυρωρό.
- Δεν έχουμε κανένα Τάσσο χαράκτη, μου λέει ύστερ' από λίγο.
Ρίχνω μια ματιά στο βιβλίο που κοίταζε -έψαχνε στο γράμμα... Χ.
-Τάσσος Αλεβίζος, του λέω, καθώς θυμήθηκα το πραγματικό όνομα του καλλιτέχνη. Για κοιτάχτε.
Ξαναψάχνει:
- Ναι, είναι κάποιος μ' αυτό το όνομα.
Του το 'λεγα έπειτα, καθώς στεκόμουν δίπλα στο κεφάλι του, σε μια από τις πιο θλιβερές συναντήσεις μου, για να τον διασκεδάσω.
Το άκουσε, όπως το περίμενα, με κατανόηση κι ένα αχνό χαμόγελο:
- Εχει ξαναγίνει.
Έφυγε από τη ζωή λίγες ημέρες αργότερα, στις 13 Οκτωβρίου, στα 71 του. Στο πλευρό του η σύζυγός του, ομότεχνος - χαράκτρια και συναγωνίστρια Λουκία Μαγγιώρου (τον ακολούθησε στο θάνατο 23 χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2008, στα 84 της).
Φαινόμενο
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό -ως δημοσιογράφο και άνθρωπο- που είχα το προνόμιο να γνωρίσω εξαιρετικούς ανθρώπους. Ενας από αυτούς ήταν και ο Α. Τάσσος. Να τον συναντάω, να τον ακούω στο τηλέφωνο, να παίρνω κάποιο σημείωμά του -να ζητάει να γράψω κάτι, όχι για τον ίδιο, αλλά για κάποιον άλλο, κάποιο συνάδελφό του, για κάποια ασχήμια ή για τις δραστηριότητες της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, της οποίας υπήρξε πρόεδρος και εμψυχωτής. Παράλληλα, να είναι παρών σε οποιαδήποτε σημαντική εκδήλωση. Κι από κοντά οι επαγγελματικές καλλιτεχνικές - βιοποριστικές του υποχρεώσεις.
- Μα πότε τα προλαβαίνετε όλα; Πότε χαράζετε τα ξύλα σας; τον είχα ρωτήσει.
- Από τις πέντε ώς τις δέκα το πρωί -είναι οι καλύτερες ώρες.
Φαινόμενο εργατικότητας ο Α. Τάσσος, «χάραξε», στα πενήντα και πλέον χρόνια της καλλιτεχνικής του προσφοράς, εκατοντάδες επιφάνειες ξύλου όλων των διαστάσεων -χαρακτικά για πίνακες, αλλά και για βιβλία, αφίσες, γραμματόσημα, διακοσμητικά. Τα περισσότερα ωστόσο είναι εμπνευσμένα από τα πάθη του ελληνικού λαού, που ήταν και δικά του πάθη. Με κορυφαία την Κατοχή και την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τη χούντα.
Πονεμένες φιγούρες μανάδων, ήρωες, μάρτυρες, σκλάβοι, αλλά και τυραννοκτόνοι, σε μια ατέλειωτη στρατιά. Και σε κάποια διαλείμματα, ωραίοι έφηβοι του έρωτα και της ελπίδας, αγέρωχες αρχόντισσες, ένα άνθος, ένας ήλιος, ένα περιστέρι.
Σταθμός της δημιουργικής του πορείας υπήρξε η περίοδος της δικτατορίας. Η τελευταία δουλειά του είχε παρουσιαστεί το 1964. Πίστευε ότι με την έκθεση αυτή είχε ολοκληρωθεί το χρέος του κι είχε ξετελέψει με τις εμπειρίες του. Καιρός ν' ασχοληθεί με κάτι χαρούμενο, να προβληματιστεί στη μορφή της παραπέρα δουλειάς του, να δει πόσο μπορούσε να συμπορευτεί με τα καινούργια ρεύματα.
Μαρτυρολόγιο
- Απάνω σ' αυτό μας βρήκε η δικτατορία, λέει σε συνέντευξή μας τον Απρίλιο του 1975. Από εκείνη τη στιγμή ανεστάλησαν τα πάντα μέσα μου. Δεν υπήρχαν πια για μένα προβλήματα καθαρώς πλαστικά. Ξανάφησα τον εαυτό μου να συνδεθεί με όλα όσα υπήρχαν μέσα μου από τον καιρό της Κατοχής. Ενα καινούργιο μαρτυρολόγιο... Βρισκόμουν μόνιμα σε μια κατάσταση πραγματικά αφόρητης πίκρας, γιατί στα χρόνια μας ζούσαμε μια δεύτερη δικτατορία.
Τα περισσότερα από αυτά τα εκατόν είκοσι πέντε έργα παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη μεγάλη έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη, τον Ιανουάριο του 1975, που αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα της χρονιάς. Τα ίδια έργα ταξίδεψαν στη συνέχεια σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, καθώς και στο εξωτερικό -στη Μόσχα και στη Βουδαπέστη, όπου είχαν μεγάλη ανταπόκριση από επισήμους, κριτικούς και, κυρίως, κοινό.
Είναι αφιερώματα στην ηρωίδα της Αντίστασης Ηλέκτρα Αποστόλου, στους δεσμώτες της χούντας Βάσω Κατράκη, Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Ρίτσο, στον πολύπαθο Σπύρο Μουστακλή, στον Τσε Γκεβάρα, στην Αντζελα Ντέιβις, στην Κύπρο, στο Βιετνάμ, στην ειρήνη. Αλλά το έργο που κυριαρχεί είναι το χαρακτικό το εμπνευσμένο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οχι μόνο λόγω του περιεχομένου του, αλλά και της έκτασής του -έξι μέτρα μήκος. Λέει:
- Στα έργα μου υπάρχει η ανθρώπινη οδύνη, αλλά και η αποφασιστικότητα... Οι άνθρωποι που κινούνται στα έργα μου σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς και της τυραννίας. Αλλά είναι τόσο αλύγιστοι εκφραστικά, που δεν μπορούν παρά να μένουν όρθιοι ώς το τέλος. Ορθιοι ακόμα κι όταν πέφτουν. Αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμά μου.
Βιογραφία
Ο Τάσσος (πραγματικό όνομα Αναστάσιος Αλεβίζος: Λευκοχώρα Μεσσηνίας, 1914 – Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 1985) ήταν διακεκριμένος έλληνας χαράκτης.
Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θ. Θωμόπουλου, του Ουμβ. Αργυρού και του Κ. Παρθένη.
Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γ. Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δ. Γαλάνη, τον άλλο μεγάλο έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική. Λέγεται επίσης ότι πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα· στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα (1940) τιμήθηκε με το Κρατικό Μετάλλιο Χαρακτικής.
Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Γ. Κεφαλληνού φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού.
Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Γ. Κεφαλληνού φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού.
Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την (παράνομη πλέον) δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τα επικά του πολέμου, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.
Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων ή ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ/ΟΕΔΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.
Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε και τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.
Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε και τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.
Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).
Κατά την δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευση της Χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη (1975) και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.
Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε το Οκτώβριο του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλλεις της Ελλάδας. Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου (γεν. 1914), επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλλεις της Ελλάδας. Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου (γεν. 1914), επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τεχνική αρτιότητά τους και την συγκινησιακή — τρυφερή αλλά και δωρική — απόδοση της μορφής των απλών ανθρώπων του μόχθου και του πόνου. Ωστόσο ένα σύγχρονο μάτι δεν μπορεί να μην διακρίνει μέσα στις ξυλογραφίες του Τάσσου και την επική μεγαλοπρέπεια της στρατευμένης τέχνης. Άλλωστε, ο ίδιος ο χαράκτης «παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στρατευμένος στην υπόθεση της πάλης για μια νέα κοινωνία, δίκαιη, δημοκρατική και σοσιαλιστική» (Η. Μόρτογλου, Ριζοσπάστης, 23 Οκτωβρίου 1995).