Οι Γερμανοί στο Σούλι - Του Κώστα Λιολιούση
Καλοκαίρι του 1943 και οι Γερμανοί φτάνουν από την Πρέβεζα στο Φανάρι,στα καμποχώρια δηλαδή του Αχέροντα ποταμού.Η εμπροσθοφυλακή τους ανηφορίζει από τον Αρχάγγελο,φτάνει στο Μποντάρι,σήμερα Βαλανιδούσα,και στην κορυφή του βουνού ο επικεφαλής συνταγματάρχης,όρθιος πάνω στο τζίπ,σταματάει για ν’ αγναντέψει τον κάμπο της Αχερουσίας που απλωνόταν στα πόδια του.Ο αντάρτης που τον σημάδευε πίσω από τον βράχο είπε μετά ότι ο Γερμανός είχε μια έκφραση θαυμασμού στο πρόσωπό του πριν η σφαίρα τον βρει κατακούτελα.Η εμπροσθοφυλακή σταματάει και ακροβολίζεται,το κύριο σώμα καταφθάνει και ο Γερμανός στρατηγός δίνει την τρομερή διαταγή:
- Δεν γλύτωσε ο συνταγματάρχης όλο το ρωσικό μέτωπο για να τον φάει ένας Έλληνας ρέμπελος,κάψτε όλο το Φανάρι!
Έτσι κάηκαν τα εικοσιτέσσερα χωριά του Φαναριού.Σαν κάψανε το πρώτο,πολλοί Φαναρίσιοι μαζεύτηκαν στο Καστρί, που είναι σαν νησί καταμεσής της Αχερουσίας λίμνης,πιστεύοντας πως οι Γερμανοί δεν θα έμπαιναν μέσα στο βούρκο που μόνο αυτοί ήξεραν να περπατάν.Μόλις όμως είδανε τη Γερμανική φάλαγγα να στρίβει από τα ριζά του βουνού και να μπαίνει στο βάλτο,πήραν στα χέρια ό,τι μπορούσαν από το βιός τους και τρέξαν να σωθούν κατά τα βουνά,ενώ οι όλμοι έσκαγαν ανάμεσά τους.
Εμένα,τριών χρονών τότε,με πήρε στην πλάτη ένας θείος μου εφτά χρονών! Έτσι φτάσαμε στο ορεινό Κουκούλι,απ’ όπου ο πατέρας μου ο δάσκαλος έβλεπε το σχολείο του στο Καστρί να καίγεται κι’ έκλαιγε πιο πολύ τη βιβλιοθήκη του με τα χιλιάδες βιβλία που είχε με τόσο μεράκι μαζέψει όλα τα χρόνια.Άλλοι Φαναρίσιοι πήγαν κατά την Πάργα και την Ανθούσα κι’ οι πιο άτυχοι στην άνυδρη Κορύτιανη,κοντά στο Σούλι,όπου,πίνοντας νερό από ξεροπήγαδα,θερίστηκαν από τον τύφο.
Μέρες ολόκληρες οι Φαναρίσιοι,μέσα στην απόγνωση,έβλεπαν,από τις κορυφογραμμές των γύρω βουνών,ένα ένα τα χωριά τους να γίνονται στάχτη.
Τετρακόσια χρόνια κράταγε το μίσος των Τουρκοτσάμηδων για τους Σουλιώτες και τους Παρασουλιώτες του Φαναριού. Είχαν τώρα την ευκαιρία να εκδικηθούν κι’ έτσι έγιναν ένα με τους Γερμανούς.Μπροστά οι Τουρκοτσάμηδες κι’ από πίσω οι Γερμανοί, να καίνε και να σκοτώνουνε όσους χριστιανούς ήταν στις λίστες των Τουρκοτσάμηδων,τάχα ως αντάρτες του Ζέρβα η του Άρη.Γρήγορα μίλησαν και για τους Σουλιώτες:
- Στο Σούλι, εκεί πάνω στο Σούλι είναι η φωλιά των ανταρτών.Εκεί κρύβονται δύο χιλιάδες αντάρτες!
Έτσι κίνησε ένα τάγμα Γερμανών από το Φανάρι για το Σούλι.Πέρασαν από τη Γλυκή,πήραν το μονοπάτι της Τζαβέλαι- νας,αλλά εκεί στη γέφυρα τού Ντάλα τούς είδε κάποιος απ’ το Τσεκούρι κι’ απ’ τα κρυφά περάσματα έτρεξε και ειδο- ποίησε τους Σουλιώτες.Oι Γερμανοί έπιασαν ένα τσομπάνο εκεί λίγο πιο κάτω από τη Σαμονίβα και άρχισαν να τον δέρνουν αλύπητα για να μαρτυρήσει πού κρύβονται οι αντάρτες.Του κάκου αυτός φώναζε στον Τσάμη διερμηνέα πώς δεν υπάρχουν αντάρτες στο Σούλι,αλλά αυτοί συνέχιζαν μέχρι που λιποθύμησε.Στη θέση αυτή έμεινε το μισό τάγμα με τον συνταγματάρχη και οι υπόλοιποι Γερμανοί, μ’ έναν λοχαγό, ανηφόρησαν με όλες τις προφυλάξεις για το Σούλι.
Η συνέχεια από έναν Σουλιώτη παππού από το Τσαγκάρι:
-Άμα μάθαμαν εμείς ότι φτάνουν οι Γερμανοί,βάλαμαν στούς ντορβάδες μπομπότα και τυρί,πήραμαν κάπες και βελέντζες,κι’ όλοι,άντρες,γυναίκες και παιδιά κρυφτήκαμαν στο λόγγο πίσω απ’ την Κορύλα.Οι γυναίκες με παιδιά πιο μέσα,στα πυκνά,τα μωρά με το στόμα στο βυζί για να μη κλάψουν κι’ ακουστούμε και περιμέναμαν.Φάνηκαν σε λίγο ν’ ανηφορίζουν από τη Σαμονίβα,καμμιά διακοσαριά ήταν,σε γερές γραμμές,τετράδες,βαράγαν τα ποδάρια τους με βήμα στρατιωτικό.Παιδιά αμούστακα ήταν,δεκαέξη-δεκαεφτά χρονών τα κάναμαν.Δεν μας έφτανε το χάλι μας,γελάγαμαν κιόλας.Πώς γένεται να περπατάνε με βήμα πάνω στις πέτρες; Ήρθαν στην πλατεία του σχολείου,πέρασαν στα πηγάδια των καπεταναίων κι’ ύστερα άρχισαν να ψάχνουν σπίτι με σπίτι,πάντοτε με βήμα.
Μπήκαν σε μια αυλή όπου είχε ξωμείνει ένας γάϊδαρος,φαίνεται πρώτη φορά βλέπανε τέτοιο ζουλάπι,το ζυγώσανε,τρώει ένας Γερμανός μια γερή κλωτσιά.Παιδιά ήταν,άρχισαν κι’ αυτοί να κλωτσάνε το γάϊδαρο,κλώτσαγε κι’ αυτός με τα δυο του ποδάρια,γέλια και γκαρίσματα,μας έπιασαν κι’ εμάς τα γέλια.Ο λοχαγός τούς άφηνε,κατάλαβε ότι το χωριό ήταν έρημο,δεν έψαξε για μας,αλλά πήρε δρόμο να ψάχνει τα κηπάρια και τα λιγοστά μας χωραφάκια όπου είχαμαν φυτέψει λίγο ξερικό καλαμπόκι,ξέρεις,από κείνο μια σταλιά ρόκα,με πέντε σπυριά η καθεμιά.
Άνοιξε μια πέτσινη στρατιωτική τσάντα κι’ έβαλε μέσα κάμποσες ρόκες.Ύστερα μάζεψε τους φαντάρους με τη σφυρίχ- τρα,τούς έβαλε πάλι στη γραμμή και κραπ κραπ κραπ κατηφόρισαν για τη Σαμονίβα.Ο λοχαγός άνοιξε τη σάκα κι’ έδειξε στον συνταγματάρχη τα καλαμπόκια.Κούνησε το κεφάλι του αυτός,αυτά τρώνε δυο χιλιάδες αντάρτες στο Σούλι γέλασε, πάμε πίσω.Έτσι έφυγαν,αφού λευτέρωσαν και τον τσομπάνο που ήρθε και μας τα είπε.Και δεν ξαναπάτησαν στο Σούλι μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος.
Κι αυτό: Το χειμώνα του 1943 έπεσε στο Σούλι μεγάλη πείνα.Τότε οι Σουλιώτες οργάνωσαν μεγάλη καταδρομική επιχείρηση για την εξασφάλιση τροφίμων.Άφησαν τα μικρά παιδιά με τους γέρους και όλοι οι άλλοι,άντρες και γυναίκες, ξεχύθηκαν νύχτα στο Γαρδίκι της Παραμυθιάς.Οι γυναίκες άρχισαν να κλέβουν από τις αποθήκες Τούρκων (Τσάμηδων) και Γερμανών ότι έβρισκαν,μπήκαν στις στάνες και τότε χιλιάδες πρόβατα,γίδια και γελάδια πήραν ανηφόρα κατά το Σούλι μ΄ όλες τις γυναίκες από πίσω τους.Άρχισε άγριο τουφεκίδι ανάμεσα στους Τούρκους (Τσάμηδες) και τους Σουλιώ- τες,ήρθαν γρήγορα κι οι Γερμανοί από την Παραμυθιά και μέσα στο μεγάλο χαλασμό ακούστηκε από το μπαλκόνι του η σαρκαστική φωνή του Τούρκου Αγά να φωνάζει «τόφαε το πείνα το γκρέκι και δεν το πιάνει βόλι».
Σπύρος Μουσελίμης [λαογράφος από την Παραμυθιά]: "Η λάκκα του Μπότσαρη". arvanitika.blogspot.gr
Καλοκαίρι του 1943 και οι Γερμανοί φτάνουν από την Πρέβεζα στο Φανάρι,στα καμποχώρια δηλαδή του Αχέροντα ποταμού.Η εμπροσθοφυλακή τους ανηφορίζει από τον Αρχάγγελο,φτάνει στο Μποντάρι,σήμερα Βαλανιδούσα,και στην κορυφή του βουνού ο επικεφαλής συνταγματάρχης,όρθιος πάνω στο τζίπ,σταματάει για ν’ αγναντέψει τον κάμπο της Αχερουσίας που απλωνόταν στα πόδια του.Ο αντάρτης που τον σημάδευε πίσω από τον βράχο είπε μετά ότι ο Γερμανός είχε μια έκφραση θαυμασμού στο πρόσωπό του πριν η σφαίρα τον βρει κατακούτελα.Η εμπροσθοφυλακή σταματάει και ακροβολίζεται,το κύριο σώμα καταφθάνει και ο Γερμανός στρατηγός δίνει την τρομερή διαταγή:
- Δεν γλύτωσε ο συνταγματάρχης όλο το ρωσικό μέτωπο για να τον φάει ένας Έλληνας ρέμπελος,κάψτε όλο το Φανάρι!
Έτσι κάηκαν τα εικοσιτέσσερα χωριά του Φαναριού.Σαν κάψανε το πρώτο,πολλοί Φαναρίσιοι μαζεύτηκαν στο Καστρί, που είναι σαν νησί καταμεσής της Αχερουσίας λίμνης,πιστεύοντας πως οι Γερμανοί δεν θα έμπαιναν μέσα στο βούρκο που μόνο αυτοί ήξεραν να περπατάν.Μόλις όμως είδανε τη Γερμανική φάλαγγα να στρίβει από τα ριζά του βουνού και να μπαίνει στο βάλτο,πήραν στα χέρια ό,τι μπορούσαν από το βιός τους και τρέξαν να σωθούν κατά τα βουνά,ενώ οι όλμοι έσκαγαν ανάμεσά τους.
Εμένα,τριών χρονών τότε,με πήρε στην πλάτη ένας θείος μου εφτά χρονών! Έτσι φτάσαμε στο ορεινό Κουκούλι,απ’ όπου ο πατέρας μου ο δάσκαλος έβλεπε το σχολείο του στο Καστρί να καίγεται κι’ έκλαιγε πιο πολύ τη βιβλιοθήκη του με τα χιλιάδες βιβλία που είχε με τόσο μεράκι μαζέψει όλα τα χρόνια.Άλλοι Φαναρίσιοι πήγαν κατά την Πάργα και την Ανθούσα κι’ οι πιο άτυχοι στην άνυδρη Κορύτιανη,κοντά στο Σούλι,όπου,πίνοντας νερό από ξεροπήγαδα,θερίστηκαν από τον τύφο.
Μέρες ολόκληρες οι Φαναρίσιοι,μέσα στην απόγνωση,έβλεπαν,από τις κορυφογραμμές των γύρω βουνών,ένα ένα τα χωριά τους να γίνονται στάχτη.
Τετρακόσια χρόνια κράταγε το μίσος των Τουρκοτσάμηδων για τους Σουλιώτες και τους Παρασουλιώτες του Φαναριού. Είχαν τώρα την ευκαιρία να εκδικηθούν κι’ έτσι έγιναν ένα με τους Γερμανούς.Μπροστά οι Τουρκοτσάμηδες κι’ από πίσω οι Γερμανοί, να καίνε και να σκοτώνουνε όσους χριστιανούς ήταν στις λίστες των Τουρκοτσάμηδων,τάχα ως αντάρτες του Ζέρβα η του Άρη.Γρήγορα μίλησαν και για τους Σουλιώτες:
- Στο Σούλι, εκεί πάνω στο Σούλι είναι η φωλιά των ανταρτών.Εκεί κρύβονται δύο χιλιάδες αντάρτες!
Έτσι κίνησε ένα τάγμα Γερμανών από το Φανάρι για το Σούλι.Πέρασαν από τη Γλυκή,πήραν το μονοπάτι της Τζαβέλαι- νας,αλλά εκεί στη γέφυρα τού Ντάλα τούς είδε κάποιος απ’ το Τσεκούρι κι’ απ’ τα κρυφά περάσματα έτρεξε και ειδο- ποίησε τους Σουλιώτες.Oι Γερμανοί έπιασαν ένα τσομπάνο εκεί λίγο πιο κάτω από τη Σαμονίβα και άρχισαν να τον δέρνουν αλύπητα για να μαρτυρήσει πού κρύβονται οι αντάρτες.Του κάκου αυτός φώναζε στον Τσάμη διερμηνέα πώς δεν υπάρχουν αντάρτες στο Σούλι,αλλά αυτοί συνέχιζαν μέχρι που λιποθύμησε.Στη θέση αυτή έμεινε το μισό τάγμα με τον συνταγματάρχη και οι υπόλοιποι Γερμανοί, μ’ έναν λοχαγό, ανηφόρησαν με όλες τις προφυλάξεις για το Σούλι.
Η συνέχεια από έναν Σουλιώτη παππού από το Τσαγκάρι:
-Άμα μάθαμαν εμείς ότι φτάνουν οι Γερμανοί,βάλαμαν στούς ντορβάδες μπομπότα και τυρί,πήραμαν κάπες και βελέντζες,κι’ όλοι,άντρες,γυναίκες και παιδιά κρυφτήκαμαν στο λόγγο πίσω απ’ την Κορύλα.Οι γυναίκες με παιδιά πιο μέσα,στα πυκνά,τα μωρά με το στόμα στο βυζί για να μη κλάψουν κι’ ακουστούμε και περιμέναμαν.Φάνηκαν σε λίγο ν’ ανηφορίζουν από τη Σαμονίβα,καμμιά διακοσαριά ήταν,σε γερές γραμμές,τετράδες,βαράγαν τα ποδάρια τους με βήμα στρατιωτικό.Παιδιά αμούστακα ήταν,δεκαέξη-δεκαεφτά χρονών τα κάναμαν.Δεν μας έφτανε το χάλι μας,γελάγαμαν κιόλας.Πώς γένεται να περπατάνε με βήμα πάνω στις πέτρες; Ήρθαν στην πλατεία του σχολείου,πέρασαν στα πηγάδια των καπεταναίων κι’ ύστερα άρχισαν να ψάχνουν σπίτι με σπίτι,πάντοτε με βήμα.
Μπήκαν σε μια αυλή όπου είχε ξωμείνει ένας γάϊδαρος,φαίνεται πρώτη φορά βλέπανε τέτοιο ζουλάπι,το ζυγώσανε,τρώει ένας Γερμανός μια γερή κλωτσιά.Παιδιά ήταν,άρχισαν κι’ αυτοί να κλωτσάνε το γάϊδαρο,κλώτσαγε κι’ αυτός με τα δυο του ποδάρια,γέλια και γκαρίσματα,μας έπιασαν κι’ εμάς τα γέλια.Ο λοχαγός τούς άφηνε,κατάλαβε ότι το χωριό ήταν έρημο,δεν έψαξε για μας,αλλά πήρε δρόμο να ψάχνει τα κηπάρια και τα λιγοστά μας χωραφάκια όπου είχαμαν φυτέψει λίγο ξερικό καλαμπόκι,ξέρεις,από κείνο μια σταλιά ρόκα,με πέντε σπυριά η καθεμιά.
Άνοιξε μια πέτσινη στρατιωτική τσάντα κι’ έβαλε μέσα κάμποσες ρόκες.Ύστερα μάζεψε τους φαντάρους με τη σφυρίχ- τρα,τούς έβαλε πάλι στη γραμμή και κραπ κραπ κραπ κατηφόρισαν για τη Σαμονίβα.Ο λοχαγός άνοιξε τη σάκα κι’ έδειξε στον συνταγματάρχη τα καλαμπόκια.Κούνησε το κεφάλι του αυτός,αυτά τρώνε δυο χιλιάδες αντάρτες στο Σούλι γέλασε, πάμε πίσω.Έτσι έφυγαν,αφού λευτέρωσαν και τον τσομπάνο που ήρθε και μας τα είπε.Και δεν ξαναπάτησαν στο Σούλι μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος.
Κι αυτό: Το χειμώνα του 1943 έπεσε στο Σούλι μεγάλη πείνα.Τότε οι Σουλιώτες οργάνωσαν μεγάλη καταδρομική επιχείρηση για την εξασφάλιση τροφίμων.Άφησαν τα μικρά παιδιά με τους γέρους και όλοι οι άλλοι,άντρες και γυναίκες, ξεχύθηκαν νύχτα στο Γαρδίκι της Παραμυθιάς.Οι γυναίκες άρχισαν να κλέβουν από τις αποθήκες Τούρκων (Τσάμηδων) και Γερμανών ότι έβρισκαν,μπήκαν στις στάνες και τότε χιλιάδες πρόβατα,γίδια και γελάδια πήραν ανηφόρα κατά το Σούλι μ΄ όλες τις γυναίκες από πίσω τους.Άρχισε άγριο τουφεκίδι ανάμεσα στους Τούρκους (Τσάμηδες) και τους Σουλιώ- τες,ήρθαν γρήγορα κι οι Γερμανοί από την Παραμυθιά και μέσα στο μεγάλο χαλασμό ακούστηκε από το μπαλκόνι του η σαρκαστική φωνή του Τούρκου Αγά να φωνάζει «τόφαε το πείνα το γκρέκι και δεν το πιάνει βόλι».
Σπύρος Μουσελίμης [λαογράφος από την Παραμυθιά]: "Η λάκκα του Μπότσαρη". arvanitika.blogspot.gr