Ακης Πάνου. Η ζωή του όλη



Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗ
Ο Ακης Πάνου, έξω από τζάκια, κόμματα, κύκλους διανοουμένων, ΜΜΕ και κυκλώματα, φέρνει τα πάνω κάτω στη δισκογραφία με τα τραγούδια «Οταν σημάνει η ώρα», «Ρολόι-κομπολόι», «Θα κλείσω τα μάτια», «Η πιο μεγάλη ώρα», «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός», «Γιατί, καλέ γειτόνισσα», «Είδα τα μάτια σου κλαμένα», «Εγώ καλά σου τα 'λεγα», «Πυρετός», «Για κοίτα με στα μάτια», «Στο σταθμό του Μονάχου», «Δεν κλαίω για τώρα», που χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία, βάθος, τρυφερότητα, ανεξαρτησία, αισθαντικότητα και αντισυμβατικότητα, σε υπερθετικό βαθμό αλλά με ακριβή αίσθηση του μέτρου, με λυρισμό και θαυμάσια ελληνικά.

«Θα κλείσω τα μάτια, θ' απλώσω τα χέρια, μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ' τη μιζέρια. Θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει».
Κόντρα στο ρεύμα
Ο Ακης εμφανίζεται στο προσκήνιο του λαϊκού τραγουδιού αρκετά μεγάλος και ώριμος. Στο σινάφι είναι γνωστός από πολύ νωρίτερα σαν μουσικός και οργανοποιός, από τους καλύτερους, με σπάνια ειδίκευση στη διακόσμηση των μπουζουκιών με φιγούρες που φτιάχνει κόβοντας μικροχειρουργικά και συνθέτοντας λεπτεπίλεπτα «φύλλα» στρειδιών, δημιουργώντας πραγματικά έργα τέχνης.
Ως τραγουδοποιός αυτοπαρουσιάζεται σε μια εποχή που το κλασικό λαϊκό τραγούδι δέχεται μεγάλες ανταγωνιστικές πιέσεις από το λαϊκότροπο έργο των «έντεχνων» συνθετών που αντλούν πολύτιμη πρώτη ύλη από την πλούσια δεξαμενή της ελληνικής και ξένης ποίησης (Ελύτη, Βάρναλη, Αναγνωστάκη, Νερούδα, Λόρκα, Χικμέτ κ.ά.), αλλά και από μια ευφάνταστη γενιά λογοτεχνών που γράφουν στίχους για τραγούδια (Παπαδόπουλος, Ελευθερίου, Μύρης, Χριστοδούλου, Ιατρόπουλος, Λάδης κ.ά.). Οι συνθέτες (Ξαρχάκος, Μαμαγκάκης, Λεοντής, Λοΐζος, Γλέζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Σπανός, Ανδριόπουλος κ.ά.) ξεψαχνίζουν όλες τις ποιητικές συλλογές που φτάνουν στα χέρια τους ή βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων σε αναζήτηση στίχων κατάλληλων για μελοποίηση. Ακόμα και οι πιο παραδοσιακοί, όπως ο Καλδάρας με τη «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό Εσπερινό», εντάσσονται στο ρεύμα. Σ' αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι από τις μεγάλες μορφές των λαϊκών στιχουργών (Παπαγιαννοπούλου, Βασιλειάδης κ.λπ.) μόνο ο Βίρβος παραμένει ζωντανός και επίκαιρος. Ομως, ο Ακης Πάνου δεν ακολουθεί το ρεύμα. Με τιμόνι το ταλέντο και σημαία την αλήθεια του ανοίγεται μοναχικά στο πέλαγος με το αυτοσχέδιο σκάφος του.
«Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, η ώρα που γεννιέται η ζωή. Η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου μαζί με τη δική μου αναπνοή».



Δεν τον φοβίζει ο σκληρός ανταγωνισμός. Είναι γεμάτος αυτοπεποίθηση και παραγωγικός. Και κυρίως αυτάρκης. Μέχρι το 1973, ηχογραφεί περίπου εκατό τραγούδια του που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών. Ολα με δικούς του στίχους και μουσικές. Γιατί θέλει να τα πει με τον δικό του τρόπο. Θα ήθελε να τα τραγουδάει κιόλας, αλλά δεν του φτάνει η φωνή του, ούτε τον βοηθάει η κακή κατάσταση των δοντιών του. Εξαιρώντας τον Καζαντζίδη, η έγνοια του πάντα ήταν αν οι ερμηνευτές των τραγουδιών του θα μπορούσαν να πιάσουν σε ικανοποιητικό βαθμό το ύφος, την αγωνία και τον καημό του.

«Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω..
Από την αρχή είναι φανερό ότι βρίσκεται σε έναν διαρκή διάλογο με τον εαυτό του και την κοινωνία. Εναν διάλογο που πίστευε ότι δεν βγάζει πουθενά, αλλά ήταν απαραίτητος γιατί έδινε διέξοδο στον εσωτερικό του πνευματικό και συναισθηματικό αναβρασμό.


Τραγούδια αυτοβιογραφικά
«Δεν κλαίω που φεύγεις, δεν κλαίω για τώρα... Κλαίω την ώρα του γυρισμού, κλαίω την ώρα του σπαραγμού, κλαίω για την ώρα που δεν θα 'χω πια ψυχή να σου πω σ' αγαπώ».
Δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις στο λαϊκό τραγούδι όπου ο δημιουργός προσπαθεί να εκφράσει τόσο αυτοβιογραφικά το είναι του. Και όσοι συνθέτες το επιθυμούν είναι αναγκασμένοι -αφού οι περισσότεροι δεν γράφουν στίχους ή γράφουν λίγους- να καταφεύγουν στη συνδρομή των ποιητών οι οποίοι κατά κανόνα είναι αυτοαναφορικοί. Στις καλύτερες περιπτώσεις συνεργασίας, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η βούληση και η σκέψη του συνθέτη συμπίπτει ή είναι πολύ κοντά μ' αυτήν του ποιητή έτσι ώστε ο ένας να συμπληρώνει τον άλλον. Ο Χατζιδάκις είναι πολύ κοντά με τον Γκάτσο και ο Θεοδωράκης με τον Ρίτσο, αλλά ακόμα και σ' αυτές τις ιδανικές σχέσεις, ο συνθέτης με τον στιχουργό δεν ταυτίζονται πλήρως. Οι προσωπικότητες παραμένουν ξεχωριστές η μία από την άλλη, όποια πνευματική συγγένεια κι αν έχουν. Και, συχνά, το ποίημα που γίνεται τραγούδι δεν είναι ακριβώς το ίδιο, πριν και μετά. Η μελωδία, ο ρυθμός και η ενορχήστρωση διαφοροποιούν τις εικόνες, τις εντάσεις, τις υπογραμμίσεις, τα νοήματα και τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα. Στη διαδικασία της μελοποίησης το ποίημα συνήθως απομακρύνεται από τον ποιητή. Ο Ακης δεν βιώνει αυτό τον διχασμό. Η μουσική του δεν επιβάλλεται στα λόγια του, ούτε το αντίστροφο. Γράφονται μαζί. Γι' αυτό με κάθε του τραγούδι εξομολογείται ανεμπόδιστα.

«Θέλω να τα πω, χωρίς να με ρωτήσεις. Θέλω να τα πω όπως υπάρχουν στο μυαλό... Θέλω να τα πω σαν να παραμιλώ».
Γράφοντας μουσική και στίχο, ο Ακης δεν παλεύει με τη σκέψη του άλλου. Δεν προσπαθεί να εκφραστεί μέσα από τον λόγο κάποιου άλλου φέρνοντάς τον στα μέτρα, την αισθητική και τις ανάγκες του. Είναι ο ίδιος ποιητής και μελοποιός. Τη δική του άποψη διατυπώνει, τη δική του έμπνευση επεξεργάζεται, με τη δική του σκέψη προσπαθεί να συμφιλιωθεί. Χρησιμοποιεί συνειδητά ως εργαλείο το τραγούδι, που η λειτουργικότητά του εξαρτάται από τη διεισδυτικότητά του στο ανώνυμο ακροατήριο, για να εκφραστεί ατομικά και να σχολιάσει -χωρίς να αφομοιωθεί- την κοινωνία που «αργοπεθαίνει μες στην ψευτιά, την αμαρτία και τα πάθη».
Ακόμα και οι δημιουργοί που γράφουν στίχους, όπως ο Τσιτσάνης, προσπαθούν να εκφράζουν σύνολα. Ο Ακης αντιθέτως προσπαθεί να είναι όσο πιο εσωτερικός γίνεται, ξέροντας βεβαίως ότι αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για τη διάδοση ενός καλού τραγουδιού. Και επιπλέον, οι λαϊκοί τραγουδοποιοί, ο Βαμβακάρης ή ο Μητσάκης που γράφουν μουσική και στίχο, επικεντρώνονται θεματικά κυρίως στο ερωτικό-συναισθηματικό τραγούδι.

«Εφτά νομά- δυστυχισμέ- σ' ένα δωμά- φυλακισμέ-, δικαίως αγαναχτισμέ- και με τα πάντα αηδιασμέ-. Πώς τά'χεις έτσι μοιρασμέ- ντουνιά ψευτοπολιτισμέ-;»
Ο Ακης, καθισμένος σε μια αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα στην παμπάλαια μονοκατοικία της οδού Περδικάρη, στα Πατήσια, με ένα τσιγάρο μονίμως αναμμένο και ένα δικής του κατασκευής όργανο, κιθάρα ή μπουζούκι, παρά πόδα, στοχάζεται, ώρες ατελείωτες, και γράφει με στιλό ή γραφομηχανή τη συμπυκνωμένη σε μερικές στροφές σκέψη του για τον έρωτα, τα ένστικτα, τη φτώχεια, την ξενιτιά, την εγκατάλειψη, την απογοήτευση, την αδικία, τη σύγκρουση, τα λάθη, τον θάνατο και τη ζωή.

«Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στο στόμα και δεν νιώθεις πια τον φόβο κανενός. Δεν πονάει το ταλαίπωρο το σώμα όταν είσαι πεθαμένος ζωντανός».
Υμνος στον έρωτα
Η εκπληκτική σαφήνεια με την οποία εκφράζεται δεν αφαιρεί ίχνος από τον λυρισμό και την ευαισθησία του. Ούτε υπάρχουν ανεπεξέργαστες διατυπώσεις στον στίχο του, ο οποίος άλλοτε σε αγγίζει σαν τρυφερό χάδι κι άλλοτε σε διαπερνάει σαν μαχαιριά.

«Και τι δεν κάνω, την πικραμένη σου ζωή για να ζεστάνω κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω, κάθε στιγμή».
Ο απόλυτα ρεαλιστικός του στίχος, δεμένος με υπέροχες μελωδίες, είναι ένας ύμνος -σε πολλές παραλλαγές- στον αμόλυντο έρωτα που δεν διαρκεί και στην ουτοπία που δεν πιάνεται.

«Ασ' τον τρελό στην τρέλα του, άσ' τονε στ' όνειρό του. Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε κι έφτιαξ' ένα δικό του».
Από το 1973 ως το 1985, ο Ακης ηχογράφησε περίπου άλλα εκατό τραγούδια, εκ των οποίων τουλάχιστον τα μισά πάνω σε θέματα υπαρξιακά και κοινωνικά. Και στην τελευταία περίοδο της ζωής του, που έληξε πολύ τραγικά, συνεχίζει να γράφει, ακόμα και μέσα στη φυλακή, αλλά ηχογραφεί ελάχιστα.

You Might Also Like

0 σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημοφιλείς 30 ημέρες

Δημοφιλείς 7 ημέρες