Ο ρόλος των ελληνικών κυβερνήσεων συνεργασίας
Οι Έλληνες «σωτήρες»
Οι συζητήσεις για το ποιος θα αναλάμβανε τη διοίκηση της κατεχόμενης Ελλάδας είχαν ξεκινήσει πριν ακόμα από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Τις ημέρες εκείνες της κατάρρευσης του παλιού κόσμου υπήρξαν και κάποιοι που αυτοπροτάθηκαν στους Γερμανούς, δηλώνοντας ότι είναι οι καλύτεροι για να οδηγήσουν τη χώρα στη γερμανική «Νέα Ευρώπη». Η πορεία αυτή, κατά την άποψή τους, θα ήταν προς το κοινό συμφέρον Ελλάδας και Γερμανίας. Ολοι τους βρίσκονταν πλησιέστερα στις Αρχές Κατοχής, είτε ως παλιοί γερμανόφιλοι πολιτικοί όπως ο Τουρκοβασίλης είτε ως ηγέτες φασιστικών ελληνικών κομμάτων όπως ο Μερκούρης ή ο Γιάνναρος (του οποίου η υποψηφιότητα εξετάστηκε σοβαρά, αφού προβαλλόταν ως ηγέτης του κυρίαρχου ελληνικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με 100.000 υποστηρικτές). Κανείς όμως δεν κατάφερε τελικά να επιλεγεί από τους Γερμανούς για την ηγεσία της κατεχόμενης χώρας. Η αρχική γερμανική επιλογή ήταν μιας ομάδας αποτελούμενης κυρίως από στελέχη του ελληνικού Στρατού, που έτρεφαν βεβαίως συμπάθειες προς τη Γερμανία, αλλά ως μη πολιτικοί θα δημιουργούσαν λιγότερες αντιδράσεις και πολιτικές συζητήσεις στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου ανέλαβε την ανασύσταση του κρατικού μηχανισμού μέσω του οποίου θα διοικείτο η χώρα από τις Αρχές Κατοχής.
Οι ίδιοι αργότερα θα προέβαλλαν ως αιτιολογία για τη στάση τους -και φαίνεται ότι κάποιοι τουλάχιστον από αυτούς το πίστευαν πραγματικά- πως δρώντας ως ενδιάμεσοι, ανάμεσα στο νικητή του πολέμου και τον ελληνικό λαό, θα κατάφερναν να διασώσουν την Ελλάδα από εδαφικό ακρωτηριασμό και τους Ελληνες από την πείνα, την καταστροφή και την «αναρχία». Ταυτόχρονα η νέα κυβέρνηση ήθελε να διαχωρίσει τον εαυτό της από το μεταξικό παρελθόν και προέβαλε την ήττα ως ευκαιρία για αναγέννηση. Αυτή την προσδοκία της «δημιουργικής καταστροφής» μοιραζόταν και μια μερίδα Ελλήνων, που -όπως τουλάχιστον έδιναν την εντύπωση στους Γερμανούς- σέβονταν την πολιτική των Αρχών Κατοχής και ήλπιζαν οι ξένοι (δηλ. οι Γερμανοί) να «καθάριζαν» τη χώρα τους, αφού οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις δεν το είχαν καταφέρει. Οι ίδιες οι Αρχές Κατοχής, από την άλλη, θεωρούσαν τη λύση αυτή ως ιδανική, αφού στηριζόμενες στις υπάρχουσες δομές του κατακτημένου κράτους θα το διοικούσαν με τις μικρότερες δυνατές ανάγκες σε πολύτιμο γερμανικό προσωπικό. Στην πράξη τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν μάλλον απογοητευτικά, ειδικά από ελληνικής πλευράς. Οι γερμανικές αρπαγές, η πείνα και η μαύρη αγορά αλλά και οι εκτελέσεις που ακολούθησαν τη Μάχη της Κρήτης (αλλά και εκείνες των Βουλγάρων στη Δράμα) γρήγορα δημιούργησαν αποστροφή στον κατεχόμενο πληθυσμό για τους κατακτητές και για τα τοπικά ανδρείκελά τους. Περίπου 1,5 χρόνο μετά τη έναρξη της Κατοχής η κυβέρνηση Τσολάκογλου παραιτήθηκε με αφορμή τα έξοδα κατοχής και αντικαταστάθηκε από την άχρωμη «πολιτική» κυβέρνηση του γερμανόφιλου γιατρού Λογοθετόπουλου. Η διάρκεια ζωής της νέας κυβέρνησης συνεργασίας ήταν σύντομη και την άνοιξη του 1943 ανέλαβε ως τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός ο Ιωάννης Ράλλης, η υποψηφιότητα του οποίου κυκλοφορούσε στα παρασκήνια για πολλούς μήνες. Η κυβέρνηση Ράλλη είχε το χαρακτήρα πραγματικής πολιτικής κυβέρνησης συνεργασίας, αφού κάποια από τα μέλη της (όπως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός της) ήταν χρόνια πολιτικοί. Στην τελευταία αυτή κυβέρνηση συνασπίστηκε ένα μέρος της συντηρητικότερης «εθνικόφρονος» μερίδας των πολιτικών της χώρας, με σκοπό να «προασπίσουν το κοινωνικό καθεστώς» απέναντι στο φούντωμα της Αντίστασης και στο φόβο που τους προκαλούσε ο ΕΛΑΣ. Ταυτόχρονα αυτή η κυβέρνηση έμεινε στην Ιστορία και για κάποιες αποφάσεις της σχετικά με την ελληνική οικονομία.
Το έργο των κυβερνήσεων συνεργασίας
Οπως αναφέρεται συχνά, οι κυβερνήσεις της Κατοχής είχαν μεγάλη παραγωγή νομοθετικού έργου, με σχεδόν 2.000 νόμους και αρκετά περισσότερα διατάγματα, γεγονός που εκλαμβάνεται ως απόδειξη των αλλαγών που επέφεραν οι κυβερνήσεις αυτές. Οι αριθμοί αυτοί όμως λένε τη μισή μόνο αλήθεια. Αρκετές από τις νομοθετικές πράξεις των κυβερνήσεων συνεργασίας αποτελούσαν απλώς επικαιροποιήσεις (τροποποιήσεις) προηγουμένων, κυρίως σε ζητήματα που επηρέαζε ο πληθωρισμός (μισθοί, ασφαλιστικά, διατιμήσεις). Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς πως δεν υπήρξαν νομοθετικές αλλαγές, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την ένταση της καταστολής και τη νομοθετική κάλυψη της δράσης των Αρχών Κατοχής. Ομως, είναι σαφές ότι οι Αρχές Κατοχής και οι κυβερνήσεις που διόρισαν στην Ελλάδα επιδίωξαν να χρησιμοποιήσουν τους υπάρχοντες μηχανισμούς για την επιθυμητή λειτουργία των οποίων μια απλή τροποποίηση μπορεί να έφτανε. Από την άλλη, παρά την όποια ταύτιση συμφερόντων, οι κυβερνήσεις αυτές δεν ήταν άβουλες μαριονέτες χωρίς στόχους και χωρίς απολύτως κανένα περιθώριο άσκησης πολιτικής. Ποιο ήταν όμως συνοπτικά το έργο τους; Η κυβέρνηση Τσολάκογλου κινήθηκε σε τρεις κυρίως άξονες: Από τη μια, ήταν η προσπάθεια διακοπής με το παρελθόν, που συνοδευόταν από μια πολιτική «τάξης και ασφάλειας» και «αναδημιουργίας». Από την άλλη, χαρακτηριζόταν και από ένα είδος στρατιωτικού συνδικαλισμού, αφού πολλές από τις πρώτες νομοθετικές της πράξεις αφορούν στην προσπάθεια εξεύρεσης θέσεων (συνήθως σε δημόσιες επιτροπές, υπουργεία κ.λπ.) στις χιλιάδες των αξιωματικών του διαλυθέντος ελληνικού Στρατού. Στον οικονομικό τομέα, ο Τσολάκογλου επανέφερε σε ισχύ την αναγκαστική απαλλοτρίωση για ίδρυση ή επέκταση βιομηχανιών (Ν.Δ. 282/41), ενώ τροποποίησε (Ν.Δ. 424/1942) και τον παλιότερο νόμο του 1939 για την καταπολέμηση της ανεργίας. Η τροποποίηση αυτή περιόριζε τις δυνατότητες για απολύσεις, σε μια προσπάθεια να αποφύγει τη μαζική ανεργία και τις αναταραχές που θα προκαλούσε. Η σχετική απόφαση φαίνεται μάλιστα να είχε και υποστηρικτές ανάμεσα στους Ελληνες βιομηχάνους που φοβόντουσαν ότι αν ένα σημαντικό μέρος των απολυμένων δεχόταν να εργαστεί σε γερμανικά εργοστάσια ίσως έχαναν τη δεξαμενή του φθηνού εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις τους. Ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια ελέγχου των εξόδων κατοχής, η κυβέρνηση Τσολάκογλου αντικατέστησε το σύστημα των νομισμάτων κατοχής, με τα οποία χρηματοδοτούνταν οι ανάγκες των δυνάμεων Κατοχής, με πληρωμές σε δραχμές μέσω των λογαριασμών εξόδων κατοχής στην Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον δημιούργησε τοπικές Επιτροπές Ελέγχου Προμηθειών Αρχών Κατοχής (γνωστές και ως ΕΕΠΑΚ ή ΕΠΑΚ), οι οποίες θα αναλάμβαναν να προμηθεύσουν διάφορα είδη ή να κατασκευάσουν έργα για τις Αρχές Κατοχής. Το επίσημο σκεπτικό πίσω από τη δημιουργία των επιτροπών αυτών ήταν ο περιορισμός των ποσών που ξοδεύονταν για τις ανάγκες των Αρχών Κατοχής, αφού -σωστά, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο- θεωρούνταν πως αυτές δεν νοιάζονταν για τις τιμές, μιας και πλήρωναν με ξένο χρήμα. Το γεγονός ότι εργάζονταν τυπικά για το ελληνικό κράτος και όχι απευθείας για τους Ιταλούς ή τους Γερμανούς θα αποτελούσε μια επιτυχημένη γραμμή άμυνας στα μεταπολεμικά δικαστήρια δωσιλόγων για όσους επιχειρηματίες πληρώνονταν μέσω συμβολαίων των ΕΠΑΚ.
Η δεύτερη -και η συντομότερη σε διάρκεια- κυβέρνηση (Λογοθετόπουλου) χαρακτηρίστηκε από την περίοδο των μέτρων του Νοϋμπάχερ, αλλά ήταν μάλλον αυτή που έδειξε τη μικρότερη επιθυμία για να περάσει κάποια δική της πολιτική. Επί των ημερών της είχαμε κάποιες από τις μεγαλύτερες και πλέον επιτυχημένες διαδηλώσεις της Κατοχής, που πέτυχαν να καταργήσουν τα σχέδια για πολιτική επιστράτευση. Επίσης η κυβέρνηση αυτή προχώρησε τελικά σε μία ακόμη τροποποίηση του νόμου για την προστασία των ανέργων, αφαιρώντας κάποιους από τους ποσοτικούς περιορισμούς για τις απολύσεις, χωρίς όμως να τις απελευθερώνει. Η απελευθέρωση των απολύσεων ήρθε τελικά από την κυβέρνηση Ράλλη (Νόμος 1038/43). Κάποιοι από τους νέους αυτούς ανέργους αποφάσισαν να μεταβούν στη Γερμανία για να εργαστούν, όπως ήταν εξάλλου και το σκεπτικό των Γερμανών που απαίτησαν την αλλαγή του νόμου. Ενα μέρος τους όμως φαίνεται να πήγε και στα Τάγματα Ασφαλείας, τις μονάδες που ζήτησε και πέτυχε να δημιουργήσει η τελευταία κυβέρνηση συνεργασίας για να πολεμήσουν μαζί με τους Γερμανούς εναντίον του «ερυθρού κινδύνου» που αντιπροσώπευε η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση (ΕΛΑΣ). Ταυτόχρονα εντάθηκε και η προπαγάνδα, περιλαμβάνοντας πια και οικονομικές πτυχές, όπως την οδηγία προς όλα τα σχολεία του Ηρακλείου Κρήτης να σκοπεύουν στη διδασκαλία τους όχι μόνο στην τόνωση του «εθνικού αισθήματος της θρησκείας, της οικογένειας», αλλά και «της ιδιοκτησίας». Τώρα πια οι «άρπαγες» Γερμανοί και οι συνεργάτες τους παρουσιάζονταν ως εγγυητές όχι μόνο της τάξης και της πατρίδας, αλλά και της περιουσίας των Ελλήνων, απέναντι στην «απειλή» που αντιπροσώπευε η μερίδα του λαού που είχε ταχθεί με τον ΕΛΑΣ! Αν και εστιάστηκε περισσότερο στη σωτηρία του υπάρχοντος «κοινωνικού καθεστώτος», η κυβέρνηση Ράλλη προχώρησε και στην ικανοποίηση κάποιων πάγιων αιτημάτων της ελληνικής βιομηχανίας, όπως η δημιουργία αρκετών τεχνικών επαγγελματικών σχολών (π.χ. ΣΚΥΠ ). Ενα κοινό σημείο της πολιτικής των κατοχικών κυβερνήσεων ήταν και η προσπάθεια προσεταιρισμού πολιτικών φίλων -ή απλά εξαρτημένων που δεν θα τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν έντονα- μέσω των μοναδικών οικονομικών «καρότων» που (πέραν των συμβολαίων των ΕΠΑΚ) είχαν υπό τον έλεγχό τους: την ξένη βοήθεια και τα συσσίτια, αφενός, και τις θέσεις του Δημοσίου, αφετέρου. Ετσι, ειδικά προς το τέλος της Κατοχής, έγινε προσπάθεια να περιοριστεί η πρόσβαση στα κρατικά συσσίτια σε περιοχές που ελέγχονταν από τους αντάρτες. Ταυτόχρονα συνεχίζονταν τα κονδύλια του προϋπολογισμού για οργανισμούς χωρίς αντικείμενο όπως η Ολυμπιακή Επιτροπή, ενώ υπήρξε και ένα κύμα διορισμού σε υπηρεσίες και οργανισμούς του Δημοσίου, μέσω του οποίου κάποιες χιλιάδες Αθηναίων και κατοίκων άλλων μεγάλων πόλεων θα εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους. Οι διορισμοί στις κεντρικές υπηρεσίες του κατοχικού κράτους, τα «ρουσφέτια και οι κακοήθειες» υπερέβαιναν, όπως ανέφερε μια έκθεση προς τον πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης, «και αυτήν την αλησμόνητον κοσμογονίαν του μακαρίτου Κονδύλη του έτους 1935». Μάλιστα, η κυβέρνηση κατάφερε να αποφύγει και τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που απαιτούσαν οι Γερμανοί, προβάλλοντας τα περιορισμένα οικονομικά οφέλη, αλλά κυρίως την αναταραχή και την απώλεια πολιτικής υποστήριξης που θα δημιουργούσε ένα κύμα απολύσεων.
Στις 30 Απριλίου του 1941 και ώρα 11 το πρωί, ο Τσολάκογλου ορκίσθηκε πρωθυπουργός, στα Παλαιά Ανάκτορα, (σημερινή Βουλή), από τον πρωθιερέα του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση Ν. Παπαδόπουλο. Στη φωτογραφία : Θεσσαλονίκη, απόγευμα 23 Απριλίου 1941.Ο αντιστράτηγος Γ.Τσολάκογλου περιστοιχισμένος απο Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς ετοιμάζεται να υπογράψει την οριστική σύμβαση συνθηκολόγησης εν αγνοία της κυβέρνησης
και του αρχιστράτηγου Παπάγου. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και φυλακίσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ.
Παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως με αριθμό 6/1945, της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και «πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει»
Οι συζητήσεις για το ποιος θα αναλάμβανε τη διοίκηση της κατεχόμενης Ελλάδας είχαν ξεκινήσει πριν ακόμα από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Τις ημέρες εκείνες της κατάρρευσης του παλιού κόσμου υπήρξαν και κάποιοι που αυτοπροτάθηκαν στους Γερμανούς, δηλώνοντας ότι είναι οι καλύτεροι για να οδηγήσουν τη χώρα στη γερμανική «Νέα Ευρώπη». Η πορεία αυτή, κατά την άποψή τους, θα ήταν προς το κοινό συμφέρον Ελλάδας και Γερμανίας. Ολοι τους βρίσκονταν πλησιέστερα στις Αρχές Κατοχής, είτε ως παλιοί γερμανόφιλοι πολιτικοί όπως ο Τουρκοβασίλης είτε ως ηγέτες φασιστικών ελληνικών κομμάτων όπως ο Μερκούρης ή ο Γιάνναρος (του οποίου η υποψηφιότητα εξετάστηκε σοβαρά, αφού προβαλλόταν ως ηγέτης του κυρίαρχου ελληνικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με 100.000 υποστηρικτές). Κανείς όμως δεν κατάφερε τελικά να επιλεγεί από τους Γερμανούς για την ηγεσία της κατεχόμενης χώρας. Η αρχική γερμανική επιλογή ήταν μιας ομάδας αποτελούμενης κυρίως από στελέχη του ελληνικού Στρατού, που έτρεφαν βεβαίως συμπάθειες προς τη Γερμανία, αλλά ως μη πολιτικοί θα δημιουργούσαν λιγότερες αντιδράσεις και πολιτικές συζητήσεις στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου ανέλαβε την ανασύσταση του κρατικού μηχανισμού μέσω του οποίου θα διοικείτο η χώρα από τις Αρχές Κατοχής.
Οι ίδιοι αργότερα θα προέβαλλαν ως αιτιολογία για τη στάση τους -και φαίνεται ότι κάποιοι τουλάχιστον από αυτούς το πίστευαν πραγματικά- πως δρώντας ως ενδιάμεσοι, ανάμεσα στο νικητή του πολέμου και τον ελληνικό λαό, θα κατάφερναν να διασώσουν την Ελλάδα από εδαφικό ακρωτηριασμό και τους Ελληνες από την πείνα, την καταστροφή και την «αναρχία». Ταυτόχρονα η νέα κυβέρνηση ήθελε να διαχωρίσει τον εαυτό της από το μεταξικό παρελθόν και προέβαλε την ήττα ως ευκαιρία για αναγέννηση. Αυτή την προσδοκία της «δημιουργικής καταστροφής» μοιραζόταν και μια μερίδα Ελλήνων, που -όπως τουλάχιστον έδιναν την εντύπωση στους Γερμανούς- σέβονταν την πολιτική των Αρχών Κατοχής και ήλπιζαν οι ξένοι (δηλ. οι Γερμανοί) να «καθάριζαν» τη χώρα τους, αφού οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις δεν το είχαν καταφέρει. Οι ίδιες οι Αρχές Κατοχής, από την άλλη, θεωρούσαν τη λύση αυτή ως ιδανική, αφού στηριζόμενες στις υπάρχουσες δομές του κατακτημένου κράτους θα το διοικούσαν με τις μικρότερες δυνατές ανάγκες σε πολύτιμο γερμανικό προσωπικό. Στην πράξη τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν μάλλον απογοητευτικά, ειδικά από ελληνικής πλευράς. Οι γερμανικές αρπαγές, η πείνα και η μαύρη αγορά αλλά και οι εκτελέσεις που ακολούθησαν τη Μάχη της Κρήτης (αλλά και εκείνες των Βουλγάρων στη Δράμα) γρήγορα δημιούργησαν αποστροφή στον κατεχόμενο πληθυσμό για τους κατακτητές και για τα τοπικά ανδρείκελά τους. Περίπου 1,5 χρόνο μετά τη έναρξη της Κατοχής η κυβέρνηση Τσολάκογλου παραιτήθηκε με αφορμή τα έξοδα κατοχής και αντικαταστάθηκε από την άχρωμη «πολιτική» κυβέρνηση του γερμανόφιλου γιατρού Λογοθετόπουλου. Η διάρκεια ζωής της νέας κυβέρνησης συνεργασίας ήταν σύντομη και την άνοιξη του 1943 ανέλαβε ως τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός ο Ιωάννης Ράλλης, η υποψηφιότητα του οποίου κυκλοφορούσε στα παρασκήνια για πολλούς μήνες. Η κυβέρνηση Ράλλη είχε το χαρακτήρα πραγματικής πολιτικής κυβέρνησης συνεργασίας, αφού κάποια από τα μέλη της (όπως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός της) ήταν χρόνια πολιτικοί. Στην τελευταία αυτή κυβέρνηση συνασπίστηκε ένα μέρος της συντηρητικότερης «εθνικόφρονος» μερίδας των πολιτικών της χώρας, με σκοπό να «προασπίσουν το κοινωνικό καθεστώς» απέναντι στο φούντωμα της Αντίστασης και στο φόβο που τους προκαλούσε ο ΕΛΑΣ. Ταυτόχρονα αυτή η κυβέρνηση έμεινε στην Ιστορία και για κάποιες αποφάσεις της σχετικά με την ελληνική οικονομία.
Το έργο των κυβερνήσεων συνεργασίας
Οπως αναφέρεται συχνά, οι κυβερνήσεις της Κατοχής είχαν μεγάλη παραγωγή νομοθετικού έργου, με σχεδόν 2.000 νόμους και αρκετά περισσότερα διατάγματα, γεγονός που εκλαμβάνεται ως απόδειξη των αλλαγών που επέφεραν οι κυβερνήσεις αυτές. Οι αριθμοί αυτοί όμως λένε τη μισή μόνο αλήθεια. Αρκετές από τις νομοθετικές πράξεις των κυβερνήσεων συνεργασίας αποτελούσαν απλώς επικαιροποιήσεις (τροποποιήσεις) προηγουμένων, κυρίως σε ζητήματα που επηρέαζε ο πληθωρισμός (μισθοί, ασφαλιστικά, διατιμήσεις). Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς πως δεν υπήρξαν νομοθετικές αλλαγές, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την ένταση της καταστολής και τη νομοθετική κάλυψη της δράσης των Αρχών Κατοχής. Ομως, είναι σαφές ότι οι Αρχές Κατοχής και οι κυβερνήσεις που διόρισαν στην Ελλάδα επιδίωξαν να χρησιμοποιήσουν τους υπάρχοντες μηχανισμούς για την επιθυμητή λειτουργία των οποίων μια απλή τροποποίηση μπορεί να έφτανε. Από την άλλη, παρά την όποια ταύτιση συμφερόντων, οι κυβερνήσεις αυτές δεν ήταν άβουλες μαριονέτες χωρίς στόχους και χωρίς απολύτως κανένα περιθώριο άσκησης πολιτικής. Ποιο ήταν όμως συνοπτικά το έργο τους; Η κυβέρνηση Τσολάκογλου κινήθηκε σε τρεις κυρίως άξονες: Από τη μια, ήταν η προσπάθεια διακοπής με το παρελθόν, που συνοδευόταν από μια πολιτική «τάξης και ασφάλειας» και «αναδημιουργίας». Από την άλλη, χαρακτηριζόταν και από ένα είδος στρατιωτικού συνδικαλισμού, αφού πολλές από τις πρώτες νομοθετικές της πράξεις αφορούν στην προσπάθεια εξεύρεσης θέσεων (συνήθως σε δημόσιες επιτροπές, υπουργεία κ.λπ.) στις χιλιάδες των αξιωματικών του διαλυθέντος ελληνικού Στρατού. Στον οικονομικό τομέα, ο Τσολάκογλου επανέφερε σε ισχύ την αναγκαστική απαλλοτρίωση για ίδρυση ή επέκταση βιομηχανιών (Ν.Δ. 282/41), ενώ τροποποίησε (Ν.Δ. 424/1942) και τον παλιότερο νόμο του 1939 για την καταπολέμηση της ανεργίας. Η τροποποίηση αυτή περιόριζε τις δυνατότητες για απολύσεις, σε μια προσπάθεια να αποφύγει τη μαζική ανεργία και τις αναταραχές που θα προκαλούσε. Η σχετική απόφαση φαίνεται μάλιστα να είχε και υποστηρικτές ανάμεσα στους Ελληνες βιομηχάνους που φοβόντουσαν ότι αν ένα σημαντικό μέρος των απολυμένων δεχόταν να εργαστεί σε γερμανικά εργοστάσια ίσως έχαναν τη δεξαμενή του φθηνού εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις τους. Ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια ελέγχου των εξόδων κατοχής, η κυβέρνηση Τσολάκογλου αντικατέστησε το σύστημα των νομισμάτων κατοχής, με τα οποία χρηματοδοτούνταν οι ανάγκες των δυνάμεων Κατοχής, με πληρωμές σε δραχμές μέσω των λογαριασμών εξόδων κατοχής στην Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον δημιούργησε τοπικές Επιτροπές Ελέγχου Προμηθειών Αρχών Κατοχής (γνωστές και ως ΕΕΠΑΚ ή ΕΠΑΚ), οι οποίες θα αναλάμβαναν να προμηθεύσουν διάφορα είδη ή να κατασκευάσουν έργα για τις Αρχές Κατοχής. Το επίσημο σκεπτικό πίσω από τη δημιουργία των επιτροπών αυτών ήταν ο περιορισμός των ποσών που ξοδεύονταν για τις ανάγκες των Αρχών Κατοχής, αφού -σωστά, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο- θεωρούνταν πως αυτές δεν νοιάζονταν για τις τιμές, μιας και πλήρωναν με ξένο χρήμα. Το γεγονός ότι εργάζονταν τυπικά για το ελληνικό κράτος και όχι απευθείας για τους Ιταλούς ή τους Γερμανούς θα αποτελούσε μια επιτυχημένη γραμμή άμυνας στα μεταπολεμικά δικαστήρια δωσιλόγων για όσους επιχειρηματίες πληρώνονταν μέσω συμβολαίων των ΕΠΑΚ.
Η δεύτερη -και η συντομότερη σε διάρκεια- κυβέρνηση (Λογοθετόπουλου) χαρακτηρίστηκε από την περίοδο των μέτρων του Νοϋμπάχερ, αλλά ήταν μάλλον αυτή που έδειξε τη μικρότερη επιθυμία για να περάσει κάποια δική της πολιτική. Επί των ημερών της είχαμε κάποιες από τις μεγαλύτερες και πλέον επιτυχημένες διαδηλώσεις της Κατοχής, που πέτυχαν να καταργήσουν τα σχέδια για πολιτική επιστράτευση. Επίσης η κυβέρνηση αυτή προχώρησε τελικά σε μία ακόμη τροποποίηση του νόμου για την προστασία των ανέργων, αφαιρώντας κάποιους από τους ποσοτικούς περιορισμούς για τις απολύσεις, χωρίς όμως να τις απελευθερώνει. Η απελευθέρωση των απολύσεων ήρθε τελικά από την κυβέρνηση Ράλλη (Νόμος 1038/43). Κάποιοι από τους νέους αυτούς ανέργους αποφάσισαν να μεταβούν στη Γερμανία για να εργαστούν, όπως ήταν εξάλλου και το σκεπτικό των Γερμανών που απαίτησαν την αλλαγή του νόμου. Ενα μέρος τους όμως φαίνεται να πήγε και στα Τάγματα Ασφαλείας, τις μονάδες που ζήτησε και πέτυχε να δημιουργήσει η τελευταία κυβέρνηση συνεργασίας για να πολεμήσουν μαζί με τους Γερμανούς εναντίον του «ερυθρού κινδύνου» που αντιπροσώπευε η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση (ΕΛΑΣ). Ταυτόχρονα εντάθηκε και η προπαγάνδα, περιλαμβάνοντας πια και οικονομικές πτυχές, όπως την οδηγία προς όλα τα σχολεία του Ηρακλείου Κρήτης να σκοπεύουν στη διδασκαλία τους όχι μόνο στην τόνωση του «εθνικού αισθήματος της θρησκείας, της οικογένειας», αλλά και «της ιδιοκτησίας». Τώρα πια οι «άρπαγες» Γερμανοί και οι συνεργάτες τους παρουσιάζονταν ως εγγυητές όχι μόνο της τάξης και της πατρίδας, αλλά και της περιουσίας των Ελλήνων, απέναντι στην «απειλή» που αντιπροσώπευε η μερίδα του λαού που είχε ταχθεί με τον ΕΛΑΣ! Αν και εστιάστηκε περισσότερο στη σωτηρία του υπάρχοντος «κοινωνικού καθεστώτος», η κυβέρνηση Ράλλη προχώρησε και στην ικανοποίηση κάποιων πάγιων αιτημάτων της ελληνικής βιομηχανίας, όπως η δημιουργία αρκετών τεχνικών επαγγελματικών σχολών (π.χ. ΣΚΥΠ ). Ενα κοινό σημείο της πολιτικής των κατοχικών κυβερνήσεων ήταν και η προσπάθεια προσεταιρισμού πολιτικών φίλων -ή απλά εξαρτημένων που δεν θα τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν έντονα- μέσω των μοναδικών οικονομικών «καρότων» που (πέραν των συμβολαίων των ΕΠΑΚ) είχαν υπό τον έλεγχό τους: την ξένη βοήθεια και τα συσσίτια, αφενός, και τις θέσεις του Δημοσίου, αφετέρου. Ετσι, ειδικά προς το τέλος της Κατοχής, έγινε προσπάθεια να περιοριστεί η πρόσβαση στα κρατικά συσσίτια σε περιοχές που ελέγχονταν από τους αντάρτες. Ταυτόχρονα συνεχίζονταν τα κονδύλια του προϋπολογισμού για οργανισμούς χωρίς αντικείμενο όπως η Ολυμπιακή Επιτροπή, ενώ υπήρξε και ένα κύμα διορισμού σε υπηρεσίες και οργανισμούς του Δημοσίου, μέσω του οποίου κάποιες χιλιάδες Αθηναίων και κατοίκων άλλων μεγάλων πόλεων θα εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους. Οι διορισμοί στις κεντρικές υπηρεσίες του κατοχικού κράτους, τα «ρουσφέτια και οι κακοήθειες» υπερέβαιναν, όπως ανέφερε μια έκθεση προς τον πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης, «και αυτήν την αλησμόνητον κοσμογονίαν του μακαρίτου Κονδύλη του έτους 1935». Μάλιστα, η κυβέρνηση κατάφερε να αποφύγει και τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που απαιτούσαν οι Γερμανοί, προβάλλοντας τα περιορισμένα οικονομικά οφέλη, αλλά κυρίως την αναταραχή και την απώλεια πολιτικής υποστήριξης που θα δημιουργούσε ένα κύμα απολύσεων.
Στις 30 Απριλίου του 1941 και ώρα 11 το πρωί, ο Τσολάκογλου ορκίσθηκε πρωθυπουργός, στα Παλαιά Ανάκτορα, (σημερινή Βουλή), από τον πρωθιερέα του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση Ν. Παπαδόπουλο. Στη φωτογραφία : Θεσσαλονίκη, απόγευμα 23 Απριλίου 1941.Ο αντιστράτηγος Γ.Τσολάκογλου περιστοιχισμένος απο Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς ετοιμάζεται να υπογράψει την οριστική σύμβαση συνθηκολόγησης εν αγνοία της κυβέρνησης
και του αρχιστράτηγου Παπάγου. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και φυλακίσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ.
Παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως με αριθμό 6/1945, της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και «πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει»
stigmesstinistoria.blogspot.gr
0 σχόλια