Νίκος Γόδας. Ο κομμουνιστής ποδοσφαιριστής

 

Ήταν ο μεγάλος παίκτης που με τις ενέργειές του ξεσήκωνε τους φιλάθλους στις κερκίδες. Ο Νίκος Γόδας, ο ποδοσφαιριστής που «καλλιτέχνιζε» (όπως συνήθιζε να λέει ο μεγάλος Αντρέας Μουράτης), από την θέση του «έξω δεξιά», στον αγωνιστικό χώρο, δεν πρόλαβε να ξεδιπλώσει το μεγάλο αθλητικό του ταλέντο με την φανέλα της αγαπημένης του ομάδας, του Ολυμπιακού.

Ο χάρος του έστησε καρτέρι, τα ξημερώματα της 19 του Νοέμβρη 1948, μπροστά σ’ έναν μαντρότοιχο, στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας. Έπεσε μαζί με άλλους συντρόφους του από τα βόλια του μοναρχοφασιστικού κράτους επειδή ήταν κομμουνιστής, αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση» και να προδώσει τα ιδανικά του, με το κεφάλι ψηλά και φορώντας την αγαπημένη του ερυθρόλευκη φανέλα. Ήταν μόλις 27 χρονών.



«Αφιερωμένη στη μανούλα μου 
και στον πατέρα μου 
εις ένδειξη σεβασμού και αγάπης.
Νίκος Γόδας
Φυλακές Κέρκυρας
22/2/48»


Ο Νίκος Γόδας ανήκει σε εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που με το παράδειγμα της θυσίας τους μετατρέπονται σε συμβολικές μορφές.Ανακαλύπτει κανείς ότι ανασύροντας απ’ τη λήθη μια τέτοια ιστορική περίπτωση, πίσω της στο σκοτάδι, βρίσκονται ανάλογες πράξεις αντίστασης και θυσίας από πλήθος αθλητών σ’ εκείνα τα χρόνια της Κατοχής και του πολέμου. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Ο Νίκος Γόδας, γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας το 1921. Την επόμενη χρονιά η οικογένεια του βρίσκεται στην προσφυγιά και μετά από περιπλάνηση καταλήγει στην Κοκκινιά. Μαζί με εκατομμύρια άλλους «αλύτρωτους αδελφούς» – τώρα που το ελληνικό κράτος δεν τους χρειάζεται, μιας κι έχασε το παιχνίδι στη Μ. Ασία – έχουν μετατραπεί σε «τουρκόσπορους»! Εκεί στους προσφυγικούς μαχαλάδες, μέσα στη φτώχια και την περιφρόνηση, μεγαλώνει ο μικρός Νίκος και μαθαίνει να κλωτσάει το τόπι μαζί με άλλους πιτσιρικάδες. Και όπως θα δείξει μαθαίνει να το κλωτσάει καλά. Μεγαλώνοντας εντάσσεται στην ποδοσφαιρική ομάδα τηςΚοκκινιάς και αρχίζει να ξεχωρίζει για το ταλέντο του για τα καλά. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’30 και ο πόλεμος πλησιάζει. Στο μεταξύ ο Γόδας ανοίγει κάτω απ’ το σπίτι του μια ταβέρνα, «Τα Αραπάκια», στην οποία παίζουν πολλά απ’ τα τότε και μετέπειτα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Και έρχεται η φασιστική Κατοχή. Ο Γόδας παίρνει μεταγραφή για τον αγαπημένο του Ολυμπιακό το 1942. Αλλά δεν είναι απ’ τους νοικοκυραίους που θα λουφάξουν μέχρι να περάσει η μπόρα. Ούτε φυσικά είναι από κείνα τα εξαχρειωμένα παλιοτόμαρα που θα συνεργαστούν με τους φασίστεςδολοφονώντας και ληστεύοντας τους συνανθρώπους τους. Εντάσσεται στην αντίσταση και γίνεται Λοχαγός στον 5ο επίλεκτο λόχο Κοκκινιάς του ΕΛΑΣ. Στα λίγα παιχνίδια που διεξήχθησαν εκείνα τα χρόνια θα διακριθεί ως επιθετικός και θα σκοράρει αρκετές φορές, όπως στα παιχνίδια με τον Εθνικό και τον Απόλλωνα ή θα πρωταγωνιστήσει σε άλλα όπως στη νίκη με 5-2 στον τελικό με τον Παναθηναϊκό για το «Κύπελλο Χριστουγέννων». Σύμφωνα με την παλιά μεγάλη δόξα του Ολυμπιακού, τον θρυλικό Ανδρέα Μουράτη, ο Γοδας ήταν ένας καλλιτέχνης μέσα στο γήπεδο, δηλ. όπως ο ίδιος εξηγούσε, ένας μάγος της ντρίπλας, ένας ζογκλέρ της μπάλας. Είπαμε όμως, φασιστική Κατοχή και πόλεμος. Ο Γόδας τις τελευταίες μέρες της κατοχής παίρνει μέρος στη μεγάλη μάχη για την διάσωση της Ηλεκτρικής Εταιρείας στον Πειραιά, την οποία ήθελαν να ανατινάξουν οι υποχωρούντες Γερμανό» και στη μάχη της Οδού 7ης Μαρτίου, επικεφαλής του λόχου του. Δυο μήνες αργότερα, πολεμάει τους Βρετανούς στη μάχη των Δεκεμβριανών. Φυσικά, οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες των ναζιστών Γερμανών τώρα πολεμούν στο πλευρό των Βρετανών. Πάνω απ’ όλα η Ελλάδα! Η ήττα και η απόσυρση του Ε.Λ.Α.Σ τον βρίσκει στα βουνά της Ρούμελης όπου και αρρωσταίνει βαριά. Έτσι, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας κατεβαίνει στον Πειραιά όπου μετά από λίγο συλλαμβάνεται με την υπόδειξη ενός χαφιέ. Σε μια στημένη δίκη με μάρτυρες δωσίλογους συνεργάτες των Γερμανών ο Γόδας καταδικάζεται σε θάνατο.

Μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας. Ο σύντροφος και συγκρατούμενός του Σταμάτης Σκούρτης τον θυμάται μαζί με άλλους ποδοσφαιράκηδες μελλοθάνατους να αποσύρονται όποτε το ραδιόφωνο μετάδιδε κάποιον αγώνα και να μουντζώνουν και να χειρονομούν! Και ως την τελευταία στιγμή έκαναν σχέδια πως θα παρατάξουν την ομάδα της φυλακής στο επόμενο παιχνίδι. Ο Γόδας δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας και έτσι η τύχη του ήταν προδιαγεγραμμένη. Στο τελευταίο γράμμα προς τους δικούς του έγραψε: «πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου». Το ποια ήταν αυτά τα ιδανικά το μαρτυρούν πέρα απ’ τη δράση του, τα ίδια του τα λόγια τη στιγμή που τον έπαιρναν για να τον εκτελέσουν: –Νενικήκαμεν. Ζήτω οι ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού». Την ίδια στιγμή οι συγκροτούμενοι του τραγουδούσαν τον ύμνο της Διεθνούς. Τελευταία επιθυμία του ήταν να τον εκτελέσουν με τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας! Όπως και έγινε! Εκείνο το βροχερό πρωινό της 19ης Νοέμβριου 1948 η φανέλα του Ολυμπιακού βάφτηκε κόκκινη. Όπως αναφέρουν όσοι έζησαν από κοντά τα γεγονότα, αλλά και συμπαίκτες του, η τότε διοίκηση του Ολυμπιακού δεν έκανε τίποτε για να τον σώσει. Αντίθετα, ο τότε πρόεδρος του συλλόγου και εκ των ιδρυτών του, ο Μιχάλης Μανούσκος, δήλωσε σε όσους τον προέτρεψαν να παρέμβει: «όπως έστρωσε ας κοιμηθεί».



 

You Might Also Like

0 σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημοφιλείς 30 ημέρες

Δημοφιλείς 7 ημέρες