Χρονικό μιας ζωής περιπετειώδους και γόνιμης
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
Συνάντησα, έπειτα από αρκετό καιρό, την Αλκη Ζέη την περασμένη εβδομάδα, Τρίτη 30 Νοεμβρίου, μια μέρα πριν από τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από το θάνατο του Γιώργου Σεβαστίκογλου (1η Νοεμβρίου 1990, στα 77 του) - του συζύγου της, του θεατρικού συγγραφέα, του σκηνοθέτη, του δάσκαλου, του μέντορά της.
Προηγήθηκε η ανάγνωση του τελευταίου της βιβλίου «Σπανιόλικα παπούτσια και άλλες ιστορίες» (εκδ. Καστανιώτη), με αναφορές στον Σεβαστίκογλου. Και από κοντά κάποιες παλιές κοινές μνήμες:
Ενα βράδυ στο σπίτι της Μελίνας και του Ντασσέν, απ' όπου φεύγοντας προθυμοποιήθηκα να τη συνοδεύσω στο δικό της. Κι αυτή δέχτηκε πρόθυμα, υποθέτοντας ότι έχω αυτοκίνητο, ενώ ελόγου μου (που ούτε καν οδηγώ) εννοούσα να πάμε με τα πόδια. «Να πάρουμε τότε ένα ταξί», πρότεινε. «Παίρνω μόνο σε κατάσταση απόγνωσης - άλλωστε είναι ωραία η βραδιά», αντέτεινα. Το ωραία ήταν κάπως σχετικό, γιατί νωρίτερα είχε ψιλοχιονίσει και το κρύο αισθητό. Συναίνεσε ωστόσο.
Ευτυχώς, για την ίδια, το σπίτι της δεν ήταν μακριά: στον περιφερειακό του Λυκαβηττού των Μελίνας-Ντασσέν, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας το δικό της. «...για έναν αξέχαστο περίπατο που κάναμε μαζί», έγραψε στο βιβλίο της που μου χάρισε στην τωρινή μας συνάντηση, στο ίδιο διαμέρισμα.
Τέχνη και αγώνας
Οι μνήμες, ωστόσο, με τον Σεβαστίκογλου και τη Ζέη μετράνε πιο πίσω, από το 1965, όταν επέστρεψαν από τη Σοβιετική Ενωση, όπου είχαν καταφύγει μετά τον εμφύλιο. Μαζί, τα δυο μικρά παιδιά τους: ο Πέτρος (σκηνοθέτης και δάσκαλος σε σχολές σήμερα) και η Ειρήνη (διερμηνέας στο Ευρωκοινοβούλιο στις Βρυξέλλες) και ο φίλος τους, σκηνοθέτης και συμπορευτής Μάνος Ζαχαρίας. Μια εκδρομή στους Δελφούς, και μια ατάκα από τον μικρό Πέτρο, όταν άκουσε για το γάμο του Κωνσταντίνου και της Αννας-Μαρίας: «Η Ελλάδα είναι σαν τα παραμύθια - έχει και βασιλιά!».
Η τωρινή επίσκεψη αφορούσε κυρίως τον Σεβαστίκογλου, του οποίου η παρουσία είναι έντονη στο σπίτι, με τις φωτογραφίες από την καλλιτεχνική και την κοινή προσωπική τους ζωή. Μια ζωή περιπετειώδη, καθώς ένα μέρος της (συνολικά 14 χρόνια) την πέρασαν σε ακούσια υπερορία: στη Σοβιετική Ενωση πριν από τη χούντα, στη Γαλλία με τη δικτατορία, για να αποφύγουν τις γνωστές συνέπειες. Να τη θυμίσουμε, με τη βοήθειά της και κάποια χαρτιά:
Πρωτοσυναντήθηκαν το 1943. Εκείνη γεννημένη στην Αθήνα, εκείνος στην Κωνσταντινούπολη, 12 χρόνια νωρίτερα, κι από το 1924 στην Αθήνα. Εκείνη, με σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, να θέλει να διαπρέψει ως ηθοποιός και να έχει δοκιμαστεί ήδη με επιτυχία, ενώ είχε δημοσιεύσει και τα πρώτα της διηγήματα. Εκείνος, συγγραφέας, μεταφραστής, δάσκαλος, από τα ιδρυτικά στελέχη του Θεάτρου Τέχνης.
Πολέμησε ως έφεδρος αξιωματικός στο αλβανικό μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1942 έγραψε το πρώτο θεατρικό του έργο, «Κωνσταντίνου και Ελένης», που ανέβασε ο Κουν ένα χρόνο αργότερα. Το 1944 εμφανίστηκε ως σκηνοθέτης στο «Θέατρο του Λαού», και το 1945 σκηνοθέτης του Τμήματος Νέων Καλλιτεχνών, ενώ συνεργάζεται με τον «Ρίζο της Δευτέρας» ως θεατρικός κριτικός με το ψευδώνυμο Γ. Σάβας.
Θεατράνθρωπος
Στη διάρκεια του Εμφυλίου, μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία, υπεύθυνος κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ. Με την ήττα βρέθηκε στην Τασκένδη. Μαζί του και η Αλκη - παντρεμένοι από το 1945. Εκεί ο Σεβαστίκογλου έγραψε και ανέβασε επικαιρικά έργα με τον θίασο των πολιτικών προσφύγων, ενώ παράλληλα δίδασκε στο Θεατρικό Ινστιτούτο της Τασκένδης.
Από το 1956 ώς το 1965 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Μόσχα, όπου φοίτησε στην Ανώτατη Λογοτεχνική Σχολή και έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο. Εκεί έγραψε και τα θεατρικά του έργα «Ο θάνατος του βασιλικού επιτρόπου» και την πολυπαιγμένη «Αγγέλα», που πρωτοανέβηκε στο θέατρο «Βαχτάνγκοφ». Στην Ελλάδα την ανέβασε το 1964 ο Κάρολος Κουν, και έκτοτε παίζεται τακτικά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Το λίγο διάστημα που έμεινε στην Ελλάδα, το 1965 συνεργάστηκε με την Αννα Συνοδινού, την Ελλη Λαμπέτη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, την Αλίκη Γεωργούλη κ.ά. Με τη δικτατορία του 1967 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με τον Αντουάν Βιτέζ, διηύθυνε θεατρικά εργαστήρια και δίδαξε στη Σορβόνη.
Επιστρέφοντας δούλεψε, ως σκηνοθέτης και μεταφραστής, στο Εθνικό Θέατρο, στο ΚΘΒΕ και σε άλλους θιάσους.
Η πολυμάθειά του ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, κατά την Αλκη Ζέη, την οποία όμως δεν ήθελε ηθοποιό. Ενθάρρυνε τις λογοτεχνικές της αρετές, στις οποίες όντως διέπρεψε.
Πέθανε σε μια περίοδο που σχεδίαζε ένα στούντιο με μαθητές, με τους οποίους θ' ανέβαζε παραστάσεις. Και το τελευταίο έχει σχέση μ' αυτό που έχει πει ο Βιτέζ και θυμάται η Ζέη: «Τον θαυμάζω, όχι μόνο για τα όσα έχει κάνει, αλλά για όσα θα μπορούσε να κάνει».
Ευτυχώς, για την ίδια, το σπίτι της δεν ήταν μακριά: στον περιφερειακό του Λυκαβηττού των Μελίνας-Ντασσέν, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας το δικό της. «...για έναν αξέχαστο περίπατο που κάναμε μαζί», έγραψε στο βιβλίο της που μου χάρισε στην τωρινή μας συνάντηση, στο ίδιο διαμέρισμα.
Τέχνη και αγώνας
Οι μνήμες, ωστόσο, με τον Σεβαστίκογλου και τη Ζέη μετράνε πιο πίσω, από το 1965, όταν επέστρεψαν από τη Σοβιετική Ενωση, όπου είχαν καταφύγει μετά τον εμφύλιο. Μαζί, τα δυο μικρά παιδιά τους: ο Πέτρος (σκηνοθέτης και δάσκαλος σε σχολές σήμερα) και η Ειρήνη (διερμηνέας στο Ευρωκοινοβούλιο στις Βρυξέλλες) και ο φίλος τους, σκηνοθέτης και συμπορευτής Μάνος Ζαχαρίας. Μια εκδρομή στους Δελφούς, και μια ατάκα από τον μικρό Πέτρο, όταν άκουσε για το γάμο του Κωνσταντίνου και της Αννας-Μαρίας: «Η Ελλάδα είναι σαν τα παραμύθια - έχει και βασιλιά!».
Η τωρινή επίσκεψη αφορούσε κυρίως τον Σεβαστίκογλου, του οποίου η παρουσία είναι έντονη στο σπίτι, με τις φωτογραφίες από την καλλιτεχνική και την κοινή προσωπική τους ζωή. Μια ζωή περιπετειώδη, καθώς ένα μέρος της (συνολικά 14 χρόνια) την πέρασαν σε ακούσια υπερορία: στη Σοβιετική Ενωση πριν από τη χούντα, στη Γαλλία με τη δικτατορία, για να αποφύγουν τις γνωστές συνέπειες. Να τη θυμίσουμε, με τη βοήθειά της και κάποια χαρτιά:
Πρωτοσυναντήθηκαν το 1943. Εκείνη γεννημένη στην Αθήνα, εκείνος στην Κωνσταντινούπολη, 12 χρόνια νωρίτερα, κι από το 1924 στην Αθήνα. Εκείνη, με σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, να θέλει να διαπρέψει ως ηθοποιός και να έχει δοκιμαστεί ήδη με επιτυχία, ενώ είχε δημοσιεύσει και τα πρώτα της διηγήματα. Εκείνος, συγγραφέας, μεταφραστής, δάσκαλος, από τα ιδρυτικά στελέχη του Θεάτρου Τέχνης.
Πολέμησε ως έφεδρος αξιωματικός στο αλβανικό μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1942 έγραψε το πρώτο θεατρικό του έργο, «Κωνσταντίνου και Ελένης», που ανέβασε ο Κουν ένα χρόνο αργότερα. Το 1944 εμφανίστηκε ως σκηνοθέτης στο «Θέατρο του Λαού», και το 1945 σκηνοθέτης του Τμήματος Νέων Καλλιτεχνών, ενώ συνεργάζεται με τον «Ρίζο της Δευτέρας» ως θεατρικός κριτικός με το ψευδώνυμο Γ. Σάβας.
Θεατράνθρωπος
Στη διάρκεια του Εμφυλίου, μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία, υπεύθυνος κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ. Με την ήττα βρέθηκε στην Τασκένδη. Μαζί του και η Αλκη - παντρεμένοι από το 1945. Εκεί ο Σεβαστίκογλου έγραψε και ανέβασε επικαιρικά έργα με τον θίασο των πολιτικών προσφύγων, ενώ παράλληλα δίδασκε στο Θεατρικό Ινστιτούτο της Τασκένδης.
Από το 1956 ώς το 1965 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Μόσχα, όπου φοίτησε στην Ανώτατη Λογοτεχνική Σχολή και έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο. Εκεί έγραψε και τα θεατρικά του έργα «Ο θάνατος του βασιλικού επιτρόπου» και την πολυπαιγμένη «Αγγέλα», που πρωτοανέβηκε στο θέατρο «Βαχτάνγκοφ». Στην Ελλάδα την ανέβασε το 1964 ο Κάρολος Κουν, και έκτοτε παίζεται τακτικά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Το λίγο διάστημα που έμεινε στην Ελλάδα, το 1965 συνεργάστηκε με την Αννα Συνοδινού, την Ελλη Λαμπέτη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, την Αλίκη Γεωργούλη κ.ά. Με τη δικτατορία του 1967 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με τον Αντουάν Βιτέζ, διηύθυνε θεατρικά εργαστήρια και δίδαξε στη Σορβόνη.
Επιστρέφοντας δούλεψε, ως σκηνοθέτης και μεταφραστής, στο Εθνικό Θέατρο, στο ΚΘΒΕ και σε άλλους θιάσους.
Η πολυμάθειά του ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, κατά την Αλκη Ζέη, την οποία όμως δεν ήθελε ηθοποιό. Ενθάρρυνε τις λογοτεχνικές της αρετές, στις οποίες όντως διέπρεψε.
Πέθανε σε μια περίοδο που σχεδίαζε ένα στούντιο με μαθητές, με τους οποίους θ' ανέβαζε παραστάσεις. Και το τελευταίο έχει σχέση μ' αυτό που έχει πει ο Βιτέζ και θυμάται η Ζέη: «Τον θαυμάζω, όχι μόνο για τα όσα έχει κάνει, αλλά για όσα θα μπορούσε να κάνει».