Αγγελος Σικελιανός, ο δημιουργός του «Πνευματικού εμβατήριου». Ποιητής από το γένος των αϊτών
«Το έργο του Αγγελου Σικελιανού δεν είχε τη μοίρα που του άξιζε. Πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό του δεν διαθέτουμε ακόμη μια έκδοση αντάξιά του, οι σοβαρές μελέτες για αυτόν μετριούνται στα δάχτυλα, η προσοχή του αναγνωστικού κοινού στράφηκε προς άλλους ποιητές», διαβάζω σε αφιέρωμα στον Σικελιανό του περιοδικού «Νέα Εστία» πριν από δέκα χρόνια (στα 50 χρόνια από τον θάνατό του).
Εχει προηγηθεί ένα αφιέρωμα από το ίδιο περιοδικό το 1952 (ένα χρόνο μετά τον θάνατό του) κι έχει ακολουθήσει ένα τρίτο το 2005 (στα 55 χρόνια).
Εχει αλλάξει έκτοτε κάτι σχετικά με τη μοίρα του έργου του Σικελιανού, έτσι όπως καταγράφεται στο περιοδικό; Προφανώς, απ' ό,τι γνωρίζω, όχι. Να μνημονεύσουμε (και) από αυτή τη στήλη τον ποιητή, καθώς στις 19 Ιουνίου συμπληρώνονται 60 χρόνια από τότε (1951) που έφυγε από τη ζωή στα 67 του.
«Ομπρός, βοηθάτε»
Στον περισσότερο κόσμο ο Σικελιανός είναι γνωστός από την περίφημη ποιητική νεκρολογία στην κηδεία του Κωστή Παλαμά, στις 23 Φεβρουαρίου 1943 -την πρώτη πνευματική πράξη αντίστασης στην Κατοχή- που αρχίζει με τους στίχους:
«Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, / δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ώς πέρα... / Βογγήστε, τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές / σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα! / Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!».
Και τελειώνει:
«Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, / δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ώς πέρα... / Βόγγα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές / της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!».
Ακόμη, από το «Πνευματικό εμβατήριο» (γραμμένο το 1945), που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης το 1969, όντας εξόριστος στη Ζάτουνα, και παρουσίασε τον επόμενο χρόνο, ελεύθερος πλέον, στο «Αλμπερτ Χολ» του Λονδίνου, με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη - απ' όπου και οι θριαμβικοί στίχοι:
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, / ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο! [...] Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν' ανέβει ο ήλιος, / σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ' το γαίμα [...] Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας / στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!»
Ολίγα τινά για τον βίο του ποιητή: Γεννήθηκε το 1884 στη Λευκάδα. Από το 1900 στην Αθήνα. Γράφεται στη Νομική, αλλά δεν συνεχίζει. Το 1901 δοκιμάζεται ως ηθοποιός, χωρίς να επιμείνει ιδιαίτερα, καθώς τον ίδιο χρόνο δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1906 γνωρίζεται με την πλούσια Αμερικανίδα Ευελίνα (Εύα) Πάλμερ (δέκα χρόνια μεγαλύτερή του) κι ένα χρόνο αργότερα παντρεύονται. Το 1909 γεννιέται ο γιος τους Γλαύκος (πέθανε το 1994 στην Αμερική). Το 1927 οργανώνουν τις Δελφικές Γιορτές, που επαναλαμβάνονται το 1930, με έξοδα της Εύας. Το όραμά τους για την αναβίωση της Δελφικής Ιδέας δεν βρίσκει συμπαραστάτες. Ευτυχώς, υπάρχει η ποίηση.
Με τον Καζαντζάκη
Το 1938 γνωρίζεται με την Αννα Καμπανάρη -Καραμάνη (είκοσι χρόνια μικρότερή του), σύζυγο του γιατρού Γιώργου Καραμάνη. Χωρίζουν αμφότεροι και το 1940 παντρεύονται. Η Εύα επιστρέφει στην Αμερική. Θα ξανάρθει στην Ελλάδα μετά τον θάνατο του ποιητή και θα πεθάνει ένα χρόνο αργότερα (1952, στα 78 της), έχοντας ζητήσει να ταφεί κοντά του, στους Δελφούς, όπου και το σπίτι (σήμερα Μουσείο Δελφικών Εορτών Σικελιανού) που είχαν φτιάξει το 1927. Η Αννα θα ζήσει 55 χρόνια μετά τον θάνατο του Αγγελου, ώς το 2006, στα 102 της, και θα ταφεί στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Από τις σημαντικές σχέσεις του Σικελιανού ήταν αυτή με τον Νίκο Καζαντζάκη, που άρχισε το 1914 και κράτησε, με κάποια διαλείμματα, χρόνια - μέχρι που έγιναν κουμπάροι, όταν το 1945 η Εύα και ο Αγγελος πάντρεψαν την Ελένη και τον Νίκο (που συζούσαν από το 1926). Μαζί (Σικελιανός και Καζαντζάκης) συμπορεύτηκαν σε ιδέες και ταξίδια, μαζί είχαν προταθεί για ακαδημαϊκοί, μαζί και για το Νόμπελ, χωρίς να αξιωθούν ούτε το ένα ούτε το άλλο - «θαμμένοι» από ντόπιες πολιτικές και ομότεχνους. Ιδού μερικές γραμμές από το πορτρέτο του Σικελιανού, που φιλοτεχνεί ο Καζαντζάκης στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο»:
«Ηταν πολύ ωραίος, και το 'ξερε. Ηταν μεγάλος λυρικός ποιητής, και το 'ξερε. Είχε γράψει ένα μεγάλο τραγούδι θαμαστό -ποιητική ατμόσφαιρα, στίχος, ατμόσφαιρα, στίχος, γλώσσα, αρμονία μαγική- δε χόρταινα να το διαβάζω και να το χαίρουμαι. Ηταν ο ποιητής ετούτος από το γένος των αϊτών - με το τίναγμα των φτερών έφτανε στην κορυφή [...] Αληθινά, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, ένιωσα πως ο νέος αυτός τιμάει το ανθρώπινο γένος».
0 σχόλια