Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης
Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗ
«Δυο πόρτες έχει η ζωή· άνοιξα μια και μπήκα· σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να 'ρθεί το δειλινό, από την άλλη βγήκα...» Αυτούς τους «κοινότοπους» στίχους της Παπαγιαννοπούλου ακούγαμε από τον Καζαντζίδη, τέλη δεκαετίας '50, στην Κοκκινιά.
Τραγούδια «βαριά». Απ' τα οποία κάποια θα ακουστούν στις συναυλίες που είναι αφιερωμένες στη φωνή του, σε Αθήνα (18/9) και Θεσσαλονίκη (23/9).
Στις οικοδομές η λάσπη ανέβαινε ορόφους με τους ντενεκέδες. Τα παλικάρια με τα μουντζουρωμένα χέρια που ρίχνανε τα ζάρια στο τάβλι του καφενείου ήτανε παιδιά της γειτονιάς. Και η φυματίωση βασάνιζε ταλαιπωρημένους από την Κατοχή νοικοκυραίους.
Σχεδόν κάθε σπίτι είχε μία ιστορία τραγική.
Με θύματα από τον Εμφύλιο και εξορισμένους στην άγονη γραμμή και στο «σιδηρούν παραπέτασμα», χιλιάδες ξεριζωμένοι από τις ορεινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού βρέθηκαν δίπλα στους μικρασιάτες πρόσφυγες που ακόμα δεν είχαν δώσει αντιπαροχή τα ασπρισμένα σπίτια τους στην Καισαριανή. Αυτό ήταν το ακροατήριο για το οποίο ο Καζαντζίδης τραγουδούσε λαϊκά, δημοτικά, αμανέδες και τούρκικα τραγούδια.
Ο πόνος έβρισκε έκφραση
«Γειτονιά μου αγαπημένη, κι αν οι μπόρες σε χτυπήσαν, τα χαμόγελα δεν σβήσαν· αντηχείς από τραγούδια σαν γυρνούν απ' τη δουλειά παλικάρια και κοπέλες που δουλεύουνε σκληρά...»
Το συναίσθημα ξεχείλιζε. Η μάνα ήταν ιερή. Ο χωρισμός ήταν προδοσία και συντριβή. Γυναίκες και παιδιά βουρκώνανε βλέποντας ελληνικές και ινδικές ταινίες σε εκατοντάδες κινηματογράφους, οι νέοι ερωτεύονταν με όρκους αιώνιας πίστης που έφταναν σε αυτοκτονίες και φονικά. Οι κηδείες έμοιαζαν αρχαία τραγωδία, με κραυγές και μοιρολόγια.
Στις αλάνες, τα παιδιά παίζανε μπάλα, γκαζάκια και πετροπόλεμο. Στα λιμάνια και τους σταθμούς, μαυροντυμένες αποχαιρετούσαν τους «τυχερούς» που μετανάστευαν για τις φάρμες της Αυστραλίας και τις φάμπρικες της Γερμανίας με λευκά μαντίλια, ευχές και προσευχές.
Οι εργατικές διεκδικήσεις αντιμετωπίζονταν με βία και οι απόφοιτοι σχολείων και πανεπιστημίων χωρίς άμεμπτο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων αποκλείονταν από το Δημόσιο και υπηρετούσαν τη θητεία τους σκάβοντας λαγούμια στα σύνορα της χώρας...
Τραγουδώντας γι' αυτά, ήταν τόσο μεγάλη η απήχηση του Καζαντζίδη, που οι δημιουργοί διάλεγαν τα θέματά τους όχι μόνο επειδή αντιστοιχούσαν στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά επειδή υπήρχε και ο γνήσιος εκφραστής της. Χωρίς τον Καζαντζίδη θα γράφονταν λιγότερα τραγούδια για την ξενιτιά, τη φτώχεια και τα βάσανα των ανθρώπων.
«Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις δίχως ελπίδα όπου γης είναι πατρίδα...»
Αυτά ήταν τα πολιτικά τραγούδια την εποχή της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας. Υπογράμμιζαν με τα πιο μελανά χρώματα τις συμφορές. Ταυτόχρονα έδιναν συνοχή στον κόσμο με βάση τα κοινά προβλήματα και τον ανακούφιζαν...
«Αυτοί που λένε πως είν' ωραία η ζωή, δεν έχουν κάνει με τα βάσανα παρέα, δεν έχουν νιώσει αδικία τι θα πει κι έχουνε δίκιο για να λεν πως είν' ωραία...»
Η αλήθεια αυτού του κόσμου που το αίμα του έβραζε από ζωή ή από ζόρι τροφοδοτούσε τα τραγούδια και ανύψωνε τον πόνο και τον αναστεναγμό σε ποίηση. Ποτέ δεν απασχόλησε τον Χρήστο Κολοκοτρώνη ή την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου τι σκέφτονταν οι πέρα από τον κοινωνικό φράχτη επικριτές των στίχων τους, όπως δεν απασχόλησε τον Βαμβακάρη ή τον Τζον Λι Χούκερ και τον Τζέιμς Μπράουν που έφτιαχναν με την ίδια «οχληρή» απλότητα τα «μαύρα» τραγούδια πολύ πριν αναγνωριστεί η αξία τους από λευκούς διανοούμενους που τα αξιολόγησαν και τα ενέταξαν στην αμερικάνικη κουλτούρα.
«Στα ξένα εργοστάσια, δουλεύω σαν το σκύλο, μανούλα μου κι αγάπη μου, λεφτά για να σας στείλω. Περνάω μέρες θλιβερές και νύχτες όλο κλάμα και τότε μόνο χαίρομαι, αχ, όταν λαβαίνω γράμμα...»
Καταλαβαίνει κανείς το χλευασμό της «άλλης πλευράς» γι' αυτό το «γράμμα» που παίζεται με «τουρκομερίτικα» μπουζούκια και χορεύεται σε καπελειά που συχνάζουν οι βαρελόφρονες που τόσο αυτοσαρκαστικά πρωταγωνιστούν στις γελοιογραφίες του Αρχέλαου και του Χριστοδούλου.
Αναζητώντας πηγές αισιοδοξίας σε μαύρες μέρες, παρεξήγησαν τον Καζαντζίδη ως εκφραστή της μοιρολατρίας και στελέχη της αριστεράς. Αλλά, στη δεκαετία του '50, οι άνθρωποι ούτε πολεμούσαν στο βουνό με την ελπίδα της νίκης, ούτε έχτιζαν τον σοσιαλισμό.
Ηταν ηττημένοι. Και η λογοκρισία ήταν αυστηρή. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, το τραγούδι να είναι «αισιόδοξο»! Εξάλλου, δεν είναι στο ίδιο πνεύμα, και σε μουσικές ανάλογου ύφους του Μίκη, η «Δραπετσώνα», το «Παράπονο», ο «Μετανάστης» και ο «Καημός» των εξαίρετων ποιητών της αριστεράς Τάσου Λειβαδίτη και Δημήτρη Χριστοδούλου;
Σ' αυτό τα πλαίσιο, σπουδαίοι οργανοπαίχτες, ενορχηστρωτές, συνθέτες και στιχουργοί που δημιούργησαν τον κύριο όγκο του ρεπερτορίου του Καζαντζίδη υποβαθμίστηκαν ή αγνοήθηκαν: Θ. Δερβενιώτης, Μπ. Μπακάλης, Γ. Λαύκας, Β. Καραπατάκης, Γ. Τατασόπουλος, Γ. Σταματίου, Γ. Καραμπεσίνης, Στ. Μακρυδάκης, Στ. Χρυσίνης, Α. Αθανασίου, Η. Ποτοσίδης, Γ. Παλαιολόγου, Δ. Γκούτης, Γ. Σαμολαδάς, Ι. Βασιλόπουλος, Η. Παπασιδέρης, Ν. Μουρκάκος, Ε. Ατραΐδης, Γ. Κλουβάτος, Στ. Βαρτάνης, Β. Βασιλειάδης, Ν. Πετρίδης κ.ά..
Προβλήθηκαν μόνο όσοι συνεργάστηκαν και με έντεχνους συνθέτες, όπως ο Κ. Βίρβος, η Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, ο Πυθαγόρας και οι σολίστες Κ. Παπαδόπουλος και Λ. Καρνέζης. Ετσι λειτούργησε το «σύστημα» με ευθύνη και των τραγουδιστών, του Καζαντζίδη μη εξαιρουμένου. Οι δε εταιρείες δεν πίστεψαν στη διαχρονική αξία του λαϊκού τραγουδιού. Απόδειξη ότι δεν κρατούσαν αρχεία και όλες οι ανατυπώσεις στη μεταπολίτευση έγιναν από δίσκους ιδιωτικών συλλογών!
Το τραγούδι απελευθέρωνε
«Αυτή η νύχτα μένει που θα 'μαστε μαζί...»
Ο Καζαντζίδης οφείλει τη δημοτικότητά του και στην ερωτική πλευρά της ζωής και των τραγουδιών του, που περιλαμβάνουν συνθέσεις Καλδάρα, Τσιτσάνη, Μητσάκη κ.λπ. και επιτυχίες με ονόματα γυναικών, πολυπολιτισμικά: «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Φαράχ», «Μανώλια», «Μαρίνα»...
Ρούμπες, τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα, ρετσίνα, γλέντια και συντροφικότητα στη φτωχή Ελλάδα αντί για ηρεμιστικά χάπια που κάνουν θραύση στην ευημερούσα Δύση στη δεκαετία του '50. Ηταν ξένη εδώ η προτεσταντική αισθητική και ηθική που συνιστούσε εγκράτεια και αποδοκίμαζε ως άξεστους ή αμαρτωλούς όσους εκφράζονταν αυθόρμητα και ανοιχτόκαρδα. Στην Ελλάδα, το τραγούδι ήταν συναισθηματικά απελευθερωτικό.
«Και σιδερένια να είχα καρδιά, θα είχε λιώσει σε τέτοια φωτιά...»
Στην αρχή της δεκαετίας του '60, όταν τραγουδάει Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, ο Καζαντζίδης είναι στα φόρτε του με επιτυχίες που λιώνουν τις βελόνες του πικάπ από τη Θεσσαλονίκη και τη Στουτγάρδη ώς τη Μελβούρνη και το Πίτσμπουργκ. Κι αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι έντεχνοι δεν επενδύουν πάνω του. Παρόλο που οι ερμηνείες του είναι αξεπέραστες, σφραγίζει τα τραγούδια τους με τη δική του προσωπικότητα.
Ηξερε πώς να τα ερμηνεύσει
Ακούγοντας τα τραγούδια της «Καταχνιάς» του Λεοντή συνειδητοποιεί κανείς πόσο «ατυποποίητος» είναι ο Καζαντζίδης. Κλαίει εκεί όπου πρέπει να κλάψει, γελάει εκεί όπου πρέπει να γελάσει. Και στο «Πέλαγο είναι βαθύ» του Χατζιδάκι, η ερμηνεία του κεντάει όλα τα νοήματα του τραγουδιού με την πιο λεπτή ψυχική, διανοητική και καλλιτεχνική κλωστή.
Δύσκολα θα βρει κανείς σε παγκόσμιο επίπεδο έναν ερμηνευτή με όλα τα προσόντα του Καζαντζίδη, στον οποίο ανιχνεύονται ίχνη από την ανατολίτικη γλύκα του Ζεκί Μουρέν, τη χρωματισμένη εκφραστικότητα του Χάρι Μπελαφόντε, την αρχοντιά του Κάρλος Γαρδέλ, το βάθος της Ουμ Καλσούμ, τη μελωδικότητα του Νατ Κινγκ Κόουλ, το δυνατό πάθος της Τζάνις Τζόπλιν, την αμεσότητα του Μάρκου Βαμβακάρη, τη φωνητική καθαρότητα του Στράτου Παγιουμτζή, τη γοητεία του Μανώλη Χιώτη, την ψαλτική λιτότητα του Θρασύβουλου Στανίτσα, την αδιαλλαξία του Ακη Πάνου, τη μαγκιά του Στράτου Διονυσίου, τον πόνο της Ελένης Βιτάλη, τη θηλυκότητα της Χαρούλας Αλεξίου και το πείσμα ενός ξεροκέφαλου Πόντιου!
«Δεν με θαμπώνουν οι ουρανοξύστες, δεν με πλανεύουν πλούτη και λεφτά...»
Αυτό το πολυσύνθετο καλλιτεχνικό προφίλ δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό που τον κάνει να διαφέρει από το «σινάφι». Δεν προσπάθησε ποτέ να αρέσει σε όλους, όπως έκαναν οι φιλόδοξοι τραγουδιστές ακολουθώντας μόδες και λάιφσταϊλ. Δεν έκανε συμψηφισμούς με το ρεπερτόριό του (πότε λαϊκό-πότε μοντέρνο), δεν ελίχθηκε σε διαφορετικά ταμπλό (μία Μπουζούκια-μία Μέγαρο), δεν μετακόμισε στις ακριβές συνοικίες ούτε άλλαξε κοινωνικό περίγυρο. Εμεινε συνεπής σε έναν κόσμο μη προνομιούχων, τον οποίο δεν άφησε ποτέ έξω από την πόρτα. Είναι ο μόνος που η αντιδικία του με την εταιρεία τού στοίχισε πολυετή αποκλεισμό από τη δισκογραφία. Και είναι από τους πρώτους καλλιτέχνες παγκοσμίως που προσπάθησαν να φτιάξουν ανεξάρτητη εταιρεία.
Ακόμα και η εκδήλωση των γήινων αδυναμιών του υπογράμμιζε τη λαϊκή του υπόσταση. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η τελευταία φάση της ζωής του ελάχιστα διαφέρει από την πρώτη κι ας έχει μεσολαβήσει μισός αιώνας! Αφήνει, μάλιστα, θαυμάσια σύγχρονα τραγούδια, όπως αυτά των Τάκη Σούκα, Θανάση Πολυκανδριώτη, Βασίλη Παπαδόπουλου, Νίκου Λουκά κ.ά., που περιλαμβάνονται στο δίσκο «Ελεύθερος», το 1988.
Αυτή η οριοθετημένη στάση ζωής που ενσωματώνεται στις ερμηνείες του είναι ο ατομικός του κώδικας που δεν αντιγράφεται και τον καθιστά μοναδικό και ανεπανάληπτο. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι, μέχρι σήμερα, από τόσο πολλούς καλούς τραγουδιστές με καλό ρεπερτόριο και με τεράστια υποστήριξη από εταιρείες, κρατικούς φορείς και ΜΜΕ, κανένας άλλος δεν ανακηρύχτηκε από το λαό ισάξιός του!
Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗ
«Δυο πόρτες έχει η ζωή· άνοιξα μια και μπήκα· σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να 'ρθεί το δειλινό, από την άλλη βγήκα...» Αυτούς τους «κοινότοπους» στίχους της Παπαγιαννοπούλου ακούγαμε από τον Καζαντζίδη, τέλη δεκαετίας '50, στην Κοκκινιά.
Τραγούδια «βαριά». Απ' τα οποία κάποια θα ακουστούν στις συναυλίες που είναι αφιερωμένες στη φωνή του, σε Αθήνα (18/9) και Θεσσαλονίκη (23/9).
Στις οικοδομές η λάσπη ανέβαινε ορόφους με τους ντενεκέδες. Τα παλικάρια με τα μουντζουρωμένα χέρια που ρίχνανε τα ζάρια στο τάβλι του καφενείου ήτανε παιδιά της γειτονιάς. Και η φυματίωση βασάνιζε ταλαιπωρημένους από την Κατοχή νοικοκυραίους.
Σχεδόν κάθε σπίτι είχε μία ιστορία τραγική.
Με θύματα από τον Εμφύλιο και εξορισμένους στην άγονη γραμμή και στο «σιδηρούν παραπέτασμα», χιλιάδες ξεριζωμένοι από τις ορεινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού βρέθηκαν δίπλα στους μικρασιάτες πρόσφυγες που ακόμα δεν είχαν δώσει αντιπαροχή τα ασπρισμένα σπίτια τους στην Καισαριανή. Αυτό ήταν το ακροατήριο για το οποίο ο Καζαντζίδης τραγουδούσε λαϊκά, δημοτικά, αμανέδες και τούρκικα τραγούδια.
Ο πόνος έβρισκε έκφραση
«Γειτονιά μου αγαπημένη, κι αν οι μπόρες σε χτυπήσαν, τα χαμόγελα δεν σβήσαν· αντηχείς από τραγούδια σαν γυρνούν απ' τη δουλειά παλικάρια και κοπέλες που δουλεύουνε σκληρά...»
Το συναίσθημα ξεχείλιζε. Η μάνα ήταν ιερή. Ο χωρισμός ήταν προδοσία και συντριβή. Γυναίκες και παιδιά βουρκώνανε βλέποντας ελληνικές και ινδικές ταινίες σε εκατοντάδες κινηματογράφους, οι νέοι ερωτεύονταν με όρκους αιώνιας πίστης που έφταναν σε αυτοκτονίες και φονικά. Οι κηδείες έμοιαζαν αρχαία τραγωδία, με κραυγές και μοιρολόγια.
Στις αλάνες, τα παιδιά παίζανε μπάλα, γκαζάκια και πετροπόλεμο. Στα λιμάνια και τους σταθμούς, μαυροντυμένες αποχαιρετούσαν τους «τυχερούς» που μετανάστευαν για τις φάρμες της Αυστραλίας και τις φάμπρικες της Γερμανίας με λευκά μαντίλια, ευχές και προσευχές.
Οι εργατικές διεκδικήσεις αντιμετωπίζονταν με βία και οι απόφοιτοι σχολείων και πανεπιστημίων χωρίς άμεμπτο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων αποκλείονταν από το Δημόσιο και υπηρετούσαν τη θητεία τους σκάβοντας λαγούμια στα σύνορα της χώρας...
Τραγουδώντας γι' αυτά, ήταν τόσο μεγάλη η απήχηση του Καζαντζίδη, που οι δημιουργοί διάλεγαν τα θέματά τους όχι μόνο επειδή αντιστοιχούσαν στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά επειδή υπήρχε και ο γνήσιος εκφραστής της. Χωρίς τον Καζαντζίδη θα γράφονταν λιγότερα τραγούδια για την ξενιτιά, τη φτώχεια και τα βάσανα των ανθρώπων.
«Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις δίχως ελπίδα όπου γης είναι πατρίδα...»
Αυτά ήταν τα πολιτικά τραγούδια την εποχή της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας. Υπογράμμιζαν με τα πιο μελανά χρώματα τις συμφορές. Ταυτόχρονα έδιναν συνοχή στον κόσμο με βάση τα κοινά προβλήματα και τον ανακούφιζαν...
«Αυτοί που λένε πως είν' ωραία η ζωή, δεν έχουν κάνει με τα βάσανα παρέα, δεν έχουν νιώσει αδικία τι θα πει κι έχουνε δίκιο για να λεν πως είν' ωραία...»
Η αλήθεια αυτού του κόσμου που το αίμα του έβραζε από ζωή ή από ζόρι τροφοδοτούσε τα τραγούδια και ανύψωνε τον πόνο και τον αναστεναγμό σε ποίηση. Ποτέ δεν απασχόλησε τον Χρήστο Κολοκοτρώνη ή την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου τι σκέφτονταν οι πέρα από τον κοινωνικό φράχτη επικριτές των στίχων τους, όπως δεν απασχόλησε τον Βαμβακάρη ή τον Τζον Λι Χούκερ και τον Τζέιμς Μπράουν που έφτιαχναν με την ίδια «οχληρή» απλότητα τα «μαύρα» τραγούδια πολύ πριν αναγνωριστεί η αξία τους από λευκούς διανοούμενους που τα αξιολόγησαν και τα ενέταξαν στην αμερικάνικη κουλτούρα.
«Στα ξένα εργοστάσια, δουλεύω σαν το σκύλο, μανούλα μου κι αγάπη μου, λεφτά για να σας στείλω. Περνάω μέρες θλιβερές και νύχτες όλο κλάμα και τότε μόνο χαίρομαι, αχ, όταν λαβαίνω γράμμα...»
Καταλαβαίνει κανείς το χλευασμό της «άλλης πλευράς» γι' αυτό το «γράμμα» που παίζεται με «τουρκομερίτικα» μπουζούκια και χορεύεται σε καπελειά που συχνάζουν οι βαρελόφρονες που τόσο αυτοσαρκαστικά πρωταγωνιστούν στις γελοιογραφίες του Αρχέλαου και του Χριστοδούλου.
Αναζητώντας πηγές αισιοδοξίας σε μαύρες μέρες, παρεξήγησαν τον Καζαντζίδη ως εκφραστή της μοιρολατρίας και στελέχη της αριστεράς. Αλλά, στη δεκαετία του '50, οι άνθρωποι ούτε πολεμούσαν στο βουνό με την ελπίδα της νίκης, ούτε έχτιζαν τον σοσιαλισμό.
Ηταν ηττημένοι. Και η λογοκρισία ήταν αυστηρή. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, το τραγούδι να είναι «αισιόδοξο»! Εξάλλου, δεν είναι στο ίδιο πνεύμα, και σε μουσικές ανάλογου ύφους του Μίκη, η «Δραπετσώνα», το «Παράπονο», ο «Μετανάστης» και ο «Καημός» των εξαίρετων ποιητών της αριστεράς Τάσου Λειβαδίτη και Δημήτρη Χριστοδούλου;
Σ' αυτό τα πλαίσιο, σπουδαίοι οργανοπαίχτες, ενορχηστρωτές, συνθέτες και στιχουργοί που δημιούργησαν τον κύριο όγκο του ρεπερτορίου του Καζαντζίδη υποβαθμίστηκαν ή αγνοήθηκαν: Θ. Δερβενιώτης, Μπ. Μπακάλης, Γ. Λαύκας, Β. Καραπατάκης, Γ. Τατασόπουλος, Γ. Σταματίου, Γ. Καραμπεσίνης, Στ. Μακρυδάκης, Στ. Χρυσίνης, Α. Αθανασίου, Η. Ποτοσίδης, Γ. Παλαιολόγου, Δ. Γκούτης, Γ. Σαμολαδάς, Ι. Βασιλόπουλος, Η. Παπασιδέρης, Ν. Μουρκάκος, Ε. Ατραΐδης, Γ. Κλουβάτος, Στ. Βαρτάνης, Β. Βασιλειάδης, Ν. Πετρίδης κ.ά..
Προβλήθηκαν μόνο όσοι συνεργάστηκαν και με έντεχνους συνθέτες, όπως ο Κ. Βίρβος, η Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, ο Πυθαγόρας και οι σολίστες Κ. Παπαδόπουλος και Λ. Καρνέζης. Ετσι λειτούργησε το «σύστημα» με ευθύνη και των τραγουδιστών, του Καζαντζίδη μη εξαιρουμένου. Οι δε εταιρείες δεν πίστεψαν στη διαχρονική αξία του λαϊκού τραγουδιού. Απόδειξη ότι δεν κρατούσαν αρχεία και όλες οι ανατυπώσεις στη μεταπολίτευση έγιναν από δίσκους ιδιωτικών συλλογών!
Το τραγούδι απελευθέρωνε
«Αυτή η νύχτα μένει που θα 'μαστε μαζί...»
Ο Καζαντζίδης οφείλει τη δημοτικότητά του και στην ερωτική πλευρά της ζωής και των τραγουδιών του, που περιλαμβάνουν συνθέσεις Καλδάρα, Τσιτσάνη, Μητσάκη κ.λπ. και επιτυχίες με ονόματα γυναικών, πολυπολιτισμικά: «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Φαράχ», «Μανώλια», «Μαρίνα»...
Ρούμπες, τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα, ρετσίνα, γλέντια και συντροφικότητα στη φτωχή Ελλάδα αντί για ηρεμιστικά χάπια που κάνουν θραύση στην ευημερούσα Δύση στη δεκαετία του '50. Ηταν ξένη εδώ η προτεσταντική αισθητική και ηθική που συνιστούσε εγκράτεια και αποδοκίμαζε ως άξεστους ή αμαρτωλούς όσους εκφράζονταν αυθόρμητα και ανοιχτόκαρδα. Στην Ελλάδα, το τραγούδι ήταν συναισθηματικά απελευθερωτικό.
«Και σιδερένια να είχα καρδιά, θα είχε λιώσει σε τέτοια φωτιά...»
Στην αρχή της δεκαετίας του '60, όταν τραγουδάει Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, ο Καζαντζίδης είναι στα φόρτε του με επιτυχίες που λιώνουν τις βελόνες του πικάπ από τη Θεσσαλονίκη και τη Στουτγάρδη ώς τη Μελβούρνη και το Πίτσμπουργκ. Κι αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι έντεχνοι δεν επενδύουν πάνω του. Παρόλο που οι ερμηνείες του είναι αξεπέραστες, σφραγίζει τα τραγούδια τους με τη δική του προσωπικότητα.
Ηξερε πώς να τα ερμηνεύσει
Ακούγοντας τα τραγούδια της «Καταχνιάς» του Λεοντή συνειδητοποιεί κανείς πόσο «ατυποποίητος» είναι ο Καζαντζίδης. Κλαίει εκεί όπου πρέπει να κλάψει, γελάει εκεί όπου πρέπει να γελάσει. Και στο «Πέλαγο είναι βαθύ» του Χατζιδάκι, η ερμηνεία του κεντάει όλα τα νοήματα του τραγουδιού με την πιο λεπτή ψυχική, διανοητική και καλλιτεχνική κλωστή.
Δύσκολα θα βρει κανείς σε παγκόσμιο επίπεδο έναν ερμηνευτή με όλα τα προσόντα του Καζαντζίδη, στον οποίο ανιχνεύονται ίχνη από την ανατολίτικη γλύκα του Ζεκί Μουρέν, τη χρωματισμένη εκφραστικότητα του Χάρι Μπελαφόντε, την αρχοντιά του Κάρλος Γαρδέλ, το βάθος της Ουμ Καλσούμ, τη μελωδικότητα του Νατ Κινγκ Κόουλ, το δυνατό πάθος της Τζάνις Τζόπλιν, την αμεσότητα του Μάρκου Βαμβακάρη, τη φωνητική καθαρότητα του Στράτου Παγιουμτζή, τη γοητεία του Μανώλη Χιώτη, την ψαλτική λιτότητα του Θρασύβουλου Στανίτσα, την αδιαλλαξία του Ακη Πάνου, τη μαγκιά του Στράτου Διονυσίου, τον πόνο της Ελένης Βιτάλη, τη θηλυκότητα της Χαρούλας Αλεξίου και το πείσμα ενός ξεροκέφαλου Πόντιου!
«Δεν με θαμπώνουν οι ουρανοξύστες, δεν με πλανεύουν πλούτη και λεφτά...»
Αυτό το πολυσύνθετο καλλιτεχνικό προφίλ δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό που τον κάνει να διαφέρει από το «σινάφι». Δεν προσπάθησε ποτέ να αρέσει σε όλους, όπως έκαναν οι φιλόδοξοι τραγουδιστές ακολουθώντας μόδες και λάιφσταϊλ. Δεν έκανε συμψηφισμούς με το ρεπερτόριό του (πότε λαϊκό-πότε μοντέρνο), δεν ελίχθηκε σε διαφορετικά ταμπλό (μία Μπουζούκια-μία Μέγαρο), δεν μετακόμισε στις ακριβές συνοικίες ούτε άλλαξε κοινωνικό περίγυρο. Εμεινε συνεπής σε έναν κόσμο μη προνομιούχων, τον οποίο δεν άφησε ποτέ έξω από την πόρτα. Είναι ο μόνος που η αντιδικία του με την εταιρεία τού στοίχισε πολυετή αποκλεισμό από τη δισκογραφία. Και είναι από τους πρώτους καλλιτέχνες παγκοσμίως που προσπάθησαν να φτιάξουν ανεξάρτητη εταιρεία.
Ακόμα και η εκδήλωση των γήινων αδυναμιών του υπογράμμιζε τη λαϊκή του υπόσταση. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η τελευταία φάση της ζωής του ελάχιστα διαφέρει από την πρώτη κι ας έχει μεσολαβήσει μισός αιώνας! Αφήνει, μάλιστα, θαυμάσια σύγχρονα τραγούδια, όπως αυτά των Τάκη Σούκα, Θανάση Πολυκανδριώτη, Βασίλη Παπαδόπουλου, Νίκου Λουκά κ.ά., που περιλαμβάνονται στο δίσκο «Ελεύθερος», το 1988.
Αυτή η οριοθετημένη στάση ζωής που ενσωματώνεται στις ερμηνείες του είναι ο ατομικός του κώδικας που δεν αντιγράφεται και τον καθιστά μοναδικό και ανεπανάληπτο. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι, μέχρι σήμερα, από τόσο πολλούς καλούς τραγουδιστές με καλό ρεπερτόριο και με τεράστια υποστήριξη από εταιρείες, κρατικούς φορείς και ΜΜΕ, κανένας άλλος δεν ανακηρύχτηκε από το λαό ισάξιός του!