Γενήθηκα το ’16. Η μάνα μου είχε καφενείο στην Κρήτη, το «Βενιζελικό». Όλοι οι Βενιζελικοί ερχόντουσαν εκεί κι εγώ από μικρή άκουγα τις συζητήσεις. Θα ήμουν πέντε χρονών όταν είδα ένα καραβάνι με παιδιά και ρώτησα τη μάνα μου που πάνε. «Είναι οι αντίχριστοι οι Τούρκοι παιδί μου, τους έδιωξαν από τα σπίτια τους και γυρίζουν σε όλον τον κόσμο». Αυτή η εικόνα μου έμεινε. Μετά από λίγες μέρες βροντούσε κι άστραφτε κι έριχνε κατακλυσμούς νερό. Έμπηξα τις φωνές στον ύπνο μου για τους Τούρκους που ήταν στο δρόμο. Δεν μπορούσε να με συνεφέρει.
Ήμουν εφτά χρονών όταν ήρθαμε στην Αθήνα και γράφτηκα στο σχολείο. Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από την Κρήτη. Μέναμε σ’ ένα μικρό ημιυπόγειο στριμωγμένοι. Έβλεπα ο δάσκαλος να αγκαλιάζει τα παιδιά των πλουσίων, των γιατρών, της αστικής τάξης. Στα φτωχόπαιδα δεν μας έδινε σημασία. Αυτό μου στοίχιζε.
Ήμουν στην τρίτη τάξη, όταν πήρα τον χάρακα και πήγα στον χάρτη. «Αφού είναι ένας ο θεός, ο πανάγαθος γιατί υπάρχουν σύνορα και δεν έχουμε δικαίωμα να επικοινωνήσουμε οι άνθρωποι από την μία χώρα στην άλλη», σκέφτηκα. Εγώ, στην τρίτη δημοτικού οραματίστηκα το διεθνισμό. Από τότε είχα πολλά γιατί. Την ίδια εποχή μου έδωσε η σπιτονοικοκυρά μας ένα βιβλίο να διαβάσω. Την Κόλαση και τον Παράδεισο. Δεν κοιμήθηκα μέρες. Ο πανάγαθος, ο πανάγαθος, ο Θεός, πώς γίνεται να βλέπει να συμβαίνουν τόσα στον κόσμο; Ποια είναι η καλοσύνη του; Του έκανα κριτική. Κι από τότε όλο κριτική του κάνω.
Ο δάσκαλός μου, μου έλεγε: «Ο κόσμος ανήκει στους τολμηρούς. Εσύ Κατίνα μου είσαι τολμηρή. Μπορεί να πετύχεις στη ζωή, αλλά άκουσε παιδί μου. Για να πετύχεις στη ζωή πρέπει να έχεις στόχους και να αγωνιστείς. Αλλά μην φανταστείς πως ό, τι στόχους βάλεις στη ζωή θα πετύχεις. Θα σκοντάψεις, θα πέσεις κάτω, αλλά μην χάσεις το θάρρος σου, σήκω και ξεκίνα από την αρχή. Ο κόσμος είναι δικός σου». Αυτά ήταν τα πιστεύω μου. Τα λόγια του δασκάλου μου και η διδαχή της μάνας μου- να αγαπάω όλους τους ανθρώπους.
Ήμουν εφτά χρονών όταν ήρθαμε στην Αθήνα και γράφτηκα στο σχολείο. Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από την Κρήτη. Μέναμε σ’ ένα μικρό ημιυπόγειο στριμωγμένοι. Έβλεπα ο δάσκαλος να αγκαλιάζει τα παιδιά των πλουσίων, των γιατρών, της αστικής τάξης. Στα φτωχόπαιδα δεν μας έδινε σημασία. Αυτό μου στοίχιζε.
Ήμουν στην τρίτη τάξη, όταν πήρα τον χάρακα και πήγα στον χάρτη. «Αφού είναι ένας ο θεός, ο πανάγαθος γιατί υπάρχουν σύνορα και δεν έχουμε δικαίωμα να επικοινωνήσουμε οι άνθρωποι από την μία χώρα στην άλλη», σκέφτηκα. Εγώ, στην τρίτη δημοτικού οραματίστηκα το διεθνισμό. Από τότε είχα πολλά γιατί. Την ίδια εποχή μου έδωσε η σπιτονοικοκυρά μας ένα βιβλίο να διαβάσω. Την Κόλαση και τον Παράδεισο. Δεν κοιμήθηκα μέρες. Ο πανάγαθος, ο πανάγαθος, ο Θεός, πώς γίνεται να βλέπει να συμβαίνουν τόσα στον κόσμο; Ποια είναι η καλοσύνη του; Του έκανα κριτική. Κι από τότε όλο κριτική του κάνω.
Ο δάσκαλός μου, μου έλεγε: «Ο κόσμος ανήκει στους τολμηρούς. Εσύ Κατίνα μου είσαι τολμηρή. Μπορεί να πετύχεις στη ζωή, αλλά άκουσε παιδί μου. Για να πετύχεις στη ζωή πρέπει να έχεις στόχους και να αγωνιστείς. Αλλά μην φανταστείς πως ό, τι στόχους βάλεις στη ζωή θα πετύχεις. Θα σκοντάψεις, θα πέσεις κάτω, αλλά μην χάσεις το θάρρος σου, σήκω και ξεκίνα από την αρχή. Ο κόσμος είναι δικός σου». Αυτά ήταν τα πιστεύω μου. Τα λόγια του δασκάλου μου και η διδαχή της μάνας μου- να αγαπάω όλους τους ανθρώπους.