Στις 23 Οκτωβρίου 1941 Γερμανικά στρατεύματα κατοχής πυρπολούν οικίες του χωριού Μεσόβουνο της Κοζάνης και εκτελούν 157 κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ήρωες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Ηταν το πρώτο χωριό της ηπειρωτικής Ελλάδας που πήρε τα όπλα κατά των κατοχικών αρχών. Ενα από τα πρώτα που γνώρισαν τα μαζικά αντίποινα της Βέρμαχτ, με δύο διαδοχικά ολοκαυτώματα κι εκατοντάδες νεκρούς. Κι όμως, η συλλογική εθνική μνήμη κάθε άλλο παρά του έχει επιφυλάξει τη θέση που του αξίζει στο μαρτυρολόγιο της δεκαετίας του ’40.
Ισως γιατί σ’ αυτή την ιστορία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι ελληνικές δωσιλογικές αρχές, καθιστώντας την ακατάλληλη για τους συνήθεις πανηγυρικούς της ημέρας.
Η ιστορία του χωριού μέσα από την αφήγηση ζωής του Κυρισιά τ΄Ακτεαρτσιάντων στην μητρική του γλώσσα, τα ποντιακά
Το όνεμα μ’ εν’ Παραστατίδης Αντώνιος του Σάββα και το παρόνομα μ’ ο Κυρισιάς τ΄Ακτεαρτσιάντων. Εγεννέθα σο Μεσόβουνον και είμαι Μεσοβουνιώτης. Εγεννέθα το 1930. Τα γονεκά μουν έρθανε α’σήν Μικρασίαν, α’σήν περιοχήν Αμπες Σεβάστιας. Α’σήν Κεμισχανάν (Αργυρούπολη) gumushaneπερίπου το 1760 α’σό χωρίον Άκντερε (Ασπροποταμιά) έφυγαν και επήγαν σο χωρίον Σάρκιοϊ του νομού της επαρχίας Ζάρας και λέγνε μας Ακταρτζιάντας. Με την ανταλλαγήν έρθανε οι γονείς εμούν σο Μεσόβουνον επειδής είχεν πολλά νερά. Είσεν κεπία… είχεν οχτώ χαμαιλέτας… (χαμαιλέτας είναι νερόμυλοι).
Εν τω μεταξύ πρόσφυγες έταν, η φτώχια επερίσσευεν. Έλεγαν σ΄αούτην την εποχήν το ψωμίν ατούν ‘κι κανείτε ‘τς. Εθερίζανε τα κοκία τα κριθάρια και αν εδίναν καλόν κιφάλ και αρχίναν εθέριζαν, έλεθαν και επορεύκονταν. Τρανόν φτώχια! Ο αποικισμός εδίνεν ατς ή πέντε πρόβατα, ή πέντε αιϊδε, ή ένα βούδ ή ένα χτίνον ή ένα γάϊδαρον. Με τ’ ατά και με τ’ ατά ο ένας με τον άλλον έζησαν μέχρι το ΄4ο .
Το ΄40 έβρανε μας τα γεγονότα… του πολέμου. Το Μεσόβουνον γνήσιοι Πόντιοι, αποικία ‘κι θέλναν να έταν. Αντέδρασαν σα σχέδια του Χίτλερ. Αφού αντέδρασαν έλθαν και τα επακόλουθα. Το ΄41 ατό το μικρόν το χωρίον είπεν ΟΧΙ στο φασισμό! Έλθαν 2000 Γερμανοί, όλα μη λέγω, πρώτη φοράν έρθανε έβραν έναν οπλισμένον σκότωσαν α’τον ση πλατέαν. Ες πολλά ιστορίαν ατό το κέκα. Έλθαν οι Γερμανοί 2000 σρατιώτ περίπου επερικύκλωσαν το χωρίον, ετοπλάεψαν εμάς σην εκκλησίαν γυναίκ’ς, αντρούδες, μωρά ‘α κάγανε μας απές σην εκκλησίαν. Εν τω μεταξύ ήρθε έναν διαταγή, εχόρτσανε από 18 μέχρι τα 60 εμάς τα γυναικόπαιδα και τη γαρίδας είπανε μας πάρτε α’σό σπίτα σουν ήντα επορείτε και εβγάτε εξ α’σο χωρίον. Την ώραν ντε εξέβαμε εξ’ α’σο χωρίον εδούλεψαν τα τυφέκια, τίναν εχόρτσαν, ουλτσ εσκότωσαν αφ’κά’ σα κεπία 165 νομάτς. Έκαψαν το σπίτε μουν το βίος εμουν όλον εκατέστρεψεν και επαίραν μας και πήγαν σο Καϊλάρ. Ετοπλάεψαν εμας ουλτς απές σο πέτρινον το σχολείον τη Καϊλαρή.
Σο Μεσόβουνον έτανε κλειρούχοι 212 οικογένειας. Και εδούλεψαν τα φουρνία, από παν’ έβρεχεν και εφέρνανε μας και έτρωγαν εκιαπές κανα δυο βδομάδας και κανόντσανε ντο να ευτάνε μας. Η αλήθεια να λέγεται εήν το κέκα να ‘νεσπάλω ο Παυλίδης εδιάθεσεν το ψωμίν της εποχής, τα δύο βδομάδας που έμνες σο Καϊλαρ. Μετά εκανόντσανε σε κάθε νομόν να στείλνε από είκοσι οικογένειας. Εμείς έτυχε να πάμε, να στείλνε μας ση Φλώρινα σο χωρίον Κλαπούτζικσταν, Πολυπλάτανον λέγνατο ατώρα. Και σκάλωσαμ’ και γύρευαμ’ (ζητιανεύαμε) … εκεί σα χωρία ολόερα είχαμε τον θείο μουν τον ακτερτζήν τον μπάρμπα- Γιάννε, τη πατέρας ημ τον αδελφόν και προστάτευε μας. Εμείς έμνεσε επτά αδέλφια και η μάνα μουν οχτώ. Όλοι μουν εκοιμούμνεσε σ’ ένα γεργάν αφκά.