Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
Το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου 1974 η Ενωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) είχε διοργανώσει στο θέατρο «Αλίκη» τιμητική εκδήλωση αφιερωμένη στον Κώστα Βάρναλη, που δεν ήταν μόνο μέγας ποιητής αλλά και επίλεκτο μέλος της δημοσιογραφικής οικογένειας.
Ο ίδιος δεν μπορούσε να παραστεί καθώς νοσηλευόταν βαριά άρρωστος. Με το τέλος της εκδήλωσης αντιπροσωπεία της ΕΣΗΕΑ τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο προκειμένου να του επιδώσει τιμητική περγαμηνή για την όλη προσφορά του, που εκείνος εδέχθη με καταφανή συγκίνηση. Λίγο αργότερα, το ίδιο βράδυ, έφευγε απ' τη ζωή - υποθέτω ευχαριστημένος.
Ηταν 90 χρόνων (14/02/1884-16/12/1974) και ήταν ο δεύτερος τής, κατά τον Γιάννη Ρίτσο, «ομοουσίου τριάδας» του πνεύματος που εκδημούσε. Είχε προηγηθεί ο Μάρκος Αυγέρης (1883-1973) και ακολούθησε ο Βασίλης Ρώτας (1889-1977). Αντάμα στον μακροχρόνιο βίο τους -στο πνεύμα, στην αριστερή ιδεολογία - αντάμα, περίπου, και στο τέλος.
Την εκδήλωση στο θέατρο «Αλίκη» είχαμε παρακολουθήσει με την Ελένη Βαροπούλου, για λογαριασμό της «Αυγής», όπου εργαζόμασταν τότε. Δεν χρειάστηκε όμως να γράψουμε κάτι. Τον κατευόδωσε ο Τάσος Βουρνάς.
«Αντεθνικώς δρων»
Θαύμαζα τον Κώστα Βάρναλη για τα ποιήματά του («Το φως που καίει»), τα πεζά του («Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης»), τα δοκίμιά του για τον Σολωμό και άλλους λόγιους, τους «Δικτάτορες» (σύντομα πορτρέτα -καρφιά Ρωμαίων αυτοκρατόρων- δικτατόρων), τα χρονογραφήματά του στην «Αυγή», και πριν σε άλλες εφημερίδες (όπου δημοσιογραφούσε για τον επιούσιο από το 1926, όταν, όντας καθηγητής Φιλολογίας στη μέση εκπαίδευση, παύτηκε ως «αντεθνικώς δρων». Αργότερα... επιβαρύνθηκε περισσότερο - τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν», το σοβιετικό «Νόμπελ»). Και φυσικά απολάμβανα κι εγώ τα δύο ποιήματά του που είχε μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης: τους «Μοιραίους» και την «Μπαλάντα του Αντρίκου».
Θαύμαζα την οξύνοια της γραφής του, το σαρκασμό, το χιούμορ, την ενεργό παρουσία του σε κάθε κρίσιμη στιγμή του τόπου. Πολλές φορές, προδικτατορικά, όταν πήγαινα στην «Αυγή», τον έβλεπα σκυμμένο στα γραφτά του, χωρίς να τολμώ να του μιλήσω.
Δεν πιάστηκε στη δικτατορία του 1967 (ήταν 83 χρόνων -έπιασαν κι εξόρισαν τον Ρώτα, που ήταν μικρότερος: 78...). Είχε εξοριστεί το 1935, επί δικτατορίας Κονδύλη, μαζί με τον Δημήτρη Γληνό. Απαγορεύτηκαν όμως τα βιβλία του, αλλά αυτός δεν σταμάτησε να γράφει. Μετά τη δικτατορία και το θάνατό του κυκλοφόρησε το 1975 η ποιητική του συλλογή «Οργή λαού», με ευθείες βολές κατά της χούντας.
Ζητήσαμε τότε για το περιοδικό «Τετράδιο» (που βγάζαμε με τον Φώντα Λάδη), μέσω της εκδότριάς του, της κυράς του «Κέδρου» Νανάς Καλλιανέση, να τον ιδούμε για μια συνέντευξη. «Ας μου κάνουν μερικές γραφτές ερωτήσεις» είπε έπειτα από πίεση. Του στείλαμε, αλλά προφανώς δεν τον ενέπνευσαν. Μας έστειλε το ακόλουθο χειρόγραφο σημείωμα, που δημοσιεύσαμε στο περιοδικό (Σεπτέμβριος 1974):
«Αγαπητέ μου, μου ζητάτε να γράψω όλη μου τη ζωή, την πεζή και δημιουργική. Ο,τι έκανα, ό,τι έγραψα το ξέρετε καλύτερα από μένα. Αν είμαι ευχαριστημένος από το διώξιμο της πιο αδίσταχτης διχτατορίας των ξένων, αυτό είναι περιττό να το πω. Ελπίζω κάποτε ν' απαλλαγούμε από την ξένη και την ντόπια, όπως ζητάμε όλοι μας. Ελπίζω ν'αποτινάξουμε την τυραννία και την εκμετάλλευση των ξένων όρνεων».
Κατευόδιο
Ζητήσαμε, για το επόμενο τεύχος (Οκτώβριος 1974), να τον φωτογραφίσουμε για το εξώφυλλο, μια και προδημοσιεύαμε πέντε ποιήματα από την «Οργή λαού» -και δέχτηκε. Πήγα με τον φωτογράφο. Μας περίμενε καλοντυμένος, αλλά φανερά καταπονημένος. «Γρήγορα, γιατί κρυώνω!» λέει στον φωτογράφο. Ήταν απόβραδο. «Σε λίγο θα πρέπει να ξαπλώσει», μας λέει μια ανιψιά του, που τον φρόντιζε.
Τον ταλαιπωρούμε κομμάτι με τις μετακινήσεις που του ζητάει ο φωτογράφος. Γκρινιάζει, αλλά μας κάνει το χατίρι. Τελειώνοντας θέλησα να του κάνω μια-δυο ερωτήσεις (φωνάζοντας στο αυτί του, γιατί δεν καλάκουγε), αλλά φάνηκε απρόθυμος. Μάλλον το παρακάναμε.
Φεύγοντας θυμήθηκα την καλή ανατροφή που έχω από τη μάνα μου κι έσκυψα και του φίλησα το χέρι. Έδειξε να συγκινήθηκε: «Καθίστε λίγο ακόμα...». «Θα πρέπει να ξαπλώσει», ψιθυρίζει η ανιψιά. «Να μη σας κουράσουμε άλλο. Σας ευχαριστούμε για όλα». «Να 'στε καλά, παιδιά μου».
Τον κατευόδωσε από τις σελίδες του «Τετραδίου» (Φεβρουάριος 1975) μ' ένα θερμό κείμενό του ο Βασίλης Ρώτας. Εκεί υπάρχει και μια στιχομυθία μεταξύ Βάρναλη - Ρώτα, όταν ο δεύτερος τον είχε επισκεφθεί λίγο καιρό πριν στο νοσοκομείο και τον βρήκε απελπισμένο. «Μην κάνεις έτσι, καημένε Κώστα, το πολύ πολύ να πεθάνεις!» του λέει. Και ο Βάρναλης: «Λίγο το' χεις;»