ΙΣΤΟΡΙΑ
Στις 18 Δεκεμβρίου 1943 τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής εκτελούν 118 κατοίκους της Δράκειας. Από τις 350 οικίες του χωριού καταστράφηκαν οι 58.
Εδώ ας δώσουμε τον λόγο σε έναν αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, το Γιώργο Θεοδώρου, που ξέφυγε κυριολεκτικά από του χάρου τα δόντια και την αφήγησή του αποθησαύρισε ο Χρήστος Βαβύλης στην έρευνά του. Διηγείται λοιπόν ο Γ. Θεοδώρου: «παραμονή του Αγίου Μοδέστου, 17 Δεκεμβρίου 1943, από το πρωί ακούγαμε εις τη θέση Αλυκόπετρα και τον αμαξιτό δρόμο πολλούς πυροβολισμούς χωρίς να μάθουμε και για ποιον λόγο γίνονταν οι πυροβολισμοί αυτοί. Όσους από του υπευθύνους των οργανώσεων ρωτούσαμε, μας έλεγαν ότι οι Γερμανοί που βρίσκονταν στα Χάνια και το Πλιασίδι, έκαναν γυμνάσια. Η μέρα πέρασε χωρίς να μάθουμε τίποτα περισσότερο. Το κοινοτικό καφενείο στην πλατεία το είχα εγώ με τον αδελφό μου. Επί πλέον είχα και το τσαγκάρικο στο οποίο δούλευα. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα ήρθε στο τσαγκάρικο ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Νικόλαος Μιλιόρδος να πάρει τα παπούτσια του. Πριν φύγει από το μαγαζί τον ρώτησα να μου πει τι έμαθε για τους πυροβολισμούς, που συνεχίζονταν ακόμη, μου είπε ότι οι Γερμανοί έκαναν γυμνάσια? και ο πρόεδρος έφυγε. Κατά τις 5 μου παράγγειλε ο αδελφός μου από το καφενείο να κλείσω το τσαγκάρικο και να πάω στο καφενείο γιατί αυτόν τον είχαν ορίσει σκοπό στον Άθωνα. Έκλεισα το τσαγκάρικο και πήγα στο καφενείο. Ήταν μόνο δύο πελάτες. Είχα κλείσει τα ρολά του καφενείου, ετοιμαζόμουνα να κλειδώσω τις πόρτες και να φύγω για το σπίτι, αφού δεν είχαμε κόσμο και έκανε τσουχτερό κρύο. Δεν πρόλαβα να κλείσω το καφενείο, αν είχα προλάβει λίγο νωρίτερα ίσως δε θα γινόταν το «μακελειό», και μπήκε μέσα ένας Γερμανός με το αυτόματο και με ακινητοποίησε. Την ίδια ώρα, ήταν περίπου μετά τις πέντε το απόγευμα, φέρανε στο δικό μου καφενείο καμιά εξηνταριά άτομα από το άλλο καφενείο, γιατί στην κάτω πλατεία υπήρχανε δύο καφενεία τότε. Μας έβαλαν και καθίσαμε. Στο μεταξύ πήραν τέσσερα τραπέζια και έβαλαν πάνω ένα πολυβόλο στραμμένο πάνω μας. Ένας Γερμανός ρώτησε ποιος είναι ο «κουμάντ». Του είπα εγώ είμαι. Από εκείνη την ώρα έκανα καφέδες και τσάγια? αυτό συνεχίσθηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Εκείνη την ώρα βγάλανε μια παρτίδα για σωματική ανάγκη, τότε βρήκε την ευκαιρία ο Γιώργος Σαραβάνης και τους έφυγε. Την ώρα εκείνη έγινε κακό μεγάλο. Μπήκε μέσα στο καφενείο ένας Γερμανός και μας είπε : «αυτόν που επιχείρησε να φύγει τον σκότωσαν?» εμείς παγώσαμε γιατί ο Γιώργος ήταν αγαπητός σε όλους μας.