Κώστας Πουρναράς (Μπόσης): «Για τον δρόμο που πήρα δεν το μετάνιωσα»
Ο Κώστας Πουρναράς εκπλήρωσε στο ακέραιο το χρέος του απέναντι στον άνθρωπο. Με τη ζωή, τη διδασκαλία και το έργο του στάθηκε δίπλα στον φτωχό, τον αδύναμο, τον κατατρεγμένο. Υπερασπίστηκε το δίκιο του εργαζόμενου λαού. Με τα βιβλία του άναψε πνευματικούς φάρους αντίστασης και πάλης για μια καλύτερη κοινωνία, ανθρώπινη, σοσιαλιστική. Οι διώξεις, τα βασανιστήρια και οι αμέτρητες φυλακίσεις και εξορίες δεν στάθηκαν ικανές να τον κάνουν να ξεστρατίσει από το δρόμο που από παιδί επέλεξε να βαδίσει. «Έμεινε πιστός και αταλάντευτος μέχρι το τέλος της ζωής του στα μεγάλα πανανθρώπινα ιδανικά του κομμουνισμού.»
Έφυγε με την πίκρα μιας γενιάς αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και της Επανάστασης, που δεν είδαν τα οράματά τους να γίνονται πραγματικότητα: «Η πίκρα είναι άλλη. Πρέπει να το πούμε καθαρά: Για την ώρα μας γονάτισε ο ιμπεριαλισμός. Και σε βασανίζει η σκέψη μέρα-νύχτα: Τι θα γίνει; Που πάμε; Θα καταστραφεί η ανθρωπότητα; Ο κίνδυνος είναι τεράστιος κι αν δεν τον δούμε, οι τελεφταίοι κάτοικοι της γης ίσως θα πουν: Ο άνθρωπος ήταν το πιο ανόητο και κακό πλάσμα που δημιούργησε η ζωή.»
Ζει έντονα μέχρι το τέλος της ζωής του την αγωνία για το μέλλον της ανθρωπότητας. Γράφει, σε γράμμα του, δυο μήνες πριν πεθάνει: «Νομίζω πως η κατάσταση είναι αφάνταστα δύσκολη –πρόκειται για την ύπαρξη της ανθρωπότητας- χρειάζεται ο καθένας να το καταλάβει και να κάνει ό,τι μπορεί, ν αλάξει δρόμο η κοινωνία προτού είναι πια αργά.»
Βαθιά ιδεολόγος, κρατάει μέσα του αναμμένη την φλόγα της πίστης στα ιδανικά του Μαρξισμού-Λενινισμού και στην οριστική νίκη του Ανθρώπου. Μια φλόγα που θα σβήσει μόνο όταν σταματήσει να χτυπά η καρδιά του. Σε όλη τη ζωή του δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να υπερασπίζεται με πάθος την υπόθεση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης: «Για να φτιάξεις Λαϊκή Κυβέρνηση, πρέπει να πάρεις την εξουσία και τα βασικά μέσα παραγωγής, να βάλεις Δικτατορία του Προλεταριάτου, να δημιουργήσεις κρατικό μηχανισμό για να υπερασπίσεις τη Λαϊκή εξουσία… Κι αφτό λέγεται Επανάσταση, Επανάσταση Σοσιαλιστική. […] Ο Υπαρχτός Σοσιαλισμός σε δυο-τρεις δεκαετίες και διαβολικά δύσκολες συνθήκες, σε καθυστερημένη χώρα έδωσε στην ανθρωπότητα όσα δεν έδωσαν κι ούτε μπορούσαν να δώσουν άλλες επαναστάσεις σε εκατοντάδες χρόνια. Τσάκισε το φασισμό –κι όχι μόνο αφτόν- σε λίγα χρόνια έκλεισε τις πληγές του πολέμου και σε παραγωγή ξεπέρασε τη Δυτική Εβρώπη. Ο σοσιαλισμός είναι το μέλλον, η ύπαρξη, η ζωή της ανθρωπότητας»
Ο Κώστας Πουρναράς, εκτός από το έργο του, άφησε ελάχιστα αποτυπώματα πίσω του. Ελάχιστα δημοσιευμένα βιογραφικά του στοιχεία υπάρχουν, ενώ οι φωτογραφίες του είναι σπάνιες. Άνθρωπος σεμνός, ταπεινός, δεν μιλούσε και δεν έγραφε ποτέ για τον εαυτό του. Δεν έκανε ποτέ ο ίδιος λόγο για τους αγώνες του. Όταν κάποιος αναφερόταν σ’ αυτούς ή τον ρωτούσε, συνήθιζε να απαντάει: «δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται ντόρος».
Έζησε όλα τα χρόνια της υπερορίας με τον καημό της Ελλάδας και του αγαπημένου του χωριού, της Χώσεψης, να φωλιάζουν στην ψυχή του. Αγαπούσε τον τόπο και τους ανθρώπους. Τον αγαπούσαν κι αυτοί, ακόμα και οι περισσότεροι πολιτικοί αντίπαλοί του που αναγνώριζαν στο πρόσωπό του έναν ακέραιο χαρακτήρα, έναν έντιμο αγωνιστή. Δεν είναι τυχαίο πως στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 (1964 ή ΄65), όταν αρκούσε ένας μικρός αριθμός υπογραφών συντοπιτών του για να μπορέσει ένας πολιτικός εξόριστος να πάρει την άδεια του ελληνικού κράτους και να επιστρέψει στην πατρίδα, υπέγραψαν γι αυτόν σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί του. Από ολόκληρη τη Χώσεψη αυτοί που δεν υπέγραψαν μετρούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ανάμεσά τους ο πρόεδρος του Χωριού. Όταν μετά από χρόνια ο Κ.Π. μαθαίνει μέσα από την αλληλογραφία του πως ο παλιός του αντίπαλος πέθανε αφού ταλαιπωρήθηκε από αρρώστια, θα γράψει σε γράμμα του: «Για τον (…) Παλιά, χωρίς καμιά αιτία, έριξε κι αυτός πέτρες, αλλά άνθρωπος ήταν, υπέφερε και δεν μπορείς να μη στεναχωρηθείς. Τί κάνουν τα παιδιά του;…»
Στα γράμματά του ρωτούσε για όλους τους συγχωριανούς του: «Τούτη τη βδομάδα θα πάρω κι άλλα γράμματα, απ το χωριό, απ την Αθήνα. […] Το κάθε γράμμα απ αυτού θα ήθελα να είναι ολόκληρο βιβλίο με πολλές σελίδες για τη ζωή του κόσμου, όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Καταλαβαίνω, έχετε σκοτούρες, φασαρίες, τις δουλιές σας και κάθε μέρα δημιουργούνται καινούργια προβλήματα.» Μέχρι να φύγει από τη ζωή δεν μπόρεσε να ξανασυναντηθεί παρά με ελάχιστους από αυτούς. Όσους μπόρεσαν και ταξίδεψαν μέχρι τη Ρουμανία για να τον δουν.
Η τελευταία του επιθυμία ήταν η στάχτη από το ανθρώπινο κουφάρι του να ταφεί στο μικρό νεκροταφείο, ψηλά στον Αη Θανάση. Η συντρόφισσά του δεν του χάλασε το χατίρι. Στις 4 του Σεπτέμβρη του 1994 ο κύκλος έκλεισε. Η Ιλιάνα Πουρναρά μετέφερε την τέφρα του στο χωριό και μετά από μια τελετή λιτή και ουσιαστική σαν τη ζωή του, στην οποία τον αποχαιρέτησαν παλιοί συμπολεμιστές και σύντροφοι, συγχωριανοί, φίλοι και συγγενείς, αναπαύεται στο χώμα της αγαπημένης Χώσεψης