ΑΘΗΝΑ ΜΑΥΡΟΥ (1926-1944)
Με κρύα ανατριχίλα θυμάται ακόμα η Κοκκινιά το μεγάλο μπλόκο της 17 Αυγούστου του 1944. Διακόσια παλικάρια ντουφεκίστηκαν τη μαύρη εκείνη μέρα στη «Μαρτυρική μάντρα» της Οσίας Ξένης. Κι ανάμεσά τους η Αθηνά Μαύρου.
Δεν είχε κλείσει τα 17 της χρόνια. Απ’ το 1943 ήτανε οργανωμένη στην ΕΠΟΝ. Έτρεχε στη γειτονιά να βοηθήσει τους καταδιωκόμενους, να παρηγορήσει τις μανάδες που χάνανε τα παιδιά τους, ν’ ανακουφίσει τους φυλακισμένους. Ήτανε αρραβωνιασμένη κι έπλαθε τα πιο όμορφα όνειρα για τη ζωή. Κι οραματιζότανε τις μέρες της λευτεριάς, τότε που κι η δικιά της αγάπη θα τράνεβε ακόμα πιο πολύ. Μα τα όμορφα όνειρα κυλίστηκαν στο αίμα εκείνη τη μέρα στη μαρτυρική μάντρα.
Ήτανε 6½ η ώρα το πρωί όταν την πήρανε απ’ το σπίτι της. «Ποια είναι η Αθηνά;», μούγκρισε ο προδότης με τη μάσκα. «Εγώ είμαι», φώναξε η αδερφή της. Μα η Αθηνά πετάχτηκε στη μέση κι ατρόμητη κι αγέρωχη φώναξε στους δήμιους: «Όχι, εγώ είμαι, τι θέλετε;». Θέλουν να την πάρουν μισόγυμνη, μα αυτή αντιστέκεται. Δεν τους αφήνει να την πλησιάσουν ώσπου να ντυθεί. Στη μάντρα της λένε κάποιοι συναγωνιστές της να φύγει, σε μια στιγμή που της δίνεται η ευκαιρία. Μα αυτή τους απαντάει: «Θα μείνω εδώ με τ’ άλλα τα παιδιά. Κι ό,τι γίνει ας γίνει για όλους».
Η σφαγή αρχίζει. Πολλοί λιποψυχούν κι η Αθηνά που φοβάται μη μαρτυρήσουν τους φωνάζει: «Κλειστό το στόμα, μη κάψετε κι άλλα σπίτια». Μαζί με δυο άλλες λεβέντισσες, την Κούλα και τη Διαμάντω, στήθηκε στον τοίχο. Και δέχτηκε με το κεφάλι ψηλά το θάνατο…
Αναδημοσίευση από τη σειρά δημοσιευμάτων του atexnos.gr με θέμα ΕΠΟΝιτες ΗΡΩΕΣ
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ (1918-1943)
Σαν Επονίτης πού ήτανε είχε κάνει τον πόλεμο τραγούδι. Και ξεχώριζε για το καλό του τραγούδι. Στην πόλη μέσα, σε απόμερες γωνιές και στα σκοτεινά υπόγεια, μάθαινε στους συναγωνιστές του τ’ αντάρτικα τραγούδια. Και στο βουνό σαν ανέβαινε για δουλειά συνδέσμου, άφηνε τη φωνή του ξέγνοιαστη και κρουστάλλινη ν’ αγκαλιάσει τις λεύτερες ραχούλες. Εκεί γινότανε άλλος άνθρωπος - ανάπνεε κι άνοιγε τα στήθια του να ρουφήξουν όλο τον αέρα της λευτεριάς και να τον μεταφέρουν στον κάμπο, στις σκλαβωμένες πολιτείες. Κι οι αντάρτες, κάθε φορά σαν ανηφόριζε στα μονοπάτια, τον γνώριζαν απ’ τα τραγούδια του. Κι έλεγαν «τ’ αηδόνι, ο Χάρης μας έρχεται».
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1918. Με τη σκλαβιά έδειξε πως κρατάει απ’ τη γενιά των Κολοκοτρωναίων. Τρέχει από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη, πετάει από βουνό σε βουνό, ως τη μέρα που οι προδότες του ’κοψαν το δρόμο. Τον έπιασαν έλληνες χωροφύλακες ― επικεφαλής τους ήταν ο Γκεσταπίτης Γιάννης Καλιάνος. Τον έφεραν στο Στρατοδικείο. Οι Στρατοδίκες μόνιμοι έλληνες αξιωματικοί σαν τον Μπονστακόπουλο και τον Παπαγεωργίου, τον Τρίκα κλπ. Τον καταδίκασαν. Ήτανε βαρύ το έγκλημά του γιατί πολεμούσε για τη λευτεριά της Πατρίδας, γιατί βοηθούσε τους αντάρτες, γιατί δεν έγινε Ταγματα-αλήτης. Οι Γερμανοί έκαναν τα χρέη του δημίου και στις 22 Απρίλη του 1943, μαζί με άλλους Πατριώτες εκτελέσανε και τον Χαρίλαο Κατσούλη.
Τα τραγούδια του δεν ξανακούστηκαν στα σκοτεινά υπόγεια και οι αντάρτες για πολύ καιρό περίμεναν ν’ ακούσουν το αηδόνι τους - ώσπου μια μέρα έμαθαν το μαντάτο. «Ο Χάρης Τουφεκίστηκε και την ώρα του θανάτου του τραγουδούσε».
Αναδημοσίευση από τη σειρά δημοσιευμάτων του atexnos.gr με θέμα ΕΠΟΝιτες ΗΡΩΕΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ
Ένα παλικάρι 24 χρονών. Ένας νέος ηθοποιός με πλούσιο ταλέντο που του χαμογελούσε το αύριο. Μια ψυχή που τη φλόγιζε η αγάπη για τη λευτεριά και που δεν ήξερε τι θα πει συμβιβασμός.
Τον είδαμε πολίτη στην πλατεία του Συντάγματος με τη ματωμένη σημαία να προχωρεί νικητής μέσα στη φωτιά.
Τον είδαμε ντυμένο μαχητή του ΕΛΑΣ στο θρυλικό λόγο των Σπουδαστών «Λόρδο Βύρωνα» να πολεμάει μέρα-νύχτα.
Πληγωμένος από όλμο δεν θέλησε να φύγει από την πρώτη γραμμή. Έμεινε εκεί κοντά στα παιδιά της σπουδάζουσας και πολεμούσε.
Ο Κώστας Κορδάτος ήταν ένας άφοβος επονίτης. Αυτό το διαλεχτό παλικάρι το βρήκε η δολοφονική σφαίρα στις 23 του Μάρτη στο πεδίο του Άρεως.
Αναδημοσίευση από τη σειρά δημοσιευμάτων του atexnos.gr με θέμα ΕΠΟΝιτες ΗΡΩΕΣ