Γράφει η ΒΟΥΛΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΟΥ (enet.gr)
ΟΙ ΧΟΙΡΟΙ ΥΪΖΟΥΣΙΝ, ΤΑ ΧΟΙΡΙΔΙΑ ΚΟΪΖΟΥΣΙΝ, ΟΙ ΛΟΓΙΟΤΑΤΟΙ ΛΟΓΙΟΚΟΠΑΝΙΖΟΥΣΙΝ με μια πορταγαλέα κι ένα θρίδακα - κινάμε για τον Ομηρο, του Ομήρου τα λημέρια!
«Η απλουστάτη πλαστογραφία της ζωντανής γλώσσης, σημαίνει άμεσον πλαστογραφίαν της ζωής» (Δημήτρης Γληνός)
Οι προφητείες στου Πατροκοσμά, υπερακόντισαν τις οδηγίες του Κίσινγκερ.
Ηρθε καιρός όπου «τ' άλαλα και τα μπάλαλα διευθύνουν την Ελλάδα».
«Μιλάτε σεις τη γλώσσα μας κι εγώ σηκώνω τις αμαρτίες σας...». Ναι, μα τότε υπήρχαν Πατροκοσμάδες και ύπαρχε και λαός. Υπήρχαν Οδηγητές που μπήκαν μπροστά και θυσιάστηκαν για την πατρίδα τους. Κι ήταν κι ένας λαός στο ρόλο του, δημιουργός, που διαφέντευε τη γλώσσα του, την πλούσια, ευγενική, ανεπανάληπτη... και είχε και ποιητές που σάλπιζαν: «Δεν έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα». Κι ήταν καιρός που με τη λύρα την απολλώνια του ποιητή και με της λευτεριάς το σύνθημα: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή...». Κινάνε λαϊκοί ξεσηκωμοί και γράφονται ηρωισμοί, θυσίες, θρίαμβοι και Εικοσιένα... Αλλά η προφητεία σου, πάτερ Κοσμά, συνεχίζει να επαληθεύεται: «Το κακό θα σας έρθει από τους διαβασμένους...». Πώς να παρουσιάσουμε στον θείον Ομηρο τα τραγούδια τα δημοτικά, που θα ειπεί του δήμου, δηλαδή του... χυδαίου λαού, στη... χυδαία γλώσσα του; Αντε Φίλιππα Ιωάννου, εσύ 'σαι σπουδαγμένος, πιάσε και μετάφρασέ τα αυτά τα δημοτικά από τη χυδαία γλώσσα τους, στη θεία γλώσσα του Ομήρου.
Ο δάσκαλος Δημήτρης Γληνός
Μ' αυτό δε φτάνει. Εμείς οι λόγιοι πρέπει να αναλάβουμε το βαρύ καθήκον να φθάσομεν την γλώσσαν του Ομήρου. Δέον εις τα σχολεία αυτή η γλώσσα να διδάσκεται. Πρέπει να επιστρέψομε εις τη γλώσσαν την ομηρικήν... Κι ερχόμαστε στα: «άλαλα και μπάλαλα» του Πατροκοσμά. Ια, ωά, πέπερι, υς, ις, μυς... δρυς, δραξ, βλαξ, κνιψ, σφηξ, θριξ, φλοξ... κνίδη, θρίδαξ... Αρματωνόμαστε λοιπόν με αυτά τα λίγα, και τα πολύ περισσότερα που παραλείπουμε, απ' όσα διασώζει ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ Δ. Γληνός και κινάμε μέσω της Παιδείας μας το πίσω μπρος να στρατοπεδέψουμε στα στρατόπεδα του Ομήρου... Τα παιδιά μαραίνονταν, λέει, μην αντέχοντας να τους αλιστορίζουν με όλες αυτές... τις θέσφατες αηδίες και να τους κάνουν το μαυλουδάκι τους κουρκούτι. Κι οι γονείς ενεοί. Να μην καταλαβαίνουν και να διαπορούν, πού θα πάνε τα παιδιά τους τα παρα-μορφωμένα και πού, σε ποιαν αχτή και ξέρα του καιρού θ' απομείνουν οι ίδιοι;
Κι αφού οι «διαβασμένοι» άλαλοι και μπάλαλοι, είδαν κι απόειδαν, πως το πράμα δεν περπατάει, σκέφτηκαν να συμβιβαστούν και να προχωρήσουν με την καθαρεύουσα για την Παιδεία και τα σχολεία. Να λένε το φεγγάρι φεγγάριον, το σπίτι οσπίτιον, το ψάρι οψάριον, και ν' αφήσουν στον αγράμματο λαό να μιλάει τη χυδαία δημοτική του... Και να απολαμβάνουν τέτοιαν συνομιλία-καλωσόρισμα, εγγράμματου γιου και αγράμματης μάνας: «Ω μήτερ μου, καθ' οδόν ολίσθημα, την βακτηρίαν απώλεσα, ο δε πίλος μου διανυκτερεύει εν υπαίθρω». Και η αγράμματη απάντηση: «Γιε μου, καλώς εκόπιασες μα δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Αν πεινάς, έχω μαγερεμένο τραχανά, να σου βάλω να φας....».