Στις 16 Απρίλη 1949, ο Τάκης Φίτσος και οι σύντροφοί του εκτελούνται από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς στο νεκροταφείο της Χαλκίδας.
Σήμερα, δημοσιεύουμε δύο κείμενα του Τ. Φίτσου, που γράφτηκαν τις δύο προηγούμενες «αυγές», πριν την εκτέλεσή του. Την αυγή της 14ης και της 15ης Απρίλη. Και ο τρόπος που αντιμετωπίζει το θάνατο, ήταν ίδιος με αυτόν που αντιμετώπισε τη ζωή: Ηρεμα. Χωρίς φόβο. Κοιτώντας κατάματα. «Να σε φοβηθώ;», ρωτά το Χάρο. «Μα όχι», απαντά ο ίδιος.
Αναλαμβάνει Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά και με την ίδρυση της κυβέρνησης του βουνού, το '44, τοποθετείται πρόεδρος της Διοίκησης. Μετά τη Βάρκιζα προσφέρει τις υπηρεσίες του στον «Ριζοσπάστη» στην Αθήνα.
Καταγωγή και καταβολές
Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, μα διάλεξε το δρόμο και τη μοίρα των φτωχών, όπως έκανε και ο φίλος του Θανάσης Κλάρας - Αρης Βελουχιώτης, ο αρχηγός των Ανταρτών.
Σόι με αγωνιστικές ρίζες και παραδόσεις. Ο Τ. Φίτσος πήρε το όνομα του παππού του Δημήτρη, που νεαρός υπήρξε πολεμιστής του 1821, και πέθανε το 1870, ενώ ο πατέρας του (ο προπάππους του Τάκη) σκοτώθηκε στην Επανάσταση του '21
Τα τελευταία κείμενα του Τάκη Φίτσου
Οδηγούμενος στο εκτελεστικό απόσπασμα με τους συναγωνιστές του, βγάζει την καπαρντίνα του και τη δίνει στον νεκροθάφτη, «πάρτην εσύ σύντροφε, εμένα δε μου χρειάζεται εκεί που πάω».
Σε λίγο η φωνή του αποσπασματάρχη: «Επί σκοπόν»...
Οι μελλοθάνατοι: «Ζήτω η ΕΛΛΑΔΑ, Ζήτω το ΚΚΕ»...
Η ομοβροντία και ...άκρα του τάφου σιωπή, καθώς και η πικρή ειρωνεία του ποιητή «κανείς δεν άκουσε τα βόλια».
Τα λόγια ενός μελλοθάνατου,
Ενατη μέρα μετά την καταδίκη.
«Περιμένοντας από αυγή σε αυγή το θάνατο περιμένοντάς τον σίγουρα, σιγουρότατα, άρχισα να εξοικειώνουμαι τόσο πολύ, μα τόσο πολύ μ' αυτόν, ώστε όχι μόνο να μην αισθάνομαι κανένα αίσθημα δυσφορίας γι' αυτόν, όχι μόνο να μην τον φοβάμαι, να μην τον απεχθάνουμαι, αλλά και να μη μου καίγεται καρφί γι' αυτόν τον περίφημο παλικαρά. Και το σπουδαιότερο: Να μην μπορώ να ερμηνεύσω σε όλο το βάθος και σε όλο του το πλάτος αυτό το παναιώνιο αίσθημα φόβου, απέχθειας, δυσφορίας, τρόμου των ανθρώπινων όντων μπροστά σ' αυτό που λέμε "θάνατος". Δεν μπορεί να βρει μέσα μου δικαίωση αυτό το γεμάτο άλγος αίσθημα των ανθρώπων. Γιατί τάχα να φοβόμαστε; Γιατί; Και η ζωή; Οι χαρές κι οι γλύκες της ζωής; Να, ένα ερώτημα που ανεβαίνει αυθόρμητα και γεμάτο από ένα μελαγχολικό παράπονο από τα αβυσσαλέα έγκατα του αγαπημένου, του πολυαγαπημένου μου εαυτού. Ξαφνικά, απότομα, επιτακτικά, οργίλο, γεμάτο φωτιά και λαύρα διαμαρτυρίας. Απαντώ, εύκολα, αβίαστα, αδίσταχτα απαντώ. Γνώρισα αυτές τις χαρές κι αυτές τις γλύκες. Ομως δε δέθηκα μαζί τους. Ναι, δε δέθηκα. Κι αυτό στάθηκε η μεγαλύτερη ικανότητά μου, αυτό στάθηκε το ουσιώδες, το απόλυτο ουσιώδες, το καταπληκτικότερο κατόρθωμά μου σ' αυτή την πολυτάραχη τριαντάχρονη ζωή μου ως πολιτικού. "Πολλών ανθρώπων νόον και άστεα έγνων". Οχι, δεν αφέθηκα να αιχμαλωτισθώ απ' αυτές τις χαρές κι απ' αυτές τις γλύκες. Πουλί ελεύθερο. Γνώρισα την ανέκφραστη ηδονή της πολιτικής πάλης βαθύτατα. Αφέθηκα να πυρποληθώ απ' αυτήν. Τριάντα χρόνια εξ επαγγέλματος επαναστάτης. Ναι, δεν άφησα τον εαυτό μου να αιχμαλωτισθεί από τα θέλγητρα της Κίρκης. Μαχητής υπερήφανος. Και τώρα που εξοικειώθηκα με τον εύθυμο για μένα αυτόν ιππότη, το θάνατο, τώρα που βλέπω από αυγή σε αυγή την ιριδίζουσα πανοπλία του, αφού δεν είμαι δεμένος με αυτές τις γλύκες και τις χαρές της ζωής, να για ποιο λόγο, σαφή, σαφέστατο, όχι μόνο δεν τον απεχθάνομαι, αλλά και τον περιμένω ήσυχος, γαλήνιος νάρθει. Γνώρισα τη ζωή, γνώρισα και το θάνατο. Τι άλλο να επιθυμήσω; Τι άλλο να ποθήσω;
14/4/1949 ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ».
Δέκατη μέρα μετά την καταδίκη
«Η δέκατη αυγή. Ξύπνησα σήμερα απότομα, ξαφνικά, λίγο πριν την αυγή με την εντύπωση ότι φεύγω πια. Ηρθε, ήρθε ο θάνατος. Γελάστηκα. Ο δεσμοφύλακας χτυπούσε την κλειδαριά της πόρτας του κελιού μας για νάναι σίγουρος ότι δεν επιχειρήσαμε να δραπετεύσουμε. Γκρίνιασα λίγο μαζί του. Το κατάλαβε αμέσως και μ' άφησε να εννοήσω ότι νιώθει τη χοντροκοπιά του. Αλλοτε θα 'ναι πιο λεπτός, άλλοτε ενεργεί με κάποιο τακτ. Διάβολε, στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλούν για σκοινί και σαπούνι. Ετσι; Χαράματα είναι, το θάνατο ακριβώς τέτοιαν ώρα έπρεπε να περιμένω. Κοιμάμαι, ξυπνώ από το χτύπο της κλειδαριάς, η πόρτα θ' ανοίξει, τι να υποθέσω άλλο; Αυτήν ακριβώς την ώρα θα με ξυπνήσουν μιαν από αυτές τις αυγές, και κατ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Κατ' αυτόν. "Αχ κύριε δεσμοφύλακα, κύριε δεσμοφύλακα, με τη χοντρή μύτη...". Η δέκατη αυγή. Κι ακόμα νάρθει. Αλήθεια, τι σαχλά πράγματα μαθαίνει κανείς στο σχολείο! Γέρος, λέει, κακομούτσουνος, αγριωπός, πολύ γέρος, και τα νερά της λίμνης θολά, πολύ θολά. Εγώ όμως τώρα - ουδέν κακόν αμιγές καλού - εγώ τώρα ξέρω την Αχερουσία κι αυτόν. Τα βλέπω κάθε αυγή. Δεν είναι γέρος. Οχι. Μοιάζει με νέο, όχι πολύ νέο. Τον βλέπω να μου γνέφει χαμογελαστά. Του χαμογελώ κι εγώ. Για ποιο πράγμα τάχα να μου γνέφει και τι να θέλει; Κι είναι τα μπράτσα του γερά. Στα πλούσια μαλλιά του - ξανθά φαίνεται νάναι, από τόσο πολύ μακριά τα βλέπω - παίζουν τρελά, ερωτιάρικα, οι πρώτες ρόδινες αχτίδες του Φοίβου. Η βάρκα, η βάρκα του πόσο, πόσο γυαλίζει... Λες κι αστράφτει. Κι είναι μαύρη. Ολόμαυρη είναι η βάρκα. Και τα κουπιά. Ενα μαύρο χρώμα γυαλιστερό. Λες κι είναι καμωμένη από έβενο. Μπορεί και νάναι όλο εβένινη. Και τα νερά. Ω, τα νερά... Ησυχα, γαλήνια, διαυγή, διαυγέστατα. Και δεν ακούς ούτε ένα φλοίσβισμα. Πόση ησυχία, πόση, πόση κατάνυξη... Και στέκομαι στην ακτή, τα πόδια μου σιγοβρέχονται, ακουμπούν λίγο μες στα νερά τα βαθυγάλαζα. Κι αυτός πέρα, όχι πολύ μακριά, μου γνέφει όλο και κάτι θέλει να μου ειπεί... Τι τάχα, τι; Ω, πόσο μου είσαι γνώριμος... Μα κι εγώ, και εγώ σε περιμένω. Να σε φοβηθώ; Μα όχι. Σε είδα τις προάλλες, ένα μεσημέρι, στον ύπνο μου. Δεν ήσουν όμως ο ίδιος. Ησουν πιο νέος και πάνοπλος. Δυο πρόσωπα έχεις; Θυμάμαι το μανδύα σου, χρώμα βυσσινί, να φτάνει ως τα γόνατα. Γέλασα μαζί σου, ξαφνιάστηκα. Κρατούσες δόρυ, ασπίδα, κι ήταν η ασπίδα σου φολιδωτή σαν λέπια ψαριού. Φαρέτρα, απ' αυτές που βλέπουμε στις ζωγραφιές, τόξα και βέλη. Κι άστραφταν τα παράξενα βέλη σου αυτά, κι ήταν πολύχρωμα, πόσα χρώματα... Κι ούτε βάρκα. Η λίμνη είχε χαθεί. Εμεινε όμως αυτή εκεί η ξερή συκιά. Κι ήσουν ακουμπισμένος, έγερνες λίγο. Και κοιτούσες και τότε. Ομως ήσουν κάπως περισσότερο απ' ό,τι σε βλέπω τώρα σκεφτικός.
15/4/1949 ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ».
Την αυγή της επόμενης μέρας, 16ης Απρίλη 1949, ο Τάκης Φίτσος και οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν στο νεκροταφείο της Χαλκίδας, όπου είναι εντοιχισμένη πλάκα με τα ονόματά τους.