Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
«Και μετά θα κάααθεσαι!»
Μπορεί να είσαι θαυμαστής του Ορσον Ουέλς, του Λόρενς Ολιβιέ, του Μάρλον Μπράντο και του Τζέιμς Ντιν, και παράλληλα να θαυμάζεις, από τους Ελληνες, (και) τον Μίμη Φωτόπουλο;
Γίνεται, καθώς στις δεκαετίες του '50 και του '60 ο Φωτόπουλος υπήρξε ένας από τους πιο δημοφιλείς, κωμικούς κυρίως, ηθοποιούς. Ενας ηθοποιός που ερμήνευε με πειστικότητα στο θέατρο και στο σινεμά -όπου έγινε ευρύτερα γνωστός- αντιπροσωπευτικούς τύπους που, λίγο πολύ, εξέφραζαν τον σύγχρονο Ελληνα: οικογενειάρχης, μικροεπιχειρηματίας, μεροκαματιάρης, μπατίρης, κομπιναδόρος, φουκαράς, μάγκας και περιστασιακά, χωρίς να ανήκει στην κατηγορία των ζεν πρεμιέ, γόης.
Και τι μάγκας...
Με το απλό και συμπαθητικό παρουσιαστικό του, κι αυτή τη χαρακτηριστική μακρόσυρτη μπάσα φωνή, διακρίθηκε επί μισό αιώνα σ' ένα πλουσιότατο ρεπερτόριο, από κλασικό ξένο θέατρο (Σέξπιρ, Τσέχοφ, Ιψεν, Γκόγκολ, Ανούιγ κ.ά.) μέχρι σύγχρονο ελληνικό -ηθογραφία, κωμωδία, φάρσα, λαϊκή σάτιρα, οπερέτα, επιθεώρηση, θεατρικές διασκευές (αξιομνημόνευτες οι επιδόσεις του στον «Δον Καμίλο» και τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ»). Εφυγε από τη ζωή (από ανακοπή) στις 29 Οκτωβρίου (σαν αύριο) 1986 (πριν από 25 χρόνια), στα 73 του. Τελευταία του θεατρική εμφάνιση δύο χρόνια πριν, το 1984, στην επιθεώρηση των Λάκη Λαζόπουλου - Γιάννη Ξανθούλη «Μια στο Καστρί και μια στο πέταλο» (μαζί με τον Λαζόπουλο). «Μάγκα οικογενειακού βεληνεκούς και νοικοκύρη Ελληνα που δεν κινδυνεύει κανείς από τη γοητεία του» τον έχει χαρακτηρίσει ο Ξανθούλης.
Γεννημένος στις 20 Απριλίου 1913 στη Ζάτουνα της Αρκαδίας (εκεί όπου η χούντα είχε στείλει τον Μίκη Θεοδωράκη για «παραθερισμό»), κοντά στη Δημητσάνα, έμεινε μικρός ορφανός από πατέρα. Αρχικά θέλησε να σπουδάσει στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά σταμάτησε στον δεύτερο χρόνο. Ακολούθησε τη φυσική του έλξη και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (Βασιλικού τότε) θεάτρου, αρχίζοντας την καριέρα του στα 19 του. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, για να βρεθεί δέσμιος στο αιγυπτιακό στρατόπεδο Ελ Ντάμπα. Σύντροφος στη ζωή και στους αγώνες η Μαργαρίτα Τσάλα, με την οποία απέκτησε δύο κόρες.
Ηθοποιός αλλά και θιασάρχης, σκηνοθέτης, συγγραφέας θεατρικών έργων και σεναρίων, ποιητής, απομνηματογράφος, δάσκαλος σε θεατρική σχολή. Με παραστάσεις ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό (όπου ελληνισμός), κάτω από αντίξοες συχνά συνθήκες. Κι από ταινίες, περί τις εκατό (που τον κρατάνε ζωντανό επαναλαμβανόμενες στα κανάλια). Μερικοί τίτλοι: «Μαντάμ Σουσού» (η πρώτη του, 1948), «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Γκόλφω», «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Μια νύχτα στον Παράδεισο», «Ματωμένα Χριστούγεννα», «Ο Βαφτιστικός», «Ο πύργος των ιπποτών», «Κάλπικη λίρα» (απολαυστικότατος αόμματος... ανοιχτομάτης, που προφανώς δεν ήξερε ότι θα μπορούσε να είχε πάρει και... σύνταξη), «Ο μισογύνης», «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά», «Το σωφεράκι», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο», «Εν πλω» (η τελευταία του, 1985). Κι από κοντά περί τα δώδεκα έργα στην τηλεόραση, ενώ συμμετείχε και σε ραδιοφωνικές εκπομπές, δίπλα (σε όλα) στους επιφανέστερους της γενιάς του.
Ζωή-ποτάμι
Τα βιώματά του καταγράφονται από τον ίδιο σε τέσσερις ποιητικές συλλογές και σε τρία πεζογραφήματα: «Ελ Ντάμπα» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»), «25 χρόνια θέατρο», «Το ποτάμι της ζωής μου» (εκδ. «Καστανιώτη»). Εξομολογείται: «Δεν γράφω για να με πούνε λογοτέχνη. Γράφω γιατί μόνο η δημιουργία μού γεμίζει τη ζωή μου. Εγώ αντί να πηγαίνω στα καζίνα και στις κοσμικές συγκεντρώσεις, προτιμώ να γράφω και να ζωγραφίζω». Γιατί υπήρξε και ζωγράφος -και ιδού πώς:
«Δεν έγινα από μόνος μου. Η... χούντα με έκανε... Στείλανε τη γυναίκα μου στη Γυάρο, διότι ήταν δημοτική σύμβουλος της Αριστεράς στο Μαρούσι. Εμεινα με τις δύο κόρες μου, μικρές τότε, να τις φροντίζω τώρα που έλειπε η μάνα τους. Αλλά γενικά η στέρηση της ελευθερίας μού κόστισε πολύ. Τυχαία βρήκα κάτι σκάρτα γραμματόσημα κι άρχισα να κάνω, αφηρημένος, διάφορα διακοσμητικά σχήματα. Αυτό συνεχίστηκε κάμποσες μέρες. Προμηθεύτηκα κι άλλα σκάρτα γραμματόσημα και σιγά σιγά άρχισα να φτιάχνω όλο και πιο ολοκληρωμένες παραστάσεις. Να μην τα πολυλογώ... πήραν έργα μου σε μια ομαδική έκθεση. Αρέσανε. Αγοραστήκανε και δύο. Και από εκεί και πέρα πήρα φόρα. Εφτασα τις δέκα εκθέσεις... Εχω πουλήσει πάνω από εκατό πίνακες».
Στο Μαρούσι ήταν το σπίτι του, όπου ο δήμος, μετά το θάνατό του, έδωσε στο θερινό του σινεμά τ' όνομα «Μίμης Φωτόπουλος». Κι ας κλείσω την αναφορά μου γι' αυτό τον περίφημο ηθοποιό και άνθρωπο με την παροιμιώδη ατάκα του στην επιθεώρηση των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου «Ανθρωποι - άνθρωποι»: «Και μετά θα κάααθεσαι...» (διαστροφικά προφητικό, θα μπορούσε να ειπωθεί, για τις μέρες μας...)
Το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα, που βρισκόταν 150 χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια, ήταν τόπος εξορίας των Ελλήνων αριστερών, κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών.
Στο βρετανικό στρατόπεδο της Αιγύπτου, στάλθηκαν πάνω από 5.000 Έλληνες αριστεροί και όχι μόνο.
Ανάμεσά τους και ο ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος.
Τα πολιτικά πιστεύω του Φωτόπουλου
Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Μίμης Φωτόπουλος εντάχθηκε στην αντίσταση και συμμετείχε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.
Λόγω της μόρφωσής του, είχε αναλάβει περισσότερο «διαφωτιστικό» ρόλο. Μετέφερε δηλαδή τις ιδέες και τη θεωρία της επανάστασης στον απλό κόσμο.
Το 1944, έγινε μέλος και στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών, της ομάδας, δηλαδή, των ηθοποιών, που πρότασσαν, μέσα από τα έργα τους, τις ιδέες της αριστεράς.
Σαν μέλος αυτού του θιάσου, συμμετείχε σε παραστάσεις που γίνονταν σε υπόγεια θέατρα, υπό το άγρυπνο μάτι ανθρώπων του ΕΛΑΣ, που φύλαγαν ηθοποιούς και θεατές από ενδεχόμενο χτύπημα.
Η σύλληψη του ηθοποιού και η εξορία
Στα τέλη του 1944, τα Δεκεμβριανά είχαν ήδη ξεσπάσει στην Αθήνα.
Οι συγκρούσεις των ανταρτών με τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάμεις ήταν καθημερινές και σφοδρές.
Πολλά σπίτια κάηκαν και χιλιάδες άνθρωποι, ακόμα και αμέτοχοι στη σύρραξη, βρήκαν τραγικό θάνατο.
Ένα από τα σπίτια που παραδόθηκαν στις φλόγες, ήταν και αυτό του Μίμη Φωτόπουλου. Η απώλεια ήταν μεγάλη.
Όχι μόνο γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του βρέθηκαν στον δρόμο, αλλά και γιατί μέσα στο σπίτι τους, τα δύο αδέλφια είχαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, με περισσότερα από 2.000 βιβλία, που κάηκαν.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945, ο Φωτόπουλος επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά.
Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου.
Ο ίδιος έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής μου»:
«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να “μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε».
Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο, με άγνωστο προορισμό.
Μέσα στο πλοίο βρίσκονταν στοιβαγμένοι Έλληνες άντρες κάθε ηλικίας. Κανείς τους δεν γνώριζε που τους πήγαιναν.
«Μας βάλανε στα έγκατα του καραβιού και μας κλείσανε πίσω από καγκελωτές σιδερένιες πόρτες, με σκοπούς μπροστά να μας φυλάνε. Ότι σαλπάραμε, το καταλάβαμε από το τράνταγμα της προπέλας, καθώς έσκιζε τα νερά του Σαρωνικού. Για που τραβάγαμε; Σίγουρα πάντως όχι για την Αίγινα».
Ο προορισμός ήταν η Ελ Ντάμπα της Αφρικής.
Η ζωή στο στρατόπεδο
Οι συνθήκες ζωής στην Ελ Ντάμπα ήταν πολύ δύσκολες.
Το στρατόπεδο είχε στηθεί πρόχειρα σε αμμόλοφους της ερήμου.
Οι Έλληνες, που δεν είχαν συνηθίσει το κλίμα της Αφρικής, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν.
Την ημέρα η ζέστη ήταν αφόρητη και το βράδυ η παγωνιά έκανε τους αιχμαλώτους να υποφέρουν.
Οι υποδομές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε συρματοπλέγματα, που έμοιαζαν με τεράστια κλουβιά.
Οι σκηνές δεν έφταναν για όλους, με αποτέλεσμα να συνωστίζονται για να κοιμηθούν.
Οι ψείρες έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους.
Το φαγητό ήταν μια ακόμη δύσκολη εμπειρία για τους εξόριστους.
Στην έρημο, οι αμμοθύελλες ήταν συχνές, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι εξόριστοι να μασάνε κόκκους άμμου, μέσα στο λιγοστό φαγητό που τους έδιναν.
Όλοι έψαχναν διεξόδους, που θα κράταγαν ζωντανή την ελπίδα για ζωή.
Ο Μίμης Φωτόπουλος βρήκε καταφύγιο στο θέατρο.
«Καιρό τώρα σκεφτόμασταν, πως μας έλειπε κάτι το ουσιαστικό. Ήταν το θέατρο. Στο κλουβί μας υπήρχε ένας θεατρώνης, ένας υποβολέας κι ένας ηθοποιός.
Μετά τις παραστάσεις που δώσαμε μες το κλουβί μας, φύγαμε για περιοδεία και στ’ απέναντι κλουβί».
Για αρκετό καιρό, ο Φωτόπουλος και η ομάδα του διασκέδαζαν τους υπόλοιπους κρατούμενους, κάνοντας κάτι δημιουργικό.
«Μας δώσανε από ένα επιστολόχαρτο να δώσουμε στους δικούς μας, ένα μήνυμα που θα ‘βαζε τέλος στην αγωνία της μάνας μου.
«Μάνα μου, βρίσκομαι στην Αφρική, στα σύρματα, χωρίς να ξέρω γιατί. Μ’ αρπάξανε βάναυσα μέσα από τη ζεστασιά σας. Είμαι καλά.
Όμως, η σκέψη μου είναι όλες τις ώρες κοντά σας. Γράψτε μου αμέσως δυο λέξεις, να μάθω κάτι για σας. Η αγωνία μου είναι τέτοια, που δεν περιγράφεται».
Η ίδια αγωνία κυρίευε όλη την οικογένεια. Έτσι, όταν ο ηθοποιός επέστρεψε, τον Μάρτιο του 1945, η ξαδέλφη του που τον αντίκρισε πρώτη, ξαφνιάστηκε τόσο, που της έπεσε από τα χέρια το ταψί με το φαγητό που κρατούσε.
Ήταν 25η Μαρτίου και ο Φωτόπουλος θεώρησε τη μέρα εκείνη, σημάδι της μοίρας.
Η περιπέτεια του ηθοποιού είχε αίσιο τέλος, αλλά ο ίδιος δεν ξέχασε ποτέ τη σκληρή εμπειρία της εξορίας.
Γι’ αυτό, η περιγραφή της περιόδου εκείνης στο βιβλίο του, είναι πολύ ζωντανή.
Οι μέρες κυλούσαν κι ενώ η ζωή στην Ελ Ντάμπα είχε μπει σε ένα ρυθμό, στην Ελλάδα, οι συγγενείς του ηθοποιού δεν είχαν καταφέρει να μάθουν τίποτα, για την τύχη του αγαπημένου τους.
«Και μετά θα κάααθεσαι!»
Μπορεί να είσαι θαυμαστής του Ορσον Ουέλς, του Λόρενς Ολιβιέ, του Μάρλον Μπράντο και του Τζέιμς Ντιν, και παράλληλα να θαυμάζεις, από τους Ελληνες, (και) τον Μίμη Φωτόπουλο;
Γίνεται, καθώς στις δεκαετίες του '50 και του '60 ο Φωτόπουλος υπήρξε ένας από τους πιο δημοφιλείς, κωμικούς κυρίως, ηθοποιούς. Ενας ηθοποιός που ερμήνευε με πειστικότητα στο θέατρο και στο σινεμά -όπου έγινε ευρύτερα γνωστός- αντιπροσωπευτικούς τύπους που, λίγο πολύ, εξέφραζαν τον σύγχρονο Ελληνα: οικογενειάρχης, μικροεπιχειρηματίας, μεροκαματιάρης, μπατίρης, κομπιναδόρος, φουκαράς, μάγκας και περιστασιακά, χωρίς να ανήκει στην κατηγορία των ζεν πρεμιέ, γόης.
Και τι μάγκας...
Με το απλό και συμπαθητικό παρουσιαστικό του, κι αυτή τη χαρακτηριστική μακρόσυρτη μπάσα φωνή, διακρίθηκε επί μισό αιώνα σ' ένα πλουσιότατο ρεπερτόριο, από κλασικό ξένο θέατρο (Σέξπιρ, Τσέχοφ, Ιψεν, Γκόγκολ, Ανούιγ κ.ά.) μέχρι σύγχρονο ελληνικό -ηθογραφία, κωμωδία, φάρσα, λαϊκή σάτιρα, οπερέτα, επιθεώρηση, θεατρικές διασκευές (αξιομνημόνευτες οι επιδόσεις του στον «Δον Καμίλο» και τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ»). Εφυγε από τη ζωή (από ανακοπή) στις 29 Οκτωβρίου (σαν αύριο) 1986 (πριν από 25 χρόνια), στα 73 του. Τελευταία του θεατρική εμφάνιση δύο χρόνια πριν, το 1984, στην επιθεώρηση των Λάκη Λαζόπουλου - Γιάννη Ξανθούλη «Μια στο Καστρί και μια στο πέταλο» (μαζί με τον Λαζόπουλο). «Μάγκα οικογενειακού βεληνεκούς και νοικοκύρη Ελληνα που δεν κινδυνεύει κανείς από τη γοητεία του» τον έχει χαρακτηρίσει ο Ξανθούλης.
Γεννημένος στις 20 Απριλίου 1913 στη Ζάτουνα της Αρκαδίας (εκεί όπου η χούντα είχε στείλει τον Μίκη Θεοδωράκη για «παραθερισμό»), κοντά στη Δημητσάνα, έμεινε μικρός ορφανός από πατέρα. Αρχικά θέλησε να σπουδάσει στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά σταμάτησε στον δεύτερο χρόνο. Ακολούθησε τη φυσική του έλξη και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (Βασιλικού τότε) θεάτρου, αρχίζοντας την καριέρα του στα 19 του. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, για να βρεθεί δέσμιος στο αιγυπτιακό στρατόπεδο Ελ Ντάμπα. Σύντροφος στη ζωή και στους αγώνες η Μαργαρίτα Τσάλα, με την οποία απέκτησε δύο κόρες.
Ηθοποιός αλλά και θιασάρχης, σκηνοθέτης, συγγραφέας θεατρικών έργων και σεναρίων, ποιητής, απομνηματογράφος, δάσκαλος σε θεατρική σχολή. Με παραστάσεις ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό (όπου ελληνισμός), κάτω από αντίξοες συχνά συνθήκες. Κι από ταινίες, περί τις εκατό (που τον κρατάνε ζωντανό επαναλαμβανόμενες στα κανάλια). Μερικοί τίτλοι: «Μαντάμ Σουσού» (η πρώτη του, 1948), «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Γκόλφω», «Οι απάχηδες των Αθηνών», «Μια νύχτα στον Παράδεισο», «Ματωμένα Χριστούγεννα», «Ο Βαφτιστικός», «Ο πύργος των ιπποτών», «Κάλπικη λίρα» (απολαυστικότατος αόμματος... ανοιχτομάτης, που προφανώς δεν ήξερε ότι θα μπορούσε να είχε πάρει και... σύνταξη), «Ο μισογύνης», «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά», «Το σωφεράκι», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο», «Εν πλω» (η τελευταία του, 1985). Κι από κοντά περί τα δώδεκα έργα στην τηλεόραση, ενώ συμμετείχε και σε ραδιοφωνικές εκπομπές, δίπλα (σε όλα) στους επιφανέστερους της γενιάς του.
Ζωή-ποτάμι
Τα βιώματά του καταγράφονται από τον ίδιο σε τέσσερις ποιητικές συλλογές και σε τρία πεζογραφήματα: «Ελ Ντάμπα» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»), «25 χρόνια θέατρο», «Το ποτάμι της ζωής μου» (εκδ. «Καστανιώτη»). Εξομολογείται: «Δεν γράφω για να με πούνε λογοτέχνη. Γράφω γιατί μόνο η δημιουργία μού γεμίζει τη ζωή μου. Εγώ αντί να πηγαίνω στα καζίνα και στις κοσμικές συγκεντρώσεις, προτιμώ να γράφω και να ζωγραφίζω». Γιατί υπήρξε και ζωγράφος -και ιδού πώς:
«Δεν έγινα από μόνος μου. Η... χούντα με έκανε... Στείλανε τη γυναίκα μου στη Γυάρο, διότι ήταν δημοτική σύμβουλος της Αριστεράς στο Μαρούσι. Εμεινα με τις δύο κόρες μου, μικρές τότε, να τις φροντίζω τώρα που έλειπε η μάνα τους. Αλλά γενικά η στέρηση της ελευθερίας μού κόστισε πολύ. Τυχαία βρήκα κάτι σκάρτα γραμματόσημα κι άρχισα να κάνω, αφηρημένος, διάφορα διακοσμητικά σχήματα. Αυτό συνεχίστηκε κάμποσες μέρες. Προμηθεύτηκα κι άλλα σκάρτα γραμματόσημα και σιγά σιγά άρχισα να φτιάχνω όλο και πιο ολοκληρωμένες παραστάσεις. Να μην τα πολυλογώ... πήραν έργα μου σε μια ομαδική έκθεση. Αρέσανε. Αγοραστήκανε και δύο. Και από εκεί και πέρα πήρα φόρα. Εφτασα τις δέκα εκθέσεις... Εχω πουλήσει πάνω από εκατό πίνακες».
Στο Μαρούσι ήταν το σπίτι του, όπου ο δήμος, μετά το θάνατό του, έδωσε στο θερινό του σινεμά τ' όνομα «Μίμης Φωτόπουλος». Κι ας κλείσω την αναφορά μου γι' αυτό τον περίφημο ηθοποιό και άνθρωπο με την παροιμιώδη ατάκα του στην επιθεώρηση των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου «Ανθρωποι - άνθρωποι»: «Και μετά θα κάααθεσαι...» (διαστροφικά προφητικό, θα μπορούσε να ειπωθεί, για τις μέρες μας...)
Το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα, που βρισκόταν 150 χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια, ήταν τόπος εξορίας των Ελλήνων αριστερών, κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών.
Στο βρετανικό στρατόπεδο της Αιγύπτου, στάλθηκαν πάνω από 5.000 Έλληνες αριστεροί και όχι μόνο.
Ανάμεσά τους και ο ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος.
Τα πολιτικά πιστεύω του Φωτόπουλου
Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Μίμης Φωτόπουλος εντάχθηκε στην αντίσταση και συμμετείχε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.
Λόγω της μόρφωσής του, είχε αναλάβει περισσότερο «διαφωτιστικό» ρόλο. Μετέφερε δηλαδή τις ιδέες και τη θεωρία της επανάστασης στον απλό κόσμο.
Το 1944, έγινε μέλος και στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών, της ομάδας, δηλαδή, των ηθοποιών, που πρότασσαν, μέσα από τα έργα τους, τις ιδέες της αριστεράς.
Σαν μέλος αυτού του θιάσου, συμμετείχε σε παραστάσεις που γίνονταν σε υπόγεια θέατρα, υπό το άγρυπνο μάτι ανθρώπων του ΕΛΑΣ, που φύλαγαν ηθοποιούς και θεατές από ενδεχόμενο χτύπημα.
Η σύλληψη του ηθοποιού και η εξορία
Στα τέλη του 1944, τα Δεκεμβριανά είχαν ήδη ξεσπάσει στην Αθήνα.
Οι συγκρούσεις των ανταρτών με τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάμεις ήταν καθημερινές και σφοδρές.
Πολλά σπίτια κάηκαν και χιλιάδες άνθρωποι, ακόμα και αμέτοχοι στη σύρραξη, βρήκαν τραγικό θάνατο.
Ένα από τα σπίτια που παραδόθηκαν στις φλόγες, ήταν και αυτό του Μίμη Φωτόπουλου. Η απώλεια ήταν μεγάλη.
Όχι μόνο γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του βρέθηκαν στον δρόμο, αλλά και γιατί μέσα στο σπίτι τους, τα δύο αδέλφια είχαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, με περισσότερα από 2.000 βιβλία, που κάηκαν.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945, ο Φωτόπουλος επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά.
Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου.
Ο ίδιος έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής μου»:
«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να “μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε».
Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο, με άγνωστο προορισμό.
Μέσα στο πλοίο βρίσκονταν στοιβαγμένοι Έλληνες άντρες κάθε ηλικίας. Κανείς τους δεν γνώριζε που τους πήγαιναν.
«Μας βάλανε στα έγκατα του καραβιού και μας κλείσανε πίσω από καγκελωτές σιδερένιες πόρτες, με σκοπούς μπροστά να μας φυλάνε. Ότι σαλπάραμε, το καταλάβαμε από το τράνταγμα της προπέλας, καθώς έσκιζε τα νερά του Σαρωνικού. Για που τραβάγαμε; Σίγουρα πάντως όχι για την Αίγινα».
Ο προορισμός ήταν η Ελ Ντάμπα της Αφρικής.
Η ζωή στο στρατόπεδο
Οι συνθήκες ζωής στην Ελ Ντάμπα ήταν πολύ δύσκολες.
Το στρατόπεδο είχε στηθεί πρόχειρα σε αμμόλοφους της ερήμου.
Οι Έλληνες, που δεν είχαν συνηθίσει το κλίμα της Αφρικής, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν.
Την ημέρα η ζέστη ήταν αφόρητη και το βράδυ η παγωνιά έκανε τους αιχμαλώτους να υποφέρουν.
Οι υποδομές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε συρματοπλέγματα, που έμοιαζαν με τεράστια κλουβιά.
Οι σκηνές δεν έφταναν για όλους, με αποτέλεσμα να συνωστίζονται για να κοιμηθούν.
Οι ψείρες έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους.
Το φαγητό ήταν μια ακόμη δύσκολη εμπειρία για τους εξόριστους.
Στην έρημο, οι αμμοθύελλες ήταν συχνές, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι εξόριστοι να μασάνε κόκκους άμμου, μέσα στο λιγοστό φαγητό που τους έδιναν.
Όλοι έψαχναν διεξόδους, που θα κράταγαν ζωντανή την ελπίδα για ζωή.
Ο Μίμης Φωτόπουλος βρήκε καταφύγιο στο θέατρο.
«Καιρό τώρα σκεφτόμασταν, πως μας έλειπε κάτι το ουσιαστικό. Ήταν το θέατρο. Στο κλουβί μας υπήρχε ένας θεατρώνης, ένας υποβολέας κι ένας ηθοποιός.
Μετά τις παραστάσεις που δώσαμε μες το κλουβί μας, φύγαμε για περιοδεία και στ’ απέναντι κλουβί».
Για αρκετό καιρό, ο Φωτόπουλος και η ομάδα του διασκέδαζαν τους υπόλοιπους κρατούμενους, κάνοντας κάτι δημιουργικό.
«Μας δώσανε από ένα επιστολόχαρτο να δώσουμε στους δικούς μας, ένα μήνυμα που θα ‘βαζε τέλος στην αγωνία της μάνας μου.
«Μάνα μου, βρίσκομαι στην Αφρική, στα σύρματα, χωρίς να ξέρω γιατί. Μ’ αρπάξανε βάναυσα μέσα από τη ζεστασιά σας. Είμαι καλά.
Όμως, η σκέψη μου είναι όλες τις ώρες κοντά σας. Γράψτε μου αμέσως δυο λέξεις, να μάθω κάτι για σας. Η αγωνία μου είναι τέτοια, που δεν περιγράφεται».
Η ίδια αγωνία κυρίευε όλη την οικογένεια. Έτσι, όταν ο ηθοποιός επέστρεψε, τον Μάρτιο του 1945, η ξαδέλφη του που τον αντίκρισε πρώτη, ξαφνιάστηκε τόσο, που της έπεσε από τα χέρια το ταψί με το φαγητό που κρατούσε.
Ήταν 25η Μαρτίου και ο Φωτόπουλος θεώρησε τη μέρα εκείνη, σημάδι της μοίρας.
Η περιπέτεια του ηθοποιού είχε αίσιο τέλος, αλλά ο ίδιος δεν ξέχασε ποτέ τη σκληρή εμπειρία της εξορίας.
Γι’ αυτό, η περιγραφή της περιόδου εκείνης στο βιβλίο του, είναι πολύ ζωντανή.
Οι μέρες κυλούσαν κι ενώ η ζωή στην Ελ Ντάμπα είχε μπει σε ένα ρυθμό, στην Ελλάδα, οι συγγενείς του ηθοποιού δεν είχαν καταφέρει να μάθουν τίποτα, για την τύχη του αγαπημένου τους.