H μάχη της Καλλιθέας στις 24 Ιουλίου 1944 θεωρείται από τις πιο αιματηρές μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ της Αθήνας.
Έμεινε στην ιστορία της εθνικής αντίστασης για την ηρωική θυσία στην οδο Μπιζανίου.
Δέκα ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣίτες από το λόχο Χαροκόπου με οπλισμό : 3 αυτόματα, 7 ντουφέκια, 10 χειροβομβίδες και λίγα πυρομαχικά.
οχυρώθηκαν σε σπιτάκι της οδού Μπιζανίου 10, που ήταν και έδρα του φρουραρχείου. Και ύστερα από 5ωρη μάχη με ένα τάγμα σχεδόν από ταγματασφαλίτες του Μπουραντά και γερμανούς και αφού τους σώθηκαν τα πυροχαχικά αυτοκτονούν για να μην πέσουν στα νύχια των εχθρών.
Τα παλικάρια της θυσίας ήταν :
Αλεξίου Θανάσης, Ιωακειμίδης Γιάννης (17 ετών), Χατζηπουλημένος Σπύρος (17 ετών), Γαλιάτσος Δημήτρης (19 ετών), Βασιλειάδης Δημήτρης (19 ετών), Παπαδόπουλος Ιορδάνης (20 ετών), Βιτσέντζος Στέλιος (20 ετών), Γυμνόπουλος Γιώργος (21 ετών), Μυριδινός Γαβριήλ (25 ετών), Λιγνόπουλος Παύλος.
Την επομένη, 1.500 περίπου Γερμανοτσολιάδες ξαναγύρισαν και έζωσαν για δεύτερη φορά την Καλλιθέα. Σήμανε αμέσως συναγερμός. Το "χωνί" κάλεσε το λαό σε συναγερμό. Τμήματα του ΕΛΑΣ από Δουργούτι, Σφαγεία, Πετράλωνα, Παγκράτι, Ν. Σμύρνη ακόμη και από την Κοκκινιά έφτασαν για ενισχύσεις. Δέκα ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣίτες από το λόχο Χαροκόπου οχυρώθηκαν σε σπιτάκι της οδού Μπιζανίου 10, που ήταν και έδρα του φρουραρχείου. Ομαδάρχης ο 19χρονος Δ. Βασιλειάδης.Ο οπλισμός τους: 3 αυτόματα, 7 ντουφέκια, 10 χειροβομβίδες και λίγα πυρομαχικά.
Η μάχη σε λίγο άναψε για τα καλά, όλος ο λαός στο πόδι. Κλείνουν τα μαγαζιά και οι τροχιοδρομικοί κατεβαίνουν σε απεργία, που σε λίγο μετατρέπεται σε γενική. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ καθηλώνουν τους Γερμανοτσολιάδες, το σπιτάκι που είναι οχυρωμένα τα δέκα παλικάρια δέχεται από τις γύρω ταράτσες με ακροβολισμένους τους "Μπουραντάδες", καταιγισμό πυρών, που όμως αποκρούονται.
Μέσα στο σπιτάκι υπάρχει μια μάνα με τα δυο παιδιά της, θέλουν να τα σώσουν. Ενας από τους ΕΛΑΣίτες βγαίνει με σημαία άσπρη και φυγαδεύει τους ενοίκους του σπιτιού. Ομως μια σφαίρα τον ρίχνει κάτω νεκρό.
Πέντε ώρες κράτησε η πολιορκία. Οταν πια καταλαβαίνουν οι ηρωικοί ΕΠΟΝίτες μαχητές ότι δεν έχουν σωτηρία, αυτοκτονούν για να μην πέσουν στα νύχια των εχθρών, περνώντας έτσι στην ΑΘΑΝΑΣΙΑ.
Στη μάχη της Καλλιθέας συμμετέχει από τη θέση του β΄ καπετάνιου του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ ο Ορέστης Μακρής (Γιάννης). Στο βιβλίο του Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας αναφέρεται με λεπτομέρειες στη μάχη της Καλλιθέας και καταθέτει μεταξύ άλλων και μια ενδιαφέρουσα προσωπική μαρτυρία για τον επικεφαλής των ταγμάτων ασφαλείας συνταγματάρχη Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, υπεύθυνο για τη δολοφονία εκατοντάδων πατριωτών, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο Μπλόκο της Κοκκινιάς και άλλα μπλόκα στις ηρωικές συνοικίες της Αθήνας.
Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, διοικητής του «1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών» (επίσημη ονομασία των Γερμανοτσολιάδων), όταν τον συναντά ο συγγραφέας του βιβλίου βρίσκεται «φυλακισμένος» και περιμένει τη «δίκη» του μαζί με άλλους δοσίλογους. Τον Μάρτη του 1947 το Γ΄ Δικαστήριο δωσιλόγων θα τον αθωώσει μαζί με άλλους προδότες και εγκληματίες και στη συνέχεια θα προαχθεί για τις υπηρεσίες του σε υποστράτηγο του κυβερνητικού στρατού. Θα τιμηθεί και επί χούντας που, εκτός των άλλων τιμών… θα διορίσει και τον ανιψιό του Νίκο δήμαρχο στην Κοκκινιά!
Χαρακτηριστικά είναι επίσης και τα όσα αναφέρει στον συγγραφέα για τη μάχη της Καλλιθέας ο αστυνόμος Χρύσανθος Μπεκιάρης, δεξί χέρι του Μπουραντά, που… κατηγορεί με αγανάκτηση όσους του έδιναν εντολές να βασανίζει και να δολοφονεί έλληνες πατριώτες…
Tο σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του καπετάν Γιάννη – Ορέστη Μακρή.
ΠΛΥΤΖΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ
Ο συνεργάτης των Γερμανών «πρωθυπουργός» Ράλλης (δεξιά) και ο επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας Αττικής Πλυτζανόπουλος (με τη σημαία)
Το καλοκαίρι του 1946 οι μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις με συνέλαβαν για συμμετοχή μου στην οργάνωσή μας μέσα στο στρατό. Με παρέπεμψαν στο στρατοδικείο για παράβαση του νόμου 375 «περί κατασκοπείας».
Ύστερα από ένα μήνα «ανακρίσεις» και βασανιστήρια στα υπόγεια μιας «βίλας» στην Εκάλη, με μετέφεραν μαζί με 15 άλλους συντρόφους, (τον Τάσο Ρασιά, τον Κούρναβο, τον υπολοχαγό Αριστείδη Παπαδόπουλο, το λαχαγό Ευάγγελο Μονιάκη, το Νίκο Καστρινή, τον Πανταζή, το Γιάννη Μαυρομάτη, το Γαβρίλο Μανιά, το Μπαρτζάκα και άλλους) στις φυλακές του Σταδίου (αποδυτήρια).
Εκεί κρατούσαν σαν υπόδικους όλους τους «έλληνες» γερμανοκατάσκοπους της Μέσης Ανατολής, περίπου 50. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο αρχηγός της γερμανικής κατασκοπείας Μέσης Ανατολής γερμανός Ζάιτς, ο «συνταγματάρχης» Πλυτζανόπουλος, ο βασανιστής της «Ειδικής Ασφάλειας» ανθυπομοίραρχος Παπαγρηγοράκης, οι βασανιστές χωροφύλακες Κουρεμπανάς και Γραφάκος και 10 ακόμα υπαξιωματικοί – βασανιστές γερμανοτσολιάδες.
Ο δικός μας ερχομός στις φυλακές δεν άρεσε καθόλου στον Πλυτζανόπουλο, γιατί μέχρι τότε είχε μετατρέψει το δωμάτιο που τον κρατούσαν σε «γκαρσονιέρα», όπου δεχόταν καθημερινά μια στρουμπουλή νεαρή κοπέλα. Όταν το βράδυ έκλειναν τα κελιά μας, αυτός έφευγε ελεύθερος για το σπίτι του και γύριζε πάλι το πρωί!
Γι’ αυτό έβαλε σαν σκοπό του να μας διώξει κι άρχισε τις προκλήσεις με τους δικούς του, προσπαθώντας να παρασύρει ενάντιά μας και τους γερμανοκατάσκοπους. Σε μια τέτοια απόπειρα να μας λιανίσουν στο ξύλο, για να μας πάρουν με τα φορεία, όταν ο Πλυτζανόπουλος είδε απ’ τα σκαλιά, ότι θα τα βρουν σκούρα οι παλικαράδες του, άρχισε να φωνάζει:
«Σταματήστε ρέεε! Παπαγρηγοράκη πάρε τους δικούς σου και γρήγορα μέσα στα κελιά σας. Δεν είσαστε, ρε, άξιοι να τα βάλετε με τα κομμούνια. Αν δεν είχαν το «μίασμα» του κομμουνισμού, θα γινόμουν εγώ αρχηγός τους, γιατί είναι πραγματικά παλικάρια…»
Τότε του φωνάζω κι εγώ: «Ναι, αλλά δε μας ρώτησες εμάς αν θα σε δεχόμαστε για αρχηγό μας.»
Από τότε δε μας ξαναπροκάλεσαν. Αντίθετα ο Πλυτζανόπουλος γινόταν «λαλίστατος» και διηγόταν στο προαύλιο τα «κατορθώματά» του. Σε μια τέτοια «ρητορική του ευφορία» έλεγε, ανάμεσα σε βωμολοχίες, στρίβοντας συνέχεια το τσιγγελωτό μουστάκι του με τη βαριά του φωνή, στους ακροατές του (τον επικεφαλής της φρουράς ανθυπομοίραρχο και δυο – τρεις ύποπτους επισκέπτες του) για τη μάχη της Καλλιθέας:
«… Με κάλεσε ο πούσ… ο Ράλλης (εννοούσε τον κούισλιγκ πρωθυπουργό) στο γραφείο του. Ήταν εκεί και ο γερμανός στρατηγός των ΕΣ-ΕΣ και μου λέει: θέλουμε 100.000 εργάτες για τη Γερμανία. Πρέπει να τους μαζέψεις σ’ ένα μήνα. Είσαι ελεύθερος να ενεργήσεις όπως θέλεις. Σκότωσε, κρέμασε, κάψε όσους νομίζεις, θα σε ενισχύουν και μονάδες των ΕΣ-ΕΣ, αρκεί να φέρεις τους 100.000 που θέλουν οι γερμανοί. Τώρα ο πούσ… τα γυρίζει και λέει ότι ενεργούσε βάσει εντολών του αγγλικού στρατηγείου και ρίχνει τα βάρη σε μένα για το αίμα που χύθηκε. Βγάζει την ουρά του και λέει πως τα έκανα όλα με δική μου πρωτοβουλία. Μόλις πήρα τη διαταγή, σχηματίζω ένα κοινό επιτελείο, με τον Μπουραντά, το Γρίβα, τον Γκίνο κι έναν ταγματάρχη γερμανό. Είχαμε στη διάθεσή μας περίπου 1200 άνδρες. Την πρώτη μέρα θα ξεκαθαρίζαμε τις ανατολικές συνοικίες (23.7.44), που γειτόνευαν με τη λεωφόρο Συγγρού, για να μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ανενόχλητοι κυκλωτικό ελιγμό απ’ τη γέφυρα του Κουκακιού προς την οδό Δήμητρας, να καταλάβουμε το αμαξοστάσιο και να μπλοκάρουμε όλους τους ελασίτες της Καλλιθέας. Αλλά οι πούσ… τα κομμούνια, ενώ φτάσαμε ως την οδό Αρτάκης μας ξέφευγαν, μόλις τους πλησιάζαμε μας έριχναν και φεύγανε. Δε μπορέσαμε να πιάσουμε ούτε έναν.
Έκανε κι ο Μπουραντάς μια ψευτοεπίθεση το απόγευμα στην Καλλιθέα, για να τους ξεγελάσουμε και να τους πιάσουμε στον ύπνο.
Μετά τα μεσάνυχτα συγκεντρώσαμε όλες μας τις δυνάμεις στο Κουκάκι και τις χωρίσαμε σε τρία σώματα. Το 1ο με το Γυίβα και τους 200 χίτες του, θα έπιαναν όλες τις γέφυρες του ηλεκτρικού, απ’ το θησείο ως την Καλλιθέα, για να μη μπορούν τα κομμούνια να φύγουν από κει. Το 2ο με τους μπουραντάδες, τους χωροφύλακες και τους ευζώνους, γύρω στους 700, θα έδιναν το κύριο χτύπημα απ’ τα Παλαιά Σφαγεία και Χαροκόπου. Και, τέλος το 3ο με 300 ευζώνους θα ξεκινούσαν απ’ τη γέφυρα του Κουκακιού προς τη λεωφόρο Συγγρού να μπλοκάρουν τα κομμούνια στην οδό Δήμητρας. Έτσι θα τους κυκλώναμε και θα τους πιάναμε όλους. Ύστερα με την άνεσή μας θα μαζεύαμε 10 και 20 χιλιάδες εργάτες για το Ράλλη και τους γερμανούς. Είχαμε κι ένα λόχο από γερμανούς με πολυβόλα και όλμους, για να τους ρίξουμε, όπου βρίσκαμε αντίσταση. Φαίνεται όμως πως οι πούσ… είχαν πληροφορηθεί το σχέδιό μας και μας περίμεναν. Χρειάστηκα τρεις ώρες για να τους εκτοπίσω από το λόφο Σικελίας και την ΕΛβΙΕΛΑ, κι όταν τους διώξαμε χάσαμε πολύ χρόνο στην οδό Μπιζανίου. Εκεί κολλήσαμε. Ήταν 10 παιδαρέλια και πολεμούσαν σα λύκοι.
Mου στέλνανε απανωτές αναφορές οι αξιωματικοί μου, ότι έχουν κυκλώσει ένα τάγμα ελασιτών. Τέτοιοι μαλάκ… δες ήταν. Τους έστειλα και μια διμοιρία γερμανών με δύο όλμους. Με τις βλακείες τους έχασα πολύτιμο χρόνο πιστεύοντας πως είχα κυκλώσει τις κύριες δυνάμεις τους.
Όταν είδα το απόγευμα με τα μάτια μου πως ήταν μονάχα 10, έχεσα πατόκορφα τους αξιωματικούς που μου έστελναν τις κωλοαναφορές τους.
Δίνω αμέσως διαταγή για γενική επίθεση μ’ όλες μας τις δυνάμεις να καταλάβουμε το αμαξοστάσιο της Καλλιθέας.
Τελικά φτάσαμε εκεί γύρω στις 6 το απόγευμα. Τα κομμούνια μας χτυπούσαν απ’ όλες τις ταράτσες, παράθυρα, χωρίς να τους βλέπουμε. Δεχόμαστε πυρά κι απ’ τη λεωφόρο Συγγρού, όπου είχαν φτάσει οι ελασίτες απ’ τις συνοικίες του Νέου Κόσμου και της Νέας Σμύρνης. Όταν φτάσαμε στο αμαξοστάσιο και την οδό Δήμητρας, οι κομμουνιστές είχαν εξαφανιστεί. Αλλά και μεις είμαστε κατάκοποι. Όλοι οι άνδρες είχαν φύγει από την Καλλιθέα. Πιάσαμε μοναχά καμιά εκατοσταριά ύποπτους. Είχαμε σκοτώσει και καμιά 50ριά ελασίτες, αλλά χάσαμε και μεις άλλους τόσους. Εμείς δίναμε το αίμα μας κι ο πούσ… ο Ράλλης με τους εγγλέζους τα γυρίζουν σήμερα κι αντί να με γεμίσουν παράσημα που έσωσα την Ελλάδα, με κλείσαν στη φυλακή…».
Αυτά έλεγε ο Πλυτζανόπουλος πίνοντας το καφεδάκι του στο προαύλιο της φυλακής. Και τώρα ας δούμε τι έλεγε ο αστυνόμος Χρύσανθος Μπεκιάρης, του μηχανοκίνητου του Μπουραντά, όταν πια είχε πάρει τη σύνταξή του, σε καφενείο του τέρματος Αμπελοκήπων. Μετανιωμένος και γεμάτος αγανάκτηση γι’ αυτούς που τον έβαλαν να χτυπάει και να βασανίζει τους έλληνες πατριώτες και που όταν πια δε τον χρειάζονταν τον πέταξαν σαν άχρηστο σκουπίδι στην άκρη, μια και ο Μπουραντάς δεν τον χώνευε και τον κατηγορούσε συνεχώς, γιατί τον θεωρούσε αντίζηλό του στη θέση του αρχηγού του μηχανοκίνητου.
Ο Μπεκιάρης ήταν κουμπάρος ενός παιδικού μου φίλου στους Αμπελόκηπους, του Μήτσου Τράπαλη. Ένα βράδυ που περνούσα απ’ το καφενείο, με φώναξε ο Τράπαλης και με σύστησε στο Μπεκιάρη. Αυτός απάντησε αμέσως πως με ήξερε και πως από την κατοχή είχε τις πληροφορίες του πως ήμουν στέλεχος του ΕΛΑΣ και πως πολέμησα εναντίον τους στην Καλλιθέα.
Και συνέχισε: «Αν μ’ άκουγε τότε ο Πλυτζανόπουλος, θα σας πιάναμε όλους. Του είχα προτείνει να κατέβουμε απ’ τα ξημερώματα, με τ’ αυτοκίνητά μας στον Ιππόδρομο και να σας χτυπήσουμε απ’ τις Τζιτζιφιές και την Αγία Ελεούσα. Έτσι θα σας συνθλίβαμε σαν τις συμπληγάδες πέτρες και δεν θα μας ξεφεύγατε…»
Θυμάμαι του απάντησα. «Πριν μας συνθλίψετε, πάλι Θα σας ξεφεύγαμε. Δε μπορούσατε να μας νικήσετε γιατί μας βοηθούσε ολόκληρος ο λαός της Αθήνας κι όταν έπρεπε μας έκρυβε και δε μας βρίσκατε».
Κείμενο – μαρτυρία της ποιήτριας της Εθνικής Αντίστασης Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη, της φλογερής ΕΠΟΝίτισσας –τότε, με το ψευδώνυμο Κλειώ–, από το περιοδικό της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ «Εθνική Αντίσταση». Η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη πήρε μέρος ενεργά στην Αντίσταση και πολλά ποιήματά της έγιναν τραγούδι στα χείλη του λαού μας. Μεταξύ άλλων είχε σημαντική συμβολή στον πολιτιστικό-μορφωτικό τομέα της ΕΠΟΝ και το σπίτι της στην οδό Ηρακλέους στην Καλλιθέα (εκεί όπου έγραψε και τον ύμνο του ΕΛΑΣ) ήταν ανοιχτό σε κάθε αδούλωτη ψυχή που μαχόταν για τη λευτεριά.
***
«Και στα σκολειά θα φουρτουνιάζουν των παιδιών τα στήθη σαν αρχινά ο δάσκαλος: Της Καλλιθέας η μάχη…».
Της Καλλιθέας τη μάχη! Αν τύχει νάναι απ’ τη γενιά μας ο δάσκαλος, ίσως, να μπορέσει να τη διηγηθεί με τη ζωντάνια που πρέπει. Γιατί η Ιστορία δε γράφεται με την πένα. Τη γράφει το αίμα, η αυτοθυσία και μόνο όσοι τη ζήσαν μπορούνε να την εξιστορήσουν. Αργότερα, σα θ’ αναδιφά τα χαρτιά ο ιστορικός, η μνήμη θα ’χει, πια, χάσει τη θέρμη της. Γι’ αυτό τώρα, ναι τώρα, πρέπει να γράφουμε τις ιστορίες. Για να κρατήσουν τη φλόγα που τις έχει γεννήσει. Εμείς που τα ζήσαμε τα ηρωικά τούτα χρόνια έχουμε κάποιο ιερό χρέος γι’ αυτό.
Δευτέρα ξημέρωμα. 24 Ιουλίου. Η Καλλιθέα είναι ανάστατη. Ξυπνημένοι μέσ’ στα χαράματα απ’ το ξαφνικό ξέσπασμα της μάχης, στριφογυρίζουμε μέσα στα σπίτια. Κάπου κάπου, ανάμεσα από τους όλμους και τις χειροβομβίδες ακούγεται απειλητική η φωνή των τσολιάδων.
«- Τους άτιμους! Μας φάγανε τον Κατσίδη! Πάει κι’ ο Μήτσος κι’ ο Γιάννης…
– Αντέχει μωρέ, ακόμη το σπίτι;
– Αντέχει, λέει! Φρούριο γίνηκε το καταραμένο! Πέντε ώρες τώρα χτυπιέται αλύπητα και δεν παραδίνεται. Στρωμένοι είναι οι δρόμοι από τσολιάδες και χωροφυλάκους. Ακούς δέκα παλιόπαιδα να μας ρεζιλέψουν έτσι.
– Μα σάμπως είναι μόνο το σπίτι; Σε κάθε γωνιά κι ένα μετερίζι… Έχουνε έρθει φαίνεται ελασίτες κι από το Βύρωνα κι’ από τα Σφαγεία…»
Ύστερα πάλι σιγή.
Η μάχη έχει απ’ ώρα κοπάσει. Οι δρόμοι ξαναγεμίζουν σιγά σιγά κόσμο. Κι’ όλοι τρέχουν για την οδό Μπιζανίου. Μια είδηση μεταδίδεται από στόμα σε στόμα. «Αυτοκτόνησαν, μα δεν παραδόθηκαν! Πάμε να το διαπιστώσουμε πως εδώ στη μικρή Καλλιθέα μας γίνηκε αυτό το μεγάλο πράμα. Δεν ξέρουμε ακόμη αν φύγαν οι γκεσταπίτες κι’ οι Γερμανοί. Μα δε φοβούμαστε πια. Η ψυχή μας φούντωσε από τη φλόγα των δέκα παλληκαριών.
Προσκύνημα έχει γίνει το σπίτι. Όλη η Καλλιθέα μαζεύτηκε κει. Συντρίμμια οι πόρτες και τα παράθυρα. Κόσκινο απ’ τις σφαίρες οι τοίχοι.
Τα ηρωικά κορμιά τάχουν σηκώσει. Μα το πάτωμα είναι πλημμυρισμένο από αίμα. Ένα προδοτικό δάχτυλο χάραξε μ’ αυτό αγκυλωτούς σταυρούς γύρω στους τοίχους.
Κανείς δεν μιλεί στην αρχή. Μα λίγο λίγο η αγανάκτηση, ο θαυμασμός, η κατάπληξη γίνονται λόγια. Οι γειτόνοι που παρακολούθησαν πίσω απ’ τις γρίλιες τη γίγαντα-μάχη δεν έχουν σταματημό. Μια λεπτομέρεια ο ένας, ένα όνομα ο άλλος, ο τρίτος κάποια συμπλήρωση. Κι’ η ιστορία φωτίζεται λίγο λίγο.
Να η ιστορία.
«Μια δεκαπενταριά επαναστάτες κοιμόντουσαν κείνο το βράδυ στον κήπο ενός σχολειού δίπλα. Άξαφνα ο σκοπός σάλπισε κίνδυνο. Το στέκι είχε κυκλωθεί. Τα παιδιά πολέμησαν λιονταρίσια. Μερικά ξέφυγαν. Δυο πιαστήκαν και τουφεκίστηκαν κει στον τόπο. Δέκα πρόφτασαν και μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι. Δυο χήρες και τρία παιδιά που το κατοικούσαν απόμειναν άφωνες απ’ το φόβο. Πέντε ώρες πολέμησαν δίχως ανάσα τα παλληκάρια. Άπαρτο κάστρο γίνηκε το σπίτι. Όλμοι, πολυβόλα, χειροβομβίδες χτυπούσαν αλύπητα από τις γύρω ταράτσες. Βροχή τα βλήματα γκρέμιζαν τους τοίχους. Οι γκεσταπίτες και οι λογής προδότες που τόχαν κυκλώσει σωριάζονταν όλο και περισσότεροι γύρω του. Και πήραν τα τηλέφωνα και κάλεσαν τους συμμάχους τους.
– Βοήθεια, χάνουμε τη μάχη.
Κι’ οι Γερμανοί κατεβήκαν.
– Παραδοθήτε, φώναζαν τότε στους δέκα λεβέντες. Ελπίδα δεν έχετε.
Κατεβαίνουν οι Γερμανοί.
Μα τα παλληκάρια απάντησαν όλα με μια βοή.
– Ο Ε-ΛΑΣ ΔΕΝ ΠΑ-ΡΑ-ΔΙ-ΔΕ-ΤΑΙ ΠΟ-ΤΕ. ‘Ετσι, αργά, συλλαβιστά, δυο και τρεις φορές.
Φρύαξαν οι προδότες κι οι Γερμανοί πούχαν κατεβεί σε βοήθειά τους. Η μάχη φούντωσε. Τα κουφώματα πέφταν συντρίμμια, τράνταζε ο κόσμος. Μα το πολυβόλο μέσα από το παράθυρο θέριζε ακατάπαυτα. Άξαφνα φάνηκε μια πετσέτα σ’ ένα κοντάρι.
– Λευκή σημαία, φώναξαν με χαρά οι προδότες.
Παύσατε πύρ! θα παραδοθούν.
– Έχουμε δω δυο γυναίκες και τρία παιδιά. Πάρτε τους έξω. Θα πεθάνουν απ’ την τρομάρα. Και βγήκε η εκβιαστική απόφαση:
– Μόνο αν μας τους παραδώσει ένας από σας θα σωθούν. Αλλιώς θα πεθάνουν μαζί σας.
Τα παλληκάρια δέχτηκαν τη θυσία. Άλλο δε γινόταν. Ένας θάπρεπε να παραδοθεί.
Σ’ ένα λεπτό η θυσία είχε γίνει. Οι γυναίκες και τα παιδιά σώθηκαν κι’ ο ηρωικός Επονίτης τουφεκίστηκε κει, στον τόπο, ύστερα απ την επίμονη άρνησή του να μαρτυρήσει.
– Δεν μπορούσα να πιστέψω τ’ αυτιά μου, έλεγε ο δάσκαλος που καθόταν αντίκρυ. «Ναι ή όχι», του φώναζαν. «Όχι!», είπε, κοιτάζοντάς τους κατάματα.
Και τον σκότωσαν κει στον τόπο.
Κείνη τη στιγμή, συμπλήρωσε άλλος γείτονας, ακούστηκαν απ’ το σπίτι τραγούδια. Τα παιδιά μ’ όλη τη δύναμη και τη φλόγα της ψυχής τους ψάλλαν τον Εθνικό Ύμνο. ‘Ύστερα ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί… Τίποτε άλλο… Το σπίτι βυθίστηκε στη σιγή.
– Ετοιμάζουν έξοδο, φώναζαν οι πολιορκητές και ζητούσαν να βάλουν φωτιά στο σπίτι. Μια ομάδα σίμωσε λίγο – λίγο, δειλά κι’ είδε τα παλληκάρια να πλένε στο αίμα τους. Τις ύστερες σφαίρες τις φύλαξαν για τον εαυτό τους.
Βράδυ της ίδιας μέρας. Νύχτωσε πια, ένα καντηλάκι φέγγει στο περβάζι του παραθύρου. Στεφάνια παντού, ορθά στην ταράτσα, κρεμασμένα στους τοίχους. Ταινίες, ταμπέλες, χαρτιά! Μια γρηούλα τριγυρίζει κλαίοντας. Τα παιδιά ψαχουλεύουν τα χαρτιά και διαβάζουν. Οι οργανώσεις πάνε κι’ έρχονται και φέρνουν αφιερώματα. Οι ελασίτες ψάχνουν τους τοίχους να βρούνε λίγο χώρο ανάμεσα στις τρύπες να γράψουν δυο λόγια: «Κάστρο δεν ήταν, μα άντεξε σαν κάστρο». «Διαβάτη πες στους Έλληνες πως πέσαμε για την πατρίδα». Ο κόσμος περνά και ρίχνει λουλούδια πάνω στα πηγμένα αίματα της αυλής.
Οι ψυχές είναι γεμάτες συγκίνηση. Τα μάτια δεν ξεκολλούν απ’ το σπίτι, που γίνηκε άξαφνα βωμός και προσκύνημα του λαού. Καλότυχο! Τη νύχτα τούτη, όπως γίνεται μια φορά στα χίλια χρόνια κατέβηκαν και το μοίραναν οι Μοίρες. Και μπήκε ολόισα στην αθανασία.
Αργότερα, η Καλλιθέα, η Αθήνα, ολάκερη η Ελλάδα είναι ελεύθερη πια! Τρισήμισυ μήνες πέρασαν από τότες. Στο πάνθεο του αγώνα πήραν με τη σειρά τους τη θέση τους οι ηρωικές γειτονιές. Ανάμεσά τους και η Καλλιθέα κρατά τη δική της τιμητική θέση. Και το σπιτάκι – κάστρο, στην οδό Μπιζανίου, δίπλα στ’ αδέρφι του το κάστρο, το σπιτάκι του Υμηττού, συναγωνίζεται το Κούγκι και τ’ Αρκάδι. Σ’ ένα λευκό μάρμαρο χαραγμένο γαλάζια ένα επίγραμμα τ’ ονομάζει καινούργιο χάνι της Γραβιάς. Δεν έχει, δεν μπορεί νάχει ιδιοχτήτη πια. Ανήκει στην Ελλάδα, θα γίνει μουσείο. Και τα ηρωικά παλληκάρια, τα 10 παλληκάρια, που τ’ απαθανάτισαν, ένας αστερισμός από δέκα λαμπρά αστέρια, θα στολίζουν πάντα την Ιστορία».
Κείμενο – μαρτυρία της ποιήτριας της Εθνικής Αντίστασης Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη, της φλογερής ΕΠΟΝίτισσας –τότε, με το ψευδώνυμο Κλειώ–, από το περιοδικό της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ «Εθνική Αντίσταση» katiousa.gr