Ποιός μου δίνει εμένα πίσω τα παιδικά μου χρόνια; Κανένας. Μόνο η ιστορία…
Ήταν 1η του Απρίλη του 1948. Γίνονταν τρομεροί βομβαρδισμοί. Είχα βγάλει τα πρόβατά μου πάνω σ’ ένα σιάδι, κι ο ήλιος δεν είχε βγει ολόκληρος και ήρθε ο «γαλατάς».
*Μαρτυρία της Αρετής Μπακιρτζή-Σκεύη
Μετά τον «γαλατά», ήρθαν τρία αεροπλάνα. Πρόλαβα και μπήκα κάτω από μια γράβα. Σκοτώθηκαν πάνω από 15 ζώα. Σκοτώθηκε το σκυλάκι μου, που γάβγιζε τους «σιδερένιους αητούς».
Όταν ησύχασε κάπως, έσπρωξα τις προβατίνες τις ψόφιες, βγήκα έξω, πήρα το σκυλί στην αγκαλιά μου κι άρχισα να μοιρολογώ, όπως μοιρολογούν οι γυναίκες στην Ήπειρο. Ακούω να με φωνάζει κάποιος, να μου λέει: «Αρετή, γρήγορα πρέπει να φύγετε. Το χωριό θα πέσει στο στρατό, και αλίμονο στις αριστερές οικογένειες».
Κατέβηκα στο χωριό τρέχοντας, και βλέπω τον παππού μου, που ήταν 100 χρονών, να κρατάει το Θοδωρή από το χέρι, η μάνα μου να κρατάει τον Κωστάκη, που λέγαν 6 χρονών που ήταν πολύ αδύνατος, κι εγώ φορτώνομαι τον αδερφό μου το Γρηγόρη στην πλάτη, γκότσια που τόνε λέμε στο χωριό μου, και ξεκινάμε.
Η μάνα μου είχε ένα μπογαλάκι στα χέρια της΄ εκεί είχε τα νυφικά της, που τα αλλάξαμε μετά στην Αλβανία για δυο κιλά αλεύρι. Και λυπάμαι΄ καλύτερα να μην είχα φάει δυο βδομάδες παρά αυτά τα ρούχα που αλλάχτηκαν. Βρεθήκαμε στην Αλβανία τα χαράματα. […]
Ήμασταν γύρω στις 50 οικογένειες, απ’ το Πωγώνι, απ’ τα χωριά της Θεσπρωτίας. Μια μάνα άφησε το παιδάκι της το Σπύρο, που ήταν βρέφος, ενάμισι μηνών –πόσο ήτανε;- κι έγραψε μόνο «Σπύρος», με ένα μολύβι, στα ρουχαλάκια του.
Γιατί είχε άλλα τρία παιδάκια΄ τρία κορίτσια κι ένα αγόρι. Ο μεγάλος έφερε την πιο μικρή. Τα άλλα τα δύο, το ένα ήτνα ενάμισι χρονών, το τελευταίο. Προτίμησε να πάρει το μικρό και να αφήσει το Σπύρο. Και βρέθηκε ο Σπύρος στην Τσεχοσλοβακία, και μετά από το 1954, βρέθηκε στην Ουγγαρία.
Βρεθήκαμε στο Πρένιες. Από το Πρένιες πήγαμε στα Σκόδρα. Στη Σκόδρα το έσκασα δυο φορές να φύγω για την Ελλάδα. Κι ο παππούς μου με παίρνει και με πηγαίνει σ’ ένα σχολείο, που ήταν πάρα πολλά παιδιά που ήρθαν μαζί στην Ουγγαρία, μετά.
Και λέει: «Δώστε της κάποια δουλειά, γιατί θα μου το σκάσει ξανά για την Ελλάδα» και βρέθηκα στο φροντιστήριο δασκάλων, πρώτη φορά το 1948 στην Αλβανία.
Δε γνώριζα κανένα, δεν ήξερα κανένα, δεν είχα τελειώσει σχολείο –τέλεισα πρώτη μικρή το 1939.
Και το 1940 στον πόλεμο, ήταν πια… ο πόλεμος… γνώρισα τους Τουρκαλβανίτες, γνώρισα τους Ιταλούς, γνώρισα τους Γερμανούς, γνώρισα τους Εγγλέζους, γνώρισα τους ταγματασφαλίτες Έλληνες, που ήταν οι ίδιοι και στους Ιταλούς και στους Γερμανούς και στους Εγγλέζους και κατά παράξενο τρόπο, ήτανε οι ίδιοι και στα αποσπάσματα που ερχόντανε στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, 1945-1946. Δεν υπήρχε βδομάδα να μην κάνουνε έρευνα, δεν υπήρχε βδομάδα να μη μας χτυπάνε, δεν υπήρχε βδομάδα να μην μας τυραννάνε. Γιατί, «Πού είναι οι μπαμπάδες σου; Πού είναι οι δικοί σας;».
Στη Σκόδρα, τέλειωσα το φροντιστήριο αυτό, και ο Οικονόμου, ο εξαίρετος αυτός καθηγητής με φωνάζει και με διόρισαν νηπιαγωγό στην Αυλώνα.
Δεν ήξερα τι είναι νηπιαγωγός. Πάω εκεί πέρα και λέω –δεν ήθελα να ντροπιαστώ μπροστά στα παιδιά- και πάω κρυφά, και τον λέω: «Σύντροφε Γιώργη, πες μου τι θα πει νηπιαγωγός;» Και μου λέει: «Η μικρή δασκάλα».
Χάρηκα γιατί είχαμε τρεις δασκάλους στο σπίτι. Εκτός τους τρεις δασκάλους, είχαμε και την αρραβωνιαστικιά του θείου μου, που και κείνη επίσης ήταν δασκάλα.
Δασκάλα είναι ωραίο πράμα. Και πήγα δασκάλα. Πήρα 42 παιδάκια, από δυόμισι χρόνων μέχρι πέντε.
Είχα μια «μάνα», τη Σπυριδούλα τη Ζήκα απ’ το Λιτόχωρο των Ιωαννίνων. Ήμασταν και «μάνες», ήμασταν και δασκάλες, ήμασταν και αδερφές, ήμασταν και οικογένεια, ήμασταν όλα. Μαζί κοιμόμασταν, μαζί σηκωνόμασταν.
Τα παιδάκια αυτά τα είχα από 1948 μέχρι ’50 περίπου μαζί μου. Χάλασαν οι σχέσεις Ρωσίας με Αλβανία, κι έρχονται οι Αλβανίδες το βράδυ, Βορειοηπειρώτισσες και Ελληνίδες, και μου λένε:
- Να στείλουμε τους άντρες να ψαρέψουν, να φέρουν ψάρια να τηγανίσουν, να δώσουν στα παιδιά να ψυχοπιάσουν. Γιατί αύριο φεύγετε.
- Πού;
- Δεν ξέρουμε.
(ποια χρονιά;)
- Το 1948.
Ναι, συγνώμη, χάλασαν οι σχέσεις Γιουγκοσλαβίας – Ρωσίας. Έπρεπε να φύγουμε, όμως, από την Αλβανία. Δεν μπορούσε να μας κρατήσει, ήμασταν πάρα πολλά παιδιά, και έπρεπε να φύγουμε. Τέλη 1948. Ναι, 22 Δεκέμβρη 1948 ξεκινήσαμε.
Α, είχα την κακή τύχη να αρρωστήσει το παιδάκι της «μάνας» και να πάει στο νοσοκομείο, και μένω μόνη μου.
Ξεκινώ με τα παιδάκια αυτά, μας βάζουν σ’ ένα φορτηγό –για τους Αλβανούς έχω τα πιο καλά λόγια να πω, γιατί μας φέρθηκαν, μοιράστηκαν και τη μπουκιά τους, τη μπομπότα που είχανε. Το βράδυ μας τάισαν ψάρια, τα καθάριζαν και τάιζαν τα παιδάκια. Μου δώσανε εφτά τσουβάλια πορτοκάλια και μ’ ανέβασαν σ’ ένα φορτηγό. Με τα 42 παιδάκια μου.
Έφτασα στη Γιουγκοσλαβία. Φτάσαμε στη Γιουγκοσλαβία, κατεβήκαμε απ’ το φορτηγό. Περιμέναμε δεύτερο φορτηγό να μας πάει στο τραίνο.
Λίγο, πενήντα μέτρα πιο πέρα, βλέπω ένα άλλο γκρουπ παιδιών, και να φωνάζουν: «Αρετή! Αρετή!». Και βλέπω δυο αγοράκια, με το κεφάλι τους σαν την παλάμη μου.
(φωτογραφία: Υποδοχή άρρωστων παιδιών)
Δεν τα γνώρισα στην αρχή. Είχα οχτώ μήνες να τα δω. Ήταν τα αδερφάκια μου. Ο Θόδωρος κι ο Κώστας. Τρέχω να πάω εκεί, με πιάνει ο σκοπός, ο Σέρβος, και μου λέει: «Πες, Ζήτω ο Τίτο». Κι εγώ τον «τάισα» στην γλώσσα του δεν ξέρω τι. Μου φέρνει δυο χαστούκια, πάω ξανά στο γκρουπ μου.
Εκείνη τη στιγμή κοιτούσα μήπως δεν προσέξει και μπορέσω και πάω στα παιδιά, στα αδέρφια μου. Βλέπω τους ανεβάζουν στο φορτηγό. Τρέχω, σκαρφαλώνω, πατώ το πόδι μου στη ρόδα κι ετοιμαζόμουν να μπω. Κείνη τη στιγμή, ένας μεγάλος σπαραγμός παιδιών: «θεία Αρετή, θεία Αρετή…». Παρέλυσε το χέρι μου, έπεσα κάτω, κι από κείνη τη στιγμή ενηλικιώθηκα. Έγινα μεγάλος άνθρωπος, αισθάνθηκα ευθύνη.
Ποιός μου δίνει εμένα πίσω τα παιδικά μου χρόνια; Ποιός μου δίνει εμένα πίσω την εφηβική μου ηλικία;
Όχι μόνο εμένα. Όλων των παιδιών, που βρέθηκαν στην πορεία αυτής της χώρας. Ποιός; Κανένας. Μόνο η ιστορία.
Γύρισα πίσω στα παιδιά μου. Τα αδέρφια μου πήγαν στη Ρουμανία. Εγώ βρέθηκα στην Ουγγαρία.
(φωτογραφία: Keleti, ανατολικός Σιδηροδρομικός Σταθμός)
Μας ανέβασαν στο τραίνο. Μετράω τα παιδάκια μου, 41. Τρελάθηκα. Κατεβαίνω κάτω, ψάχνω. Μια Γιουγκοσλάβα μου λέει: «Τι ψάχνεις παιδί μου;». Τη λέω, ένα παιδάκι μου χάθηκε. Ήξερα λίγα σλαβομακεδόνικα, που είχα μάθει απ’ τα παιδιά, απ’ το Μιχάλη και τα άλλα παιδιά, που έπαιζα στο Πρένιες. Και το παιδί είναι σφουγγάρι, παίρνει τις γλώσσες.
Και, μαζί με την Γιουγκοσλάβα, ψάχναμε και βρίσκουμε το Κατερινάκι απ’ τη Ζέρμα, αυτό το κοριτσάκι το ξανθό με τα πολύ πολύ πολύ σγουρά μαλλιά, σαν δαχτυλίδι. Το βρίσκουμε κάτω από τη μηχανή. Το παίρνω, το αγκαλιάζω, το πάω πάνω.
Κι εκείνη τη στιγμή, είχε ένα γκιούμι νερό η Γιουγκοσλάβα, και τη λέω: «Θέλω νερό». Μου λέει: «μην του δίνεις, ψυχή μου, θα πονέσει ο λαιμός σου». Πίνω και κόβεται η φωνή μου.
Τα παιδάκια μου κλείνουν τις πόρτες, και καθάριζα πορτοκάλια, τα τάιζα, και προσπαθούσα να παίξω, να γελάσω, να φτάσουμε στον προορισμό μας.
(Πόσων χρονών ήσουν;)
Δεκατεσσάρων χρονών, ήμουν. Γι αυτό σας είπα, εφηβική ηλικία δεν έζησα.
Φτάνουμε στα σύνορα. Μπαίνει μέσα ένας ψηλός, γελαστός άντρας, κι ήταν ο Μπάμπας, ο Μιχάλης ο Οικονόμου. Και μαπίνει μια ωραία κυρία, που ήταν η Όλτνη, η γυναίκα του τότε Υπουργού Υγείας. Και πιάσαν την μύτη τους, γιατί 42 παιδάκια.. 42 παιδάκια και τα πορτοκάλια. Και η μυρωδιά των πορτοκαλιών.
Και μου λέει: «Πού είναι η δασκάλα και πού είναι η “μάνα;». Λέω: «Εγώ». Φωνή δεν είχα. Κόπηκε η φωνή μου. Και λέει ο καημένος ο Μπάμπας τότε: «Το νιανιαράκι, είναι και βουβό». Αρπάζω το στυλό απ’ το χέρι του και του λέω: «Δεν είμαι βουβή. Βράχνιασα».
Ονομάζομαι έτσι και είμαι μόνη μου. Δεν έχω «μάνα». Και μόλις είπα το όνομά μου, με αγκαλιάζει, στάζουν τα δάκρυά του, και μου λέει: «Νιάνιαρο, από δω και πέρα εσύ θα είσαι το νιανιαράκι μου, θα είσαι το μωράκι μου, το παιδί μου».
(φωτογραφία: Ο Gyozo Karasz Γ.Γ. της Εθνικής Βοήθειας υποδέχεται 840 παιδιά)
Δεν λέω ότι πήγαμε στα μπάνια, μας καθαρίσανε κλπ. Λέω ένα πράγμα, όμως, ότι ακόμη και το 1952, που πρώτα ήμουνα σαν νηπιαγωγός και μετά η αείμνηστη Αλεξίου μου λέει: «Όχι, θα πεις δασκάλα». Και έχω το διορισμό της, με την υπογραφή της. Να ’ρθω δασκάλα στο Gsurgo, 1950-51, 1951-52, να διδάξω στις κατώτερες τάξεις. Και έτσι ήρθα εδώ (Ουγγαρία). Να διδάξω.
(φωτογραφία: Καθαριότητα και απολύμανση. Λουτρά Szechenyi)
Αυτό θυμάμαι, ότι είχαμε τριχοφάγο, ότι είχαμε τράχωμα, ότι είχαμε είχαμε ψώρα, ότι είχαμε κασίδα, ότι είχαμε φυματίωση, προφυματίωση. Κι εγώ δεν ξέρω τι αρρώστιες δεν είχαμε.
Θυμάμαι, ότι, όταν ήρθαμε πρώτη φορά εδώ στο Csurgo, το πρώτο που ήτανε… ξανά γιατρούς κλπ. Και μερικά παιδιά, και μένα μαζί, μας καλούσαν στην κουζίνα που ήταν εδώ κάτω, και μας δίναν χτυπητά αυγά με ζάχαρη, για να δυναμώσουμε. Και μετά μας δίνανε μουρουνέλαιο. Για να δυναμώσουμε.
Θυμάμαι όμως αυτό, ότι υπήρχαν παιδάκια που δεν βγαίναν κάτω απ’ το τραπέζι. Ήταν λέει ο «γαλατάς». Και προφυλασσότανε απ’ το «γαλατά», και τα’ αεροπλάνα. Δεν βγαίνανε απ’ το τραπέζι. Διηγήθηκα εχθές μια ιστορία στην κυρία, δεν θέλω να ξαναεπαναλάβω. Αλλά ήτανε κάτι τρομαχτικό, ότι τα παιδιά αυτά ήτανε ψυχικά ερείπια. Σταθήκαμε, όμως, μάνα και πατέρας και τα μεγαλώσαμε.
Το κτίριο αυτό ήταν παραμυθένιο για μας. Ήταν το πρόγραμμά του τόσο ωραίο και τόσο καλό, που τα παιδιά αισθάνθηκαν πάρα πάρα πολύ ωραία. Πέντε φορές τη μέρα τρώγαμε. Ήταν λίγο. Αλλά και ο ούγγρικος λαός δεν είχε πιο πολύ.
(φωτογραφία: Παιδικός Σταθμός “Μάρκος” στο Ujpest, παιδιά από τα χωριά των Πρεσπών, Ψαράδες κ.ά.)
Και εγώ λέω είμαι ευγνώμων στον ουγγρικό λαό, που μας δέχτηκε και μας συμπαραστάθηκε. Όσα έδωσαν αυτές οι χώρες για μας, δεν έδωσε η πατρίδα μας. Δεν έδωσε η πατρίδα μας… Κι αυτό είναι παράπονο για μας.
Εμείς δεν ήμασταν ειδικευμένοι δάσκαλοι. Αλλά είχαμε αυτούς τους ανθρώπους που ήταν πάρα πολύ, στο αριστερό κίνημα, μορφωμένοι άνθρωποι. Είχαμε αυτούς τους ανθρώπους που μας έμπνευσαν να μην ξεχάσουμε τα ελληνικά μας. Βουίζει η φωνή της Αλεξίου, να μην ξεχάσουμε τα ελληνικά μας.
Και μπορέσαμε και κρατήσαμε τα ήθη και έθιμά μας, την ελληνικότητά μας και την ταυτότητά μας. Το χρωστάμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους και στη δύναμη τη δικιά μας, που μπορέσαμε και βοηθήσαμε να μείνει αυτός ο ελληνισμός.
Αυτό θα έπρεπε απ’ την ελληνική κυβέρνηση, ένα ευχαριστώ τουλάχιστον. Δεν θέλω να πω για τις συντάξεις, δεν θέλω να πω δεν ξέρω τι, αλλά, τουλάχιστον, να αναγνωρίσουνε ότι έμεινε ένα κομμάτι ελληνικό στις άλλοτε σοσιαλιστικές χώρες και το χρωστάμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους.-»
*Μαρτυρία της Αρετής Μπακιρτζή-Σκεύη, από το βιβλίο “Παιδομάζωμα ή παιδοσώσιμο; Παιδιά του Εμφυλίου στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη”, 2012, εκδ.Επίκεντρο, ένα συλλογικό έργο, σε επιμέλεια της Ειρήνης Λαγάνη και της Μαρίας Μποντίλα**.
—
*Σημείωση: “γαλατά” ονόμαζαν οι αντάρτες το ανιχνευτικό αεροπλάνο του κυβερνητικού στρατού που έβγαινε πρωί πρωί και έκανε πολύ χαμηλές πτήσεις. Όταν εντόπιζε κάτι, ειδοποιούσε την αεροπορία.
Το εν λόγω βιβλίο, χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο αποτελείται από τα κείμενα των εισηγητών που μίλησαν στο διεθνές ιστορικό συνέδριο με θέμα “Τα παιδιά – πρόσφυγες από την Ελλάδα στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο”, που έγινε τον Οκτώβρη του 2003, στον πύργο Κάροϋ στο Φεχιρβαρτσούγκο της Ουγγαρίας.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, αποτελείται από το βιωματικό λόγο των πρωταγωνιστών [δασκάλων, "μανάδων" ("Μάνες" αποκαλούνταν οι γυναίκες που συνόδεψαν τα παιδιά κατά την έξοδό τους από την Ελλάδα και συνέχισαν να τα φροντίζουν στους νέους τόπους εγκατάστασης), και παιδιών].
Στις μαρτυρίες τους, τα άλλοτε παιδιά -με γκρίζα μαλλιά σήμερα- αλλά και οι δασκάλοι τους, μεταξύ άλλων, ανέφεραν:
“Απευθύνομαι στους αγαπητούς μου συνοδοιπόρους μιας μεγάλης πορείας, τέκνα των ηττημένων, παιδιά του Οδυσσέα, ως Αργοναύτες, με την Αργώ του εμφυλίου, που διαβήκαμε μακρινές χώρες, όχι για να επιστρέψουμε με το χρυσόμαλλο δέρας στην Ιθάκη μας, αλλά με ένα σεμνό βραχιόλι, που αυτό σημαίνει ένα επάγγελμα, μια επιστήμη, μια ειδικότητα, τον ανθρωπισμό. Με αυτά κλείνω. Στους 28.000 συναδέλφους μου, γιατί εγώ είμαι ένα από τα 28.000 παιδιά.” Μιχάλης Ράπτης
“Χάρη στα παιδιά αυτά αγάπησα την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό” Ιουλία Κούντερα
“Να δώσουμε παράσημο στις “μάνες” και στους δασκάλους που δούλεψαν σκληρά εκείνα τα χρόνια” Ευάγγελος Μπενάτος
“Ηθική υποχρέωση για ένα μεγάλο ευχαριστώ στον ουγγρικό λαό” Χρήστος Τζιντζιλώνης
“Δεν αρνούμαστε ότι διαπαιδαγωγούσαμε αυτά τα παιδιά, ότι είναι συνεχιστές του ’21, της Εθνικής Αντίστασης και της πάλης για τη δημοκρατία…” Τάκης Ψημμένος
“Αν δεν είχαμε αυτούς τους δασκάλους δε θα είμαστε τίποτα” Θεόδωρος Σεύης
“Χύθηκαν πολλά δάκρυα και από τα παιδιά που έφευγαν και από όσους μείνανε πίσω”Γιώργος Δημηρόπουλος
“Εκείνα τα χρόνια, το χωριό μας (Μπελογιάννης) ήταν το πιο αναπτυγμένο από τα γύρω χωριά” Κώστας Ριζογιάννης
“Πώς κατόρθωσαν τα παιδιά του εμφυλίου στις ανατολικές χώρες να μείνουν Έλληνες;”Μιχάλης Ράπτης
**Η Μαρία Μποντίλα, καθηγήτρια φιλόλογος και διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μία εκ των επιμελητών του συγκεκριμένου βιβλίου, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs, την δική της εμπειρία από την συμμετοχή της στο συνέδριο:
“Το μέρος που εξελίχθηκε το εν λόγω συνέδριο, επιλέγη, γιατί σ΄ αυτόν τον πύργο φιλοξενήθηκαν πολλά ελληνόπουλα τα οποία με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και κάτω από τις γνωστές συνθήκες βρέθηκαν εκτός των ελληνικών συνόρων.
Ο πύργος αυτός, που ανακαινίστηκε πρόσφατα και ο οποίος βρίσκεται μέσα σε ένα δάσος από καστανιές, ανήκε στην οικογένεια Κάροϋ και μετά την πολιτική αλλαγή στην Ουγγαρία το 1945 πέρασε στο Ουγγρικό κράτος το οποίο το διέθεσε για τη φιλοξενία των ελληνόπουλων. Μετά τη δεύτερη πολιτική αλλαγή στην Ουγγαρία το 1999, ξαναγύρισε στα χέρια των παλιών κληρονόμων .
Η οικογένεια Κάροϋ σε συνεργασία με το Ουγγρικό κράτος άρχισε την ανακαίνιση αυτού του πύργου με σκοπό να λειτουργήσει ως πολιτιστικό και συνεδριακό κέντρο. Η μία πτέρυγα είχε αποκατασταθεί και η πρώτη εκδήλωση, τιμής ένεκεν, ήταν το συνέδριο με θέμα “ Τα παιδιά του ελληνικού εμφυλίου πολέμου”.
Κλήθηκαν ερευνητές από όλο τον κόσμο που ασχολούνται με αυτό το θέμα, η ελληνική κοινότητα της Ουγγαρίας καθώς και τα παιδιά, μεγάλοι πια, που πέρασαν τα πρώτα χρόνια της υπερορίας τους σε αυτόν το χώρο.
Επρόκειτο για ένα συνέδριο τελείως διαφορετικό από τα άλλα, συγκινησιακά και ιδεολογικά πολύ φορτισμένο.
Κατ’ αρχάς το κοινό αποτελούνταν μόνο από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες οι οποίοι κατοικούνε μόνιμα στη Βουδαπέστη, στο χωριό Μπελογιάννη ή σε άλλα μέρη της Ουγγαρίας καθώς και από πρώην πολιτικούς πρόσφυγες που επαναπατρίστηκαν και ήρθαν ειδικά για αυτό το συνέδριο στην Ουγγαρία.
Eνδιαφέρον είχε το ότι οι ομιλητές με τις εισηγήσεις τους και οι ακροατές ως γνώστες της κατάστασης με τις παρεμβάσεις τους αναφέρονταν στο ίδιο θέμα ιδωμένο όμως από διαφορετική σκοπιά.
Στο συνέδριο αυτό αισθάνθηκα πολύ περίεργα από την αρχή μέχρι το τέλος, λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσίαζε. Αισθάνθηκα να αυτοαναιρούμαι, αίσθημα που ένοιωσαν και άλλοι εισηγητές, γιατί μιλούσαμε για τη ζωή και αναλύαμε τα γεγονότα που έζησε μια ομάδα ανθρώπων, που ήταν παρόντες, είχαν βιώσει τα γεγονότα, τα είχαν σκεφτεί και ερμηνεύσει.
Άνοιξε λοιπόν ένας διάλογος ανάμεσα στους εισηγητές και το ακροατήριο που ήθελε να καταθέσει την εμπειρία του -και καλά έκανε. Ένας διάλογος που χαρακτηριζόταν από έντονες αντιπαραθέσεις αλλά και από κοινές διαπιστώσεις.
Στο συνέδριο εκτός από τα πρώην παιδιά τροφίμους στον πύργο παρευρέθηκαν και δύο Ούγγροι δάσκαλοι των παιδιών σε αρκετά προχωρημένη ηλικία που ήρθαν από πολύ μακριά για να παρακολουθήσουν και να μιλήσουν στο Συνέδριο.
Οι δύο δάσκαλοι με πολύ συγκίνηση κατέθεσαν την εμπειρία τους και συναντήθηκαν με τους πρώην μαθητές τους με τους οποίους τους συνέδεαν ξεχωριστές καταστάσεις και συναισθήματα, αν λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκαν τα παιδιά εκεί, την ηλικία τους και το χρόνο που παρέμειναν.
Οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν για τα περισσότερα παιδιά όχι μόνο δάσκαλοι αλλά και γονείς και φίλοι και συγγενείς που τους βοήθησαν να ξεπεράσουν τα πρώτα προβλήματα, να μάθουν τη ντόπια γλώσσα, να μορφωθούν και να αποκατασταθούν. ¨
Έργο ζωής και κατάθεση ψυχής υπήρξε για αυτούς η προσφορά τους στα ελληνόπουλα.
Στην είσοδο της πτέρυγας που γινόταν το συνέδριο υπήρξε μια έκθεση με φωτογραφίες από τη ζωή των παιδιών στο παλάτι, από τις πρώτες μέρες της παραμονής τους εκεί ως τις τελευταίες που το παλάτι έκλεισε μετά την αποχώρηση και των τελευταίων ελληνόπουλων.
Σκηνές πολύ συγκινητικές εξελίχτηκαν μπροστά σε αυτές τις φωτογραφίες, όταν τα πρώην παιδιά αναγνώριζαν τους εαυτούς τους και τους φίλους τους ή θυμόντουσαν περιστατικά που είχαν ξεχάσει.-”
“Ένας συλλογικός τόμος που περιλαμβάνει επιστημονικές προσεγγίσεις αλλά και προσωπικές μαρτυρίες για ένα θέμα που συνεχίζει να απασχολεί την ελληνική κοινωνία. Το ερωτηματικό του τίτλου για το αν ήταν παιδομάζωμα ή παιδοσώσιμο είναι ενδεικτικό.”
Η Ειρήνη Θ. Λαγάνη είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Διεθνούς Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης (Universite de Paris I, Panteon-Sorbonne) και καθηγήτρια Μεταπολεμικής Ιστορίας της Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το συγγραφικό της έργο και τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα στρέφονται γύρω από τον Ψυχρό Πόλεμο, τους πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου και τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας.
Η Μαρία Μποντίλα είναι καθηγήτρια φιλόλογος, διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει μελετήσει την εκπαίδευση των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στις χώρες υποδοχής τους. Ασχολείται με θέματα Ιστορίας και Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, με τις Σπουδές Φύλου και τη Μεθοδολογία της Έρευνας. Στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά της ανήκει επίσης η μελέτη του ρόλου της λογοτεχνίας στη δόμηση ταυτοτήτων και συλλογικής μνήμης. Εργασίες της έχουν δημοσιευτεί σε πρακτικά συνεδρίων, συλλογικούς τόμους και περιοδικά, ελληνικά και ξένα.
0 σχόλια