ΙΣΤΟΡΙΑ
Νίκος Μπελογιάννης. Αγωνιστές σαν τον Νίκο Μπελογιάννη ανεβάζουν τον άνθρωπο από τη λάσπη στ’ αστέρια.
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε 22-12-1915 στην Αμαλιάδα. Εκτελέστηκε από το μοναρχοφασιστικό κράτος την 30-03-1952
Να πείτε στην κυρά Βασιλική τη μάνα του
καλύτερα τα μάτια της να βγάλει
παρά το πρόσωπό του ν' αντικρίσει
έτσι πως το κατάντησαν με τις χαριστικές βολές
τι θα ουρλιάζει ως που να σειστεί συθέμελα η γης
και θα βαστάξει η θλίψη της εξηνταδυό αιώνες
Νίκος Μπελογιάννης 1915 - 1952.
Αγωνιστές σαν τον Νίκο Μπελογιάννη ανεβάζουν τον άνθρωπο από τη λάσπη στ’ αστέρια
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε 22-12-1915 στην Αμαλιάδα. Από μαθητής του Γυμνασίου βρέθηκε στο δημοκρατικό κίνημα. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν τέλειωσε τις σπουδές του, διότι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο με απόφαση της Συγκλήτου για τη δράση του «εναντίον της κοσμογονίας του Κονδύλη».
Έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1934. Από τότε, πέρασε από πολλές δοκιμασίες. Φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια στην Ασφάλεια Πατρών, τρομοκρατία στα ιταλικά στρατόπεδα. Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής ήταν καπετάνιος μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Στον εμφύλιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν πολιτικός επίτροπος μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παράλληλα με την καθοδηγητική του δουλειά, έγραψε άρθρα και μελέτες που αφορούσαν στην ελληνική ιστορία και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Περίπου ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νίκος Μπελογιάννης και 93 ακόμη σύντροφοί του -μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος Στάθης Δρομάζος, ο Στέργιος Γραμμένος και η Έλλη Ιωαννίδου- συλλαμβάνονται και στις 22 Οκτωβρίου 1951 οδηγούνται σε δίκη. Κατηγορούνται για απόπειρα ανασυγκρότησης του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), το οποίο -βάση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947- θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Στις 15 Νοεμβρίου ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος ανακοινώνει την ετυμηγορία, πλαισιωμένος από τους στρατοδίκες Γεώργιο Παπαδόπουλο (τον μετέπειτα δικτάτορα), Ν. Κομιάνο, Γ. Κοράκη, και Θ. Κυριακόπουλο. Ο Νίκος Μπελογιάννης είναι μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο. Η απόφαση προκαλεί διεθνή κατακραυγή, ενώ στο εσωτερικό της χώρας το πολιτικό κλίμα φορτίζεται και πάλι επικίνδυνα.
Τρεις μήνες μετά, στις 15 Φεβρουαρίου 1952, η δίκη επαναλαμβάνεται. Δεσπόζουσα μορφή, ο 37χρονος Μπελογιάννης, ο οποίος παρακολουθεί την όλη διαδικασία μ' ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι, άψογα ντυμένος και με περισσή ευπρέπεια και ψυχραιμία. Την 1η Μαρτίου ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Σίμος ανακοινώνει την ετυμηγορία... Εις θάνατον καταδικάζονται ο Νίκος Μπελογιάννης και επτά ακόμη κατηγορούμενοι.
Μια πτυχή της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη που πολλοί αγνοούν και άλλοι θέλουν να ξεχαστεί (...), είναι ότι στην προσπάθεια του ΚΚΕ να σωθεί ο Μπελογιάννης, προτάθηκε από τον Νίκο Ζαχαριάδη η υποψηφιότητα του με την ΕΔΑ (είχε ιδρυθεί 1 Αυγούστου 1951)(αφού το ΚΚΕ ήταν στη παρανομία) στις τότε επερχόμενες βουλευτικές εκλογές της 9 Σεπτέμβρη 1951.
Σ’ αυτήν την απόφαση αντέδρασαν μεταξύ άλλων οι Μιχάλης Κύρκος (πατέρας του Λεωνίδα και διώκτης του Κ. Καρυωτάκη) ο οποίος απείλησε πως αν μπει υποψήφιος ο Μπελογιάννης θα αποχωρήσει από την ΕΔΑ (το έκανε λίγους μήνες αργότερα)
Την άποψη ότι ήταν ορθή η απόφαση να μην είναι υποψήφιος ο Νίκος Μπελογιάννης, εξέφρασαν με τοποθετήσεις τους αργότερα και οι (γνωστοί και μη εξαιρετέοι) Λεωνίδας Κύρκος (υιός του προηγούμενου) και ο Μανώλης Γλέζος (βουλευτής μετέπειτα του ΠΑΣΟΚ)
Τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου 1952, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος που υπέβαλαν απορρίφθηκε.
Λίγο αργότερα οδηγούνται στο Γουδί, όπου και εκτελούνται δια τυφεκισμού στις 4:12 π.μ.
Στο άκουσμα των πυροβολισμών, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας κυριολεκτικά καταρρέει. Όλη η κινητοποίηση εντός και εκτός Ελλάδας δεν κατάφερε να αποτρέψει το γεγονός.
Τα άσχημα μαντάτα ταξιδεύουν γρήγορα μέχρι το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στον Αϊ Στράτη, όπου ζει εξόριστος ο Γιάννης Ρίτσος. Την ίδια μέρα θα γράψει το ποίημα
"Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.
Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη"
Αγωνιστές σαν τον Νίκο Μπελογιάννη ανεβάζουν τον άνθρωπο από τη λάσπη στ’ αστέρια.
Αυτό σίγουρα είναι κάτι που δεν μπορούν να αρνηθούν ούτε κι αυτοί οι δήμιοι του. Κι ας κινήθηκαν τόσο βρόμικα και τόσο δειλά που κι οι ίδιοι αν μπορούσαν να νοιώσουν τύψεις θα είχαν αυτοκτονήσει. Ας είναι δεν μπορείς να έχεις απ’ όλους την απαίτηση να είναι άνθρωποι.
Ο στρατιώτης που αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκτέλεση
Ο σκηνοθέτης Φώτος Λαμπρινός γράφει την ιστορία του προσωπικού του φίλου Θανάση Ροδόπουλου, ο οποίος, αν και συμμετείχε στο εκτελεστικό απόσπασμα του Νίκου Μπελογιάννη, αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκτέλεση του «ανθρώπου με το γαρίφαλο».
Γείτονας των νεανικών μου χρόνων σε μια γειτονιά της Αθήνας και φίλος μιας ζωής, ο Θανάσης Ροδόπουλος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία την εποχή που βρισκόταν σε εξέλιξη η υπόθεση Μπελογιάννη. Η δίκη, η καταδίκη, η εκτέλεση. Υπηρετούσε σε ένα στρατόπεδο πεζικού στην Αγία Παρασκευή, βορειοανατολικά της Αθήνας.
Μια νύχτα, γύρω στις 3.00, ο λοχαγός ξύπνησε καμιά 20αριά στρατιώτες, τους είπε να ντυθούν με πλήρη εξάρτυση και να πάρουν τα τουφέκια τους. Ανάμεσά τους και ο Θανάσης. Τους έβαλε σε ένα φορτηγό και έφυγαν από το στρατόπεδο διανύοντας μια σχετικά σύντομη διαδρομή. Έφτασαν σε ένα σημείο όπου ο Θανάσης, κοιτάζοντας από το φορτηγό, είδε ότι ήταν ένα ελεύθερο πεδίο, αλλά στο βάθος διακρινόταν η μάντρα του μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας, της «Σωτηρίας», και κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Βγήκαν όλοι οι στρατιώτες και ο λοχαγός, ο Θανάσης όμως έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο.
Ύστερα από λίγα λεπτά ο λοχαγός κατευθύνθηκε προς το φορτηγό, εμφανίστηκε στο άνοιγμα του καμιονιού και του είπε: «Έλα έξω. Τι κάθεσαι εκεί;». Και ο Θανάσης ήρεμα του απάντησε: «Δεν θα βγω, κύριε λοχαγέ». «Τι είπες;» του λέει. «Δεν θα βγω από το καμιόνι, κύριε λοχαγέ». Πηδάει πάνω στο φορτηγό ο λοχαγός, τραβάει το περίστροφο από τη θήκη του, το τείνει στο πρόσωπο του Θανάση και του λέει: «Ροδόπουλε, ξέρεις τι μπορώ να σου κάνω σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο αυτήν τη στιγμή;». «Το γνωρίζω, κύριε λοχαγέ, κάντε ό,τι νομίζετε, εγώ από το καμιόνι δεν βγαίνω». Έπειτα από λίγο, κάποια δευτερόλεπτα δηλαδή, ο λοχαγός ξανάβαλε το περίστροφο στη θήκη, πήδηξε από το καμιόνι και απομακρύνθηκε. Γύρισαν στο στρατόπεδο, κάποια στιγμή.
Ο φόβος και το ήθος
Αυτή την ιστορία μου την αφηγήθηκε ο Θανάσης δυο τρεις μέρες μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη. Πρόσθεσε όμως ότι αυτό που δεν μπορούσε να αντέξει και αποφάσισε να παραμείνει στο καμιόνι δεν ήταν η εκτέλεση, αλλά το βλέμμα. Φοβόταν να δει τον Μπελογιάννη και φοβόταν μήπως τον δει ο Μπελογιάννης. Γιατί; Επειδή όταν ήταν μικρός, στο σπίτι του στο χωριό, στα Βραχναίικα, έξω από την Πάτρα, η οικογένειά του –κομμουνιστική οικογένεια– έκρυβε τον Μπελογιάννη που τότε ήταν παράνομος καθοδηγητής της περιοχής. Και τον θυμόταν πολύ καλά ο Θανάσης, γιατί πιτσιρικάς ο ίδιος τότε, ο Μπελογιάννης, έπαιζε μαζί του, μιλούσε, κουβέντιαζε, τον κοίταζε… Και αυτό το βλέμμα ήταν που σταμάτησε τον Θανάση και δεν πήρε μέρος στην εκτέλεση.
Όταν επέστρεψαν στο στρατόπεδο, ο Θανάσης περίμενε τις συνέπειες. Να τον καλέσει ο διοικητής, να γίνει ανάκριση, να τον παραπέμψουν στο στρατοδικείο… Και είδε ότι κανείς δεν τον ενόχλησε, κανείς δεν του είπε τίποτε και υποψιάστηκε ότι ο λοχαγός το αποσιώπησε, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε κι έτσι δεν είχε καμιά συνέπεια. Καμιά ανάκριση, καμιά κλήση για απολογία κ.ο.κ. Οπότε συνέχισε τη θητεία του κανονικά, μέχρι που απολύθηκε. Ύστερα από περίπου δυο εβδομάδες, ο ραδιοφωνικός σταθμός στα βραχέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι, μιλώντας για την εκτέλεση του Μπελογιάννη ανέφερε ότι υπήρχαν και στρατιώτες που αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στην εκτέλεση.
Ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του συνελήφθησαν σε μια δύσκολη και σκοτεινή εποχή για την Ελλάδα. Μια εποχή όπου και η ίδια η δεξιά προσπαθούσε να αποδείξει την πλήρη υποταγή της στις Αμερικανικές δυνάμεις. Μια εποχή όπου η CIA και ο ΙΔΕΑ διαφέντευαν και τρομοκρατούσαν την Ελλάδα , και που ο δύσμοιρος λαός προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια του από τον εμφύλιο και να ξανασταθεί στα πόδια του.
Η σύλληψή του λοιπόν θεωρήθηκε κελεπούρι, και στήθηκε μια δίκη που σκοπό είχε να νικήσει μια για πάντα το “κομμουνιστικό τέρας” που απειλούσε ακόμα την δεξιά και τους υποστηρικτές της. Δόθηκαν λοιπόν διαστάσεις σ’ αυτή τη δίκη που μετά γύρισαν μπούμερανγκ ενάντια στους ίδιους που την έστησαν.
Η δίκη “ παρωδία – τραγωδία” του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του ήταν δίκη με ουσιαστικό κατηγορούμενο τον Ελληνικό λαό. Δίκη που στο πρόσωπο του Ν. Μπελογιάννη δικαζόταν ένα κόμμα το Κ.Κ.Ε. και μια ιδέα η ελευθερία.
Μια παράνομη δίκη και μια παράνομη εκτέλεση που ουσιαστικά δεν εκπλήσσουν αφού τις αποφάσεις παίρνει μια παράνομη και σκοτεινή συνεργασία της δεξιάς και της Αμερικανικής τρομοκρατίας.
Και να πως έχουν τα πράγματα: Η δίκη ξεκίνησε στις 19/10/1951 στις 5.00 μ.μ από Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Από την 1/1/1950 ισχύει ο νέος Ποινικός Κώδικας ο οποίος καταργεί τον Α.Ν. 509 βάσει του οποίου έχουν παραπεμφθεί οι κατηγορούμενοι . Αυτό όμως δεν τους πτοεί και η παρανομία συνεχίζεται.
Ο πρόεδρος του στρατοδικείου κος Ανδρέας Σταυρόπουλος είναι “τρωτός” για να μπορεί να τον ελέγχει ο ΙΔΕΑ όπως και όλους τους στρατοδίκες βέβαια ανάμεσα τους και τον μελλοντικό δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο που από τότε απολάμβανε των προνομίων που του χάριζαν οι Αμερικανοί φίλοι του. Όλοι ανήκουν στη CIA.
Στις 27/8/1951 δημοσιεύεται απόφαση του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ότι ο Σταυρόπουλος βρίσκεται σε «αυταπάγγελτον αποστρατεία» παρόλο του βαθμού του για «βαρύ παράπτωμα». Από το 1948 γίνονται εις βάρος του μια σειρά διοικητικές ανακρίσεις και είναι ο λόγος που τον μεταθέτουν συνεχώς σε διάφορες επαρχιακές πόλεις. Σε όλες τον συνοδεύει κάποιος Αθηναίος δικηγόρος ….. για να τον παρηγορεί…… στη Λαμία όμως μετά από επεισόδια που έγιναν αναγκάζονται οι αρμόδιες στρατιωτικές αρχές να απομακρύνουν τον…παρηγορητή του κ. Σταυρόπουλου.
Αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί στο παρασκήνιο των επιλογών, σχετικά με το διορισμό των στρατοδικών και του προέδρου , για να μπορεί η να ελέγχει απόλυτα τις αποφάσεις των στρατοδικών. Το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση τεράστιο αλλά είναι πάνω από τις δυνατότητες της να αντισταθεί και να περισώσει έστω και λίγη αξιοπρέπεια για την υστεροφημία της και την άποψη που η ιστορία θα διαμορφώσει γι’ αυτήν.
Η δίκη ξεκινάει και η τροπή που τελικά παίρνει μοιάζει καταστροφική για την Αμερικανοκρατία και τη επάρατη δεξιά που “κυβερνά” τον τόπο. Η συμμετοχή του λαού και οι φωνές διαμαρτυρίας και συμπαράστασης προς τους κατηγορούμενους τόσο από το λαό όσο και από όλο τον προοδευτικό κόσμο και από πολλές κυβερνήσεις έχει σαν αποτέλεσμα την αντιστροφή της κατάστασης και από κατηγορούμενους το Μπελογιάννη και τους συντρόφους του να κάθονται ουσιαστικά στο εδώλιο οι στρατοδίκες η δεξιά και οι υποστηρικτές της. Κι αυτή τη φορά ο κριτής είναι αμείλικτος. Δικάζει ο ίδιος ο λαός. Είναι πραγματικά αστεία τόσο οι κατηγορίες όσο και οι μαρτυρίες που παρουσιάζουν οι κατήγοροι. Λίγα αποσπάσματα από τη δίκη:
Ένας από τους σπουδαιότερους μάρτυρες κατηγορίας λέει για το Μπελογιάννη:
-Ο άνθρωπος αυτός ήθελα να εφαρμόσει στην Ελλάδα τις αποφάσεις της 6ης και 7ης Ολομέλειας του ΚΚΕ. Σε ερώτηση του Νίκου για το αν ο μάρτυρας γνωρίζει ότι οι αποφάσεις και των 2 Ολομελειών ρίχνουν το βάρος της πολιτικής του κόμματος στην πάλη για την ειρήνη , το ψωμί και τις ελευθερίες του ελληνικού λαού ο μάρτυρας απαντάει θετικά.
Ο Μπελογιάννης ρωτάει αν αυτό θεωρεί ο μάρτυρας ότι είναι συνομωσία κατά της Ελλάδας, ο μάρτυρας λέει Όχι και ο Μπελογιάννης : - αυτό ήθελα να ομολογήσετε.
Κατηγορούν το Μπελογιάννη ότι το Γενάρη του 1943 ήταν στη Γενική Διοίκηση Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ και έπιασε και φυλάκισε τον “εθνικόφρονα” πατέρα του μάρτυρα. Όμως ο Μπελογιάννης είναι ο ίδιος φυλακισμένος των Γερμανών την ίδια εποχή.
Κάποιος άλλος φωνάζει λέγοντας πως τα ελεύθερα συνδικάτα “ΕΣΚΕ” είναι κομμουνιστική οργάνωση και πως αν ήταν στο χέρι τους θα είχαν διαλύσει και αυτά και την ΕΔΑ, γιατί όλα είναι οργανώσεις παράνομες και παραφυάδες του ΚΚΕ. Σε ερώτηση του Μπελογιάννη ποιες είναι κατά τη γνώμη του νόμιμες οργανώσεις απαντά : - Μα φυσικά η Αστυνομία και η Χωροφυλακή!
Κάποια στιγμή που ο Μπελογιάννης ζητά ένα ποτήρι νερό κατά τη διάρκεια της απολογίας του ο πρόεδρος του το αρνείται.
Σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης τη δίκη να αναλάβει και να ολοκληρώσει Τακτικό Δικαστήριο ο κος Σταυρόπουλος απειλεί να αυτοκτονήσει παρά να παρατηθεί του δικαστηρίου….. Έτσι κι αλλιώς το αποτέλεσμα είναι ήδη γνωστό. Μετά από 15 μέρες από την έναρξη της δίκης ανακοινώνεται Δις εις θάνατο σε Μπελογιάννη, Αργυριάδη και εις θάνατον οι Μπάτσης, Λαζαρίδης , Ιωαννίδου,Καλούμενος και Μπισμιάνος.
Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του Νίκου Πλουμπίδη που αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ο Πλαστήρας με την επιστολή αυτή βρίσκει το νομικό πάτημα που χρειάζεται για τη ματαίωση της εκτέλεσης αλλά δεν θέλει. Ακολουθεί η διάψευση από το ΚΚΕ που χαρακτηρίζει την επιστολή “μύθευμα της αστυνομίας” και ο Πλαστήρας αποθρασύνεται. Έτσι διαψεύδονται οι ελπίδες για την αναψηλάφηση της δίκης
Κυριακή 30 Μάρτη 1952 4.10΄π.μ. εκτελούνται οι Μπελογιάννης, Μπάτσης, Καλούμενος και Αργυριάδης. Μέρα και ώρα που ούτε και αυτοί οι Γερμανοί δεν εκτελούσαν. Υπό το φως των προβολέων μη τυχόν δει ο ήλιος και φρίξει.
Κανείς αρμόδιος δεν έχει τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια ώστε να αναλάβει την ευθύνη για το στυγνό αυτό έγκλημα. Όλοι ανεύθυνοι Κανείς δεν παραδέχεται ότι έδωσε την εντολή για την εκτέλεση. Την εκτέλεση που ο υπουργός Δικαιοσύνης κος Παπασπύρου διαβεβαίωνε μέχρι της 2 τα ξημερώματα ότι δεν θα γίνουν έπ’ ουδενί. Στις 3.20΄αποχορούσε η φάλαγγα από τις φυλακές και στις 3.48΄ βρίσκονταν οι μελλοθάνατοι στον τόπο εκτέλεσης το Γουδί……..
Από την προηγούμενη μέρα όμως έχει δοθεί η εντολή να ανοιχτούν 4 τάφοι στο 32ο τετράγωνο του Γ΄ Νεκροταφείου. Οι υπεύθυνοι όμως το ξεχνάνε και έτσι ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του θάβονται σε 4 άλλους τάφους για αν έρθει κατόπιν ο διευθυντής και να διατάξει την εκταφή τους και την ταφή τους μετά σε 4 άλλους τάφους που ανοίγονται εκείνη την ώρα. Η εντολή εκτελείται εν μέρει μιας και μεταφέρεται μόνο ο Μπελογιάννης και ο Καλούμενος που είχαν ήδη εκταφεί την ώρα που η είδηση γίνεται πια γνωστοί και καταφθάνουν στο νεκροταφείο δημοσιογράφοι, ρεπόρτερ και ασυγκράτητα κύματα λαού με στεφάνια από κόκκινα τριαντάφυλλα. Έρχονται ταυτόχρονα όμως και οι μπάτσοι για “να αποκαταστήσουν την τάξιν” .Όλη η σκηνοθεσία τελικά της μακάβριας πράξης δεν αποτελεί τίποτε άλλο από εικόνα αγωνίας, ταραγμένης ένοχης συνείδησης, για το φριχτό ιστορικό σφάλμα. Άλλωστε ο Μπελογιάννης είναι γι’ αυτούς ακόμα πιο επικίνδυνος νεκρός.
Του Φαρσακίδη για τον Μπελλογιάννη
Ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν ο τελευταίος από την γενιά των ηρώων και ηρωίδων της εργατικής τάξης και του λαού της Ελλάδας που αντιμετώπισαν με επαναστατικό θάρρος το εκτελεστικό απόσπασμα των μονορχοφασιστών, χωρίς ούτε στιγμή να λυγίσουν. Κι αυτό σε μια στιγμή που είχε ηττηθεί η ένοπλη επανάσταση του λαού μας. Κι ας μπορούσε με μια απλή δήλωση αποκήρυξης των ιδανικών του να γλίτωνε την ζωή του.
Σήμερα, πολλά χρόνια απ’ την εκτέλεση του Μπελογιάννη πολλά έχουν αλλάξει, κάποια όμως παραμένουν ακριβώς τα ίδια. Την ταμπέλα του, αλλά και την ταμπέλα χιλιάδων Μπελογιάννηδων της επανάστασης την εκμεταλλεύονται επιτήδειοι <<αριστεροί>> και κάνουν εμπόριο με το αίμα των αγωνιστών. Οι ιδέες όμως της κοινωνικής επανάστασης παραμένουν πάντα επίκαιρες. Κι ας είναι το κοινωνικό τους αντίκρισμα σήμερα πολύ περιορισμένο από τότε.
Πάνω απ’ όλα όμως ο Μπελογιάννης παραμένει το σύμβολο της ανιδιοτελούς θυσίας για την κοινωνική επανάσταση.
Να πείτε στην κυρά Βασιλική τη μάνα του
καλύτερα τα μάτια της να βγάλει
παρά το πρόσωπό του ν' αντικρίσει
έτσι πως το κατάντησαν με τις χαριστικές βολές
τι θα ουρλιάζει ως που να σειστεί συθέμελα η γης
και θα βαστάξει η θλίψη της εξηνταδυό αιώνες
Οι τελευταίες στιγμές του Μπελογιάννη
Στη γαλλική εφημερίδα «Ουμανιτέ», δημοσιεύτηκε ανταπόκριση που περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του ήρωα Νίκου Μπελογιάννη. Δίνουμε πιο κάτω απόσπασμα απ’ την ανταπόκριση αυτή :
Ο υποδιευθυντής των φυλακών, κατά διαταγή του ανώτερου του πήγε στη πτέρυγα των φυλακών όπου βρίσκονταν τα κελιά των οχτώ μελλοθανάτων.
Μπαίνει στο κελί αρ. 2 όπου είναι κλεισμένοι οι Μπελογιάννης και Λαζαρίδης. Και οι δυο τους κοιμούνται τόσο βαθειά που δεν κατάλαβαν ότι μπήκε ο υποδιευθυντής. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη και τον ξυπνάει με τα λόγια :
- Ξύπνα Νίκο.
Ο Μπελογιάννης δεν τρομάζει. Σηκώνεται και ρωτάει :
- Θα μας πατέ για καθαρό αέρα;
- Ναι Νίκο, του απαντάει αυτός. Θα σας οδηγήσουμε στο τόπο της εχτέλεσης.
Ο Μπελογιάννης βάζει τα παπούτσια και το σακάκι του. Μετά ζητάει απ’ τον υποδιευθυντή να του επιτρέψει να δει την Έλλη Ιωαννίδου πριν τον παραδώσουν στο εχτελεστικό απόσπασμα. Εν τω μεταξύ ξύπνησε και ο Λαζαρίδης και ήρεμα άρχισε να ντύνεται.
- Εσύ θα μείνεις, του λέει ο υποδιευθυντής.
Ο Μπελογιάννης υπενθύμισε στον υποδιευθυντή των φυλακών να του επιτρέψει ν’ αποχαιρετήσει την Ιωαννίδου. Μπροστά στο κελί της νεαρής αυτής γυναίκας ο Μπελογιάννης προσπαθεί να τη καθησυχάσει, απ’ τα κάγκελα του κελιού. Μόλις η Ιωαννίδου κατάλαβε για το τι πρόκειται να γίνει λέει κλαίγοντας ότι θέλει να πάει μαζί με τους συντρόφους της.
- Μη ζητάς νάρθεις μαζί μας Έλλη, της λέει ο Μπελογιάννης, και της δίνει το ρολόγι του, το πορτοφόλι και τις φωτογραφίες.
- Γεια χαρά Έλλη – της λέει χαμογελώντας. Δεν θα σε ξαναδώ πια ποτέ.
Απ’ το παραθυράκι προσπαθεί να τη φιλήσει.
Τους περνούν τις χειροπέδες. Περιμένουν να τους οδηγήσουν. Οι υπάλληλοι των φυλακών τους ρωτούν αν έχουν τελευταίες επιθυμίες.
Βγαίνοντας έξω στην αυλή ο Μπελογιάννης γυρίζει και λέει σ’ αυτούς που μένανε :
- Γεια χαρά σας παιδιά.
Μετά γυρίζει στους φρουρούς των φυλακών και τους αποχαιρετάει κι αυτούς. Τους μελλοθάνατους τους οδηγούν σε ένα μικρό δωμάτιο. Εκεί τους περίμενε ένας στρατιωτικός παπάς. Ο Μπελογιάννης μπαίνει πρώτος. Σε ερώτηση του παπά αν έχει να εξομολογηθεί κάτι, απαντάει :
- Όχι, σ’ ευχαριστώ, σεβάσμιε γέροντα.
Οι σύντροφοί του στέκονται λίγο πιο κοντά στον παπά.
Με το αμάξι το φυλακών και τη συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης τους μεταφέρουν στο Γουδί, στον τόπο της εχτέλεσης : Στις 4 το πρωί το αυτοκίνητο έφτασε εκεί. Πρώτος βγαίνει απ’ αυτό ο Μπελογιάννης πηδώντας πάνω απ’ τα σκαλιά. Δίπλα σε κάθε μελλοθάνατο στέκονται από δυο αστυνομικοί. Εν τω μεταξύ οι αξιωματικοί απομακρύνονται και επιστρέφοντας δίνουν νευρικά διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές.
Ζητούν να στραφούν τα φώτα των στρατιωτικών αυτοκινήτων προς την πλατεία. Εκεί βάζουν τους μελλοθάνατους. Όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες λέγανε αργότερα ότι ο Μπελογιάννης ήταν πέρα για πέρα ήρεμος. Ο παπάς, που ήταν στην εχτέλεση, διηγήθηκε ότι ο Μπελογιάννης, τις τελευταίες στιγμές πριν το θάνατό του, έδινε την εντύπωση «ανθρώπου που ήθελε ν’ αγκάλιασε με το βλέμμα του όλον τον ορίζοντα».
Οι δημοσιογράφοι που παρακολουθούσαν την εχτέλεση από μακριά βεβαίωναν ότι άκουσαν το Μπελογιάννη να φωνάζει:
- «Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας»
Στις 4.11 το εκτελεστικό απόσπασμα σηκώνει τα όπλα.
- Πυρ !
Οι εχτελεσθέντες λυγούν τα γόνατα και ακούγεται το χτύπημα των σωμάτων τους πάνω στη γη. Ένας υπαξιωματικός πλησιάζει και δίνει στον καθένα τη «χαριστική βολή».
Στο νοσοκομείο φυλακών «Σωτηρία» που είναι κοντά στον τόπο της εχτέλεσης και βρίσκονται σ’ αυτό φυματικοί πολιτικοί κρατούμενοι κατάλαβαν τι γινόταν. Ξυπνούν όλοι και φωνάζουν :
«Μην πυροβολείτε ενάντιά τους. Αρκετό αίμα χύθηκε. Μην πυροβολείτε.»
Γρήγορα διαδίδεται στην πόλη η είδηση για τη δολοφονία. Παντού επικρατεί νευρικότητα και ταραχή. Δίπλα στο ταραγμένο πλήθος περνάει το αμάξι της φυλακής με τα λείψανα των δολοφονηθέντων για το νεκροταφείο, αφήνοντας ίχνη αίματος. Ο κόσμος βγάζει τα καπέλα. Απ’ τα παράθυρα των κελιών των φυλακών ανεμίζουν μαύρα μαντίλια σε ένδειξη πένθους.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 14/5/1952, ΠΟΛΩΝΙΑ
Το χωριό <<Νίκος Μπελογιάννης>> στην Ουγγαρία
Νίκος Μπελογιάννης, ένας άγνωστος ανδριάντας του στο Βερολίνο
το άγαλμα του Νίκου Μπελογιάννη στις κτιριακές εγκαταστάσεις μιας ανώτερης τεχνικής και οικονομικής σχολής σήμερα, που την περίοδο της ΓΛΔ στεγάζανε την Ανωτέρα Σχολή Οικονομικών της ΛΔ Γερμανίας. Το πανεπιστήμιο βρίσκεται στο ανατολικό διαμέρισμα Karlshorst του Βερολίνου. Εκεί στο προαύλιο της σχολής, μπροστά από το κτίριο της διοίκησης, στέκεται επιβλητικά ο μπρούτζινος ανδριάντας. Μαζί με τη βάση του τέσσερα μέτρα ύψος. Στη βάση του με μπρούτζινα κεφαλαία γράμματα είναι γραμμένα τα εξής: Νίκος Μπελογιάννης / Γεννημένος το 1915 / στην Αμαλιάδα της Πελοποννήσου / εκτελέστηκε στις 30.3.1952 / στο Γουδί της Αθήνας. Και από κάτω: «Αγωνιζόμαστε για να έρθουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Για αυτό το σκοπό αγωνιζόμαστε και αν χρειαστεί, θα θυσιάσουμε ακόμη και τη ζωή μας»